Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
«Των Φώτων» σύντομα και κατά σύμπτωση φως, όχι άπλετο, αλλά πάντως φως, αρχίζει να πέφτει στη δράση διαφόρων «τρωκτικών» του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, που με την ανοχή ή συχνά και τη συνενοχή πολιτικών προσώπων συνεχίζουν να λυμαίνονται πλούτο εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Το γεγονός ότι οι μηχανισμοί της Δικαιοσύνης αρχίζουν να κινούνται, έστω με τις ελλείψεις, στο θεσμικό πλαίσιο, στην υποδομή και στην οργάνωση απονομής της είναι μια πρώτη θετική ένδειξη.

Ωστόσο, η έκταση των κρουσμάτων, όχι μόνο στο παραεμπόριο γενικώς, ή στο λαθρεμπόριο καυσίμων ειδικώς, αλλά σε όλο σχεδόν το εύρος της οικονομικής δράσης δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για μια διαπίστωση που θεωρώ πραγματικά «στρατηγικής» σημασίας.

Η φράση «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» ταιριάζει γάντι με τη δράση αυτών των παρασιτικών μηχανισμών στην Ελλάδα της κρίσης.

Μπορεί σε ορισμένους τομείς η δραστηριότητά τους να έχει περιοριστεί, λόγω είτε των πιέσεων της τρόικας (π.χ. φάρμακα) είτε της μείωσης του δημόσιου αντικειμένου -καθώς, ως γνωστόν, "ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", σε άλλους χώρους, όμως, συνεχίζει να αναπτύσσεται.

Πολλοί σπεύδουν να κάνουν την τελευταία(;) «καλή μπάζα» στην πλάτη ενός κρατικού μηχανισμού που αποδιοργανώνεται ολοένα και περισσότερο, ενώ άλλοι αξιοποιούν τις ευκαιρίες που δημιουργεί η ύπαρξη μιας ασυντόνιστης και πολυφωνικής κυβέρνησης συνεργασίας.

Ας μη βαυκαλιζόμαστε. Προς ώρας, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Κι ως συνήθως, το ψάρι βρομάει απ' το κεφάλι. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς απαιτεί αλλαγές κορυφής στο θεσμικό πλαίσιο και στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και του κράτους.

Μέχρι στιγμής, οι αλλαγές αυτές, όπου έχουν γίνει, είναι επιδερμικές και αποσπασματικές.

Ακόμη και στο κολοσσιαίο μέτωπο της φοροδιαφυγής, που κατά την άποψή μου αποτελεί το υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα αυτής της χώρας, δεν βλέπουμε κάποια συγκροτημένη προσπάθεια εκ βάθρων αλλαγής του συστήματος, παρά μόνον «τσιρότα», σε ένα σύστημα που σχεδιάστηκε εξαρχής για να είναι αποτυχημένο, κυριολεκτικά, προς όφελος των παρασίτων.

Κι ορισμένες φορές, η ολιγωρία στην αλλαγή του status quo οφείλεται ακριβώς στην παραεξουσία κατεστημένων μηχανισμών, που παραδοσιακά εκμεταλλεύονταν το σύστημα.

Μέσα στη λαίλαπα των εισπρακτικών μέτρων, δεν είναι παράξενο που και η κοινή γνώμη δεν δίνει την πρέπουσα σημασία στην καταπολέμηση αυτών των φαινομένων.

Οι «αριθμοί» μας κυνηγούν και μας καταπιέζουν, με την απειλή τους ζούμε, χωρίς ίσως να συνειδητοποιούμε ότι αυτοί εξαρτώνται από το «σύστημα» και τα κενά του.

Όσο διαρκεί όμως αυτή η κατάσταση, όσο τα «λαμόγια» ζουν και βασιλεύουν, όσο η φοροδιαφυγή είναι κανόνας κι όχι η εξαίρεση κι όσο οργιάζει η παραοικονομία, η ελληνική δημοσιονομική κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει.

Ούτε η κοινωνία θα γίνει περισσότερο δίκαιη. Διότι, απλούστατα, προκειμένου να υπάρξει δίκαιη ανακατανομή του πλούτου πρέπει οι μηχανισμοί της κοινωνίας να γνωρίζουν ποια είναι τα πραγματικά εισοδήματα και η περιουσία του κάθε πολίτη.

Κι αυτό έως σήμερα παραμένει άγνωστο για πολύ μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας.
Αυτές τις μέρες ίσως θα έπρεπε όλοι να σκεφτούμε, πέρα από την κρίση και τις δυσκολίες της εποχής, αρχέγονες έννοιες και συναισθήματα, όπως η αγάπη, η φιλία, η συμπόνια και η αλληλεγγύη. Έννοιες για τις οποίες πολλοί μιλούν, αλλά πολύ λιγότεροι υιοθετούν.

Διότι τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου οι κοινωνίες μας, οι λεγόμενες «ανεπτυγμένες», παραμένουν βυθισμένες σε έναν εγωκεντρικό ατομισμό, καθώς η ευμάρεια των προηγούμενων ετών δεν οδήγησε σε μια κοινωνία πιο σφριγηλή, πιο δίκαιη, πιο ισορροπημένη, ή συμπονετική, παρά μόνον κατ' επίφαση.

«Στα χαρτιά».

Στην πράξη, οι περισσότεροι αφεθήκαμε να παρασυρθούμε στον ρυθμό μιας ζωής άκριτα καταναλωτικής, μιας ζωής που πολλές φορές μας αποξενώνει από τα απλά πράγματα που δίνουν νόημα και χαρά στην ύπαρξη προς όφελος του χρήματος.

Και το χειρότερο είναι ότι οι χρηματικές απολαβές μεταφράστηκαν σε σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο κοινωνικής καταξίωσης. Αρχίσαμε ο ένας να κρίνει τον άλλον, λιγότερο ή περισσότερο, με βάση «τα λεφτά», ακόμη κι αν αυτά ήταν «μαύρα», «αρπαχτά»,«κομπιναδόρικα».

Οι πραγματικές Αξίες έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε κινητές κι ακίνητες «αξίες».

Ευτυχώς για την Ελλάδα, το μόνο που άντεξε έστω ως έναν βαθμό ήταν ο θεσμός της οικογένειας. Κι αυτός ο θεσμός, το συναίσθημα, η αγάπη του γονιού για το παιδί, αλλά και η βοήθεια προς άλλα μέλη της οικογένειας, μαζί με την περίφημη μικροϊδιοκτησία κρατούν ακόμη σαν συνεκτικοί αρμοί μια κοινωνία που πλήττεται βάναυσα εδώ και χρόνια.

Τα πλήγματα των προηγούμενων ετών ήταν υπόγεια, ύπουλα. Το κύρος των θεσμών καταβαραθρώθηκε. Τα πρότυπα που προβάλλονταν στην κοινωνία ήταν κάλπικα, με επίπλαστη λάμψη, κατασκευασμένα για να ενθαρρύνουν την κοινωνική αποσάθρωση.

Να δώσουν το στίγμα μιας επιτυχίας κενής από δημιουργικότητα, μιας ζωής κενής από ουσία.

Στόχος ήταν σαφώς η μείωση των αντιστάσεων μιας κοινωνίας που σταδιακά ενέδωσε σχεδόν ολοκληρωτικά στον φαβοριτισμό, στη διαπλοκή, στην αναξιοκρατία και στα σκάνδαλα, έχοντας πάντα ως προπέτασμα τις λιγοστές επιτυχίες.

Είτε ήταν πολιτικές, είτε επιχειρηματικές, αθλητικές, είτε ακόμη -οποία κατάπτωση!- μια καλή θέση στη… Eurovision.

Κι ύστερα ήρθαν τα φανερά πλήγματα, που παρακολουθούμε εδώ και περίπου δύο χρόνια. Για να διαπιστωθεί ότι ουδείς μπορεί πραγματικά να αντιδράσει. Δεν φταίνε μόνο οι ταγοί, πολιτικοί, μεγαλοεπιχειρηματίες και άλλες δήθεν εξέχουσες φυσιογνωμίες.

Φταίμε κι εμείς, που χτίσαμε σε στρεβλά θεμέλια, που αναδείξαμε κι αποδεχτήκαμε τα λάθος πρότυπα και πρόσωπα. Εμείς που ακόμη και σήμερα δεν έχουμε καταλάβει ότι μια κοινωνία που λειτουργεί σε λάθος βάσεις αποτελεί τελικά τροχοπέδη και για το προσωπικό συμφέρον μας, σε βάθος χρόνου.

Με εξαίρεση εκείνους τους -πάντα ολίγους- που όντως την εκμεταλλεύονται.

Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι και το μεγάλο «ηθικό δίδαγμα» της κρίσης που διανύουμε. Οι λάθος βάσεις, οι λάθος Αξίες, στις οποίες χτίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, είναι η βαθύτερη αιτία των σημερινών δεινών.

Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, σε μεγάλο βαθμό ήταν αποτέλεσμα της ίδιας της «ευμάρειας», που -με τρόπο που αποδείχτηκε τεχνητός κι επικίνδυνος- διαχύθηκε στην κοινωνία κι έγινε κυρίαρχος στόχος.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι βέβαια αποκλειστικά ελληνικό, παρότι στην περίπτωσή μας εκφράστηκε με τον πιο άναρχο, σαθρό και προκλητικό τρόπο.

Τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο τούτης της κρίσης που είναι πια γενικευμένη, ολόκληρος ο δυτικός κόσμος -κι ακόμη περισσότερο η Ελλάδα- θα κληθεί να επανεξετάσει τα ουσιώδη.

Τη λειτουργία της Δημοκρατίας, τον έλεγχο των συμφερόντων, την κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα στην παιδεία και την υγεία, τις Αξίες που συγκροτούν και συγκρατούν τις κοινωνίες.

Η μάχη που θα γίνει θα είναι μεγάλη. Μπορεί όμως και πρέπει να κερδηθεί από τις κοινωνίες των πολιτών. Η αφετηρία, ωστόσο, για τη διεκδίκηση της νίκης βρίσκεται στον καθέναν από εμάς.

Στα πάλαι ποτέ «χριστιανικά» ιδεώδη της εντιμότητας, της δικαιοσύνης, της αγάπης, της συμπόνιας, της αλληλεγγύης. Του φιλότιμου και της δημιουργικότητας, που μπορεί να φέρει υλικά αγαθά κι επιτυχία, αλλά ως αποτέλεσμα κι όχι ως αυτοσκοπό.

Καλές Γιορτές!
Τις τελευταίες δεκαετίες ο τραπεζικός και ευρύτερα ο χρηματοοικονομικός χώρος βρέθηκαν στο απόγειό τους. Οι κεφαλαιαγορές και οι χρηματαγορές γνώρισαν εκπληκτική άνθηση, αξιοποιώντας νέες τεχνολογικές μεθόδους και νέα προϊόντα, ενώ η «κυκλοφορία» του χρήματος αυξήθηκε κατακόρυφα μέσα από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και τη χρήση παράγωγων, σύνθετων προϊόντων.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι φτάσαμε σε ένα σημείο όπου ακόμη και οι επικεφαλής των τραπεζών δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν επακριβώς τη φύση, τη λειτουργία, ή το επίπεδο κινδύνου αυτών των προϊόντων.

Γι' αυτόν τον λόγο υπήρχαν τα κομπιούτερ, τα «μοντέλα» και οι εξειδικευμένοι υφιστάμενοι με τα διδακτορικά, οι μόνοι που καταλάβαιναν καλά τα δημιουργήματά τους.

Κάπως έτσι -μέσα από έναν συνδυασμό ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και ανθρώπινης απληστίας- φτάσαμε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, κατά τη διάρκεια της οποίας στην πραγματικότητα κατέρρευσε το διεθνές τραπεζικό σύστημα.

Τότε η κατάρρευση καλύφθηκε από την πρωτοφανή σε μέγεθος διεθνή κρατική παρέμβαση, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν οι οικονομίες.

Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρόβλημα δεν εξαλείφθηκε. Απλώς άλλαξε πρόσωπο, για να επιστρέψει ως κρίση «κρατικών χρεών» και ίσως με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Γι' αυτό και τα επόμενα χρόνια μάλλον θα είναι τα πιο κρίσιμα στη σύγχρονη ιστορία του τραπεζικού και του χρηματοοικονομικού χώρου.

Το ενδιαφέρον των πολιτικών, των τεχνοκρατών, ακόμη και των ίδιων των τραπεζιτών στρέφεται σε πέντε κρίσιμα θέματα:

- Μέγεθος: Το πρόβλημα ξεκίνησε από το γεγονός ότι ορισμένες τράπεζες χαρακτηρίστηκαν «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» γι' αυτό και διασώθηκαν, σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα του ίδιου του καπιταλισμού. Όμως, εξαιτίας του κόστους που προκάλεσε η διάσωσή τους, ανοίγει σταδιακά ο δρόμος για αυστηρότερο έλεγχο από τις εποπτικές αρχές (ενδεχομένως και υπερεθνικές), ενώ δεν αποκλείεται τελικά να οδηγήσει και στον κατακερματισμό τους, ιδίως αν τώρα με την κρίση κρατικών χρεών απαιτηθεί ξανά η διάσωσή τους.

- Μόχλευση: Στις καλές εποχές η υψηλή «μόχλευση» των τραπεζών (από 12 φορές τα ίδια κεφάλαια στην καλύτερη περίπτωση, έως και 40 - 50 φορές σε ορισμένες πολύ ειδικές περιπτώσεις) τις καθιστά «μηχανές που κόβουν κέρδη», με τεράστιες αποδόσεις για τους μετόχους και τα διοικητικά στελέχη. Εντούτοις, όπως αποδείχτηκε περίτρανα με τις δύο κρίσεις, όσα κι αν είναι αυτά τα κέρδη, δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο επιβίωσης που δημιουργείται όταν συμβεί το αναπάντεχο.

- Απληστία: Σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη δυσάρεστων φαινομένων έπαιξε ασφαλώς και η υιοθέτηση εξαιρετικά υψηλών μπόνους για τα τραπεζικά στελέχη, τις περισσότερες φορές στενά συνδεδεμένων με την τιμή της μετοχής. Η πρακτική αυτή έδινε κίνητρα ανάληψης υψηλών κινδύνων, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η απόδοση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κι επιπροσθέτως προκάλεσε έντονα την κοινωνία.

-Αδιαφάνεια και διαχείριση κινδύνων: Η ραγδαία εξέλιξη της υπολογιστικής ισχύος, η άμεση διασύνδεση και τα προηγμένα υπολογιστικά μοντέλα άνοιξαν νέους ορίζοντες στον σχεδιασμό προϊόντων και στη διαχείριση κινδύνων. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν ικανά να προβλέψουν ή να αντιμετωπίσουν επαρκώς τους κινδύνους της πραγματικότητας.

Τουναντίον, η ύπαρξη πολλών προϊόντων που δεν είναι διαπραγματεύσιμα διαφανώς σε οργανωμένες αγορές ή και δεν απεικονίζονται στους ισολογισμούς, επιδεινώνει τις προσπάθειες μείωσης ακόμη και συστημικών κινδύνων, αφού υποκρύπτει «σχέσεις κινδύνου» με αντισυμβαλλόμενους.

-«Στεγανά»: Επί δεκαετίες, στις ΗΠΑ απαγορευόταν στις παραδοσιακές τράπεζες που λαμβάνουν καταθέσεις να συμμετέχουν σε «χρηματιστηριακές εργασίες», καθώς είχαν χαρακτηριστεί επικίνδυνες, μετά το Μεγάλο Κραχ. Εντούτοις, η απαγόρευση καταργήθηκε την εποχή της έντονης χρηματιστηριακής ανόδου και της… αειφόρου ανάπτυξης της χάρτινης οικονομίας.

Ολοένα και περισσότεροι ειδικοί, όμως, κι όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτιμούν ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί ξανά, αυτήν τη φορά διεθνώς.

Εν ολίγοις, οι τράπεζες, οι εταιρίες δηλαδή που διαχειρίζονται κατ' επάγγελμα τις καταθέσεις του «λαού» κι έχουν ως κύριο σκοπό τον δανεισμό ιδιωτών και επιχειρήσεων, θα πρέπει να ξαναγίνουν πιο… βαρετές, σαφώς λιγότερο κερδοφόρες για τους μετόχους τους, αλλά και περισσότερο ασφαλείς.

Πρόκειται για μια διαδικασία που εν μέρει έχει ήδη ξεκινήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, χωρίς σημαντικά, ακόμη, αποτελέσματα.

Προφανώς, οι αντιστάσεις των συμφερόντων είναι ισχυρές, ενώ σύνθετα είναι και τα εμπόδια εφαρμογής, μέσα σε ένα «παγκοσμιοποιημένο» χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τόσο οι απώλειες που δημιουργούν οι κρίσεις (τις οποίες αδυνατούν να καλύψουν τα ιδιωτικά κεφάλαια) όσο και οι κοινωνικές πιέσεις που ολοένα εντείνονται θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην αλλαγή.

ΥΓ.: Από πολλές πλευρές, οι ελληνικές τράπεζες δεν συγκαταλέγονται στους πρωτεργάτες αυτών των φαινομένων, κυρίως λόγω της -συνήθους εν Ελλάδι- καθυστέρησης στην εφαρμογή «καινοτομιών». Ωστόσο, ορισμένα από τα θέματα που θίγονται στο άρθρο ασφαλώς τις αφορούν.

Όλα δείχνουν ότι το 2012 θα είναι πολύ δύσκολο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία. Οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου βρίσκονται ήδη στα πρόθυρα της ύφεσης, ενώ την ίδια ώρα καλούνται να εφαρμόσουν μέτρα λιτότητας προκειμένου να αντιμετωπίσουν την υπερχρέωση.

Κατά πάσα πιθανότητα, ο συνδυασμός αυτός θα αποδειχτεί εκρηκτικός, ενώ στην πορεία είναι πιθανόν να σφραγίσει τη μοίρα της ευρωζώνης, τουλάχιστον με τη μορφή που την ξέρουμε.

Θρυαλλίδα για τις εξελίξεις αναμένεται ότι θα είναι, όπως συνέβη και το 2008, ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος στην πράξη ουδέποτε συνήλθε από την κρίση των «δομημένων» στεγαστικών προϊόντων.

Για τις τράπεζες η «απομόχλευση», δηλαδή η μείωση του ενεργητικού τους, μοιάζει πλέον μονόδρομος κι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, περιορίζοντας τη ρευστότητα.

Ασφαλώς οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αντιδράσουν, όμως το ήδη χαμηλό ύψος των επιτοκίων, σε συνδυασμό με το μέγεθος του προβλήματος, δεν φαίνεται να αφήνει μεγάλα περιθώρια επιτυχίας.

Η τακτική τους να αντιμετωπίζουν τα οικονομικά προβλήματα με μείωση των επιτοκίων και «ποσοτική χαλάρωση» λειτούργησε μεν τα προηγούμενα χρόνια κυρίως εξαιτίας του χαμηλού πληθωρισμού, όμως αποτέλεσε μία από τις γενεσιουργές αιτίες της τρέχουσας κρίσης.

Θα ήταν λοιπόν παράδοξο να πιστέψουμε ότι η τακτική που οδήγησε στην κρίση θα επιφέρει και την εξάλειψή της.

Το πιθανότερο είναι ότι τελικά θα οδηγηθούμε υποχρεωτικά πίσω στο πρωτοφανές ύψος των ιδιωτικών και κρατικών χρεών, που καθιστά άκρως αμφίβολη την εξυπηρέτησή τους.

Με απλά λόγια, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, έστω με καθυστέρηση θα γίνει αντιληπτό ότι τα δάνεια δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ως έχουν, άρα θα πρέπει να ρυθμιστούν.

Η διαδικασία βεβαίως αυτή θα είναι μακρά και επίπονη, είτε αφορά τον ιδιωτικό τομέα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Αμερικανούς καταναλωτές) είτε τον κρατικό, στην περίπτωση των «προβληματικών» κρατών της ευρωζώνης.

Όσο πιο γρήγορα συμβεί όμως, τόσο το καλύτερο. Το λάθος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, επειδή κάποιοι αρνούνται να το αναγνωρίσουν.

Υπό αυτήν την έννοια, μάλλον θα πρέπει να αποδεχτούμε την ιδέα της ύφεσης, αλλά και μιας «καταστροφής». Διότι, πράγματι, η ρύθμιση ενός μέρους από τα δάνεια που βρίσκονται σε κυκλοφορία ανά τον κόσμο θα αποτελέσει για τους πιστωτές «καταστροφή» περιουσιακών στοιχείων πολύ μεγάλου μεγέθους.

Αναμφίβολα, αυτό θα δημιουργήσει μεγάλους κραδασμούς, με συνέπειες στον χρηματοπιστωτικό χώρο, στις αγορές, στις επιχειρήσεις, ακόμη και στις κοινωνίες.

Ωστόσο, έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, στο οποίο ο δυτικός κόσμος προσπάθησε να εξαλείψει τους οικονομικούς κύκλους, την αλληλοδιαδοχή ανάπτυξης και ύφεσης, με «αναβολικά», μια «δημιουργική καταστροφή» φαίνεται πως είναι ο μόνος τρόπος να μηδενίσει το κοντέρ - και να γίνει η απαιτούμενη επανεκκίνηση του συστήματος.

Επανεκκίνηση που αναμφίβολα θα περιλάβει δραστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, με έμφαση στον τραπεζικό και στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα. Και ίσως επιφέρει γενικότερες βελτιώσεις στον τρόπο κατανομής -και αξιοποίησης- του πλούτου.

Τις μέρες που ακολούθησαν το «στρατήγημα» Παπανδρέου περί δημοψηφίσματος, οι αισιόδοξοι ίσως υπέθεσαν ότι κάτι άλλαξε σε αυτήν τη χώρα. Ο πανικός των ημερών, καθώς οι τηλεοράσεις κράδαιναν την απειλή της χρεοκοπίας, συνοδεύτηκε από την υποχρεωτική συναίνεση των περισσότερων κομμάτων στον υπέρτατο στόχο:

Να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ.

Σήμερα, λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, η εικόνα είναι δυστυχώς πολύ διαφορετική. Οι περισσότεροι υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου έχουν ως άμεση προτεραιότητα το προσωπικό τους προφίλ κι όχι την προώθηση του κυβερνητικού έργου.

Ομοίως, τα κόμματα στα οποία ανήκουν ελίσσονται διαρκώς, προκειμένου να εξασφαλίσουν πλεονέκτημα στις επόμενες εκλογές, ακόμη κι όταν οι ελιγμοί αυτοί δυναμιτίζουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης, που υποτίθεται ότι στηρίζουν.

Η συμπεριφορά αυτή οδηγεί στο αναπόφευκτο ερώτημα: είναι άραγε τόσο αδαείς και αιθεροβάμονες που δεν αντιλαμβάνονται ότι με τις πράξεις και παραλείψεις τους είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν τη χώρα στη χρεοκοπία - και συνακόλουθα στην έξοδο από το ευρώ;

Φοβάμαι ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.

Κατά την εκτίμησή μου, σημαντική μερίδα Ελλήνων πολιτικών έχει καταλήξει στην άποψη ότι ο «αγώνας» για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ αξίζει να δοθεί μόνο στον βαθμό που ταυτίζεται με τα προσωπικά της συμφέροντα. Κι ενεργώντας ατομικά, τελικά αυτοί διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό και τη συλλογική πολιτική δράση.

Οι αιτίες για το φαινόμενο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα δυσνόητες. Προκειμένου να παραμείνει στην ευρωζώνη, έστω για όσο αυτή υπάρχει, η Ελλάδα θα πρέπει σίγουρα να αλλάξει.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι όροι της αλλαγής αυτής είναι πολύ οδυνηροί, ιδίως για την παραδοσιακή εκλογική «πελατεία», ενώ υπάρχει κι ένα επιπρόσθετο μεγάλο μειονέκτημα:

Αν αλλάξει η Ελλάδα, κινδυνεύουν να ανατραπούν οι θεμελιώδεις όροι συναλλαγής με τους οποίους παίζεται επί δεκαετίες το πολιτικό παιχνίδι. Οι όροι με τους οποίους γαλουχήθηκαν οι σημερινές γενιές πολιτικών.

Αν, αντιθέτως, η Ελλάδα οδηγηθεί στη δραχμή, η πίεση για αλλαγές θα εκλείψει. Η εξουσία, που τώρα σε μεγάλο βαθμό έχει όντως περάσει σε ξένα κέντρα, θα επιστρέψει πιθανώς σε εκείνους που τη νέμονταν (με τα γνωστά βεβαίως αποτελέσματα) τις τελευταίες δεκαετίες.

Θα είναι δε κι ενισχυμένη, αφού το ευρώ θα αντικατασταθεί από τη «νέα δραχμή», με την κρατική εξουσία να έχει πια τον έλεγχο της πρέσας.

Η διαπλοκή -που ποτέ δεν σταμάτησε να δρα- θα φτάσει έτσι στο απόγειό της, ενώ η κοινωνία, απόλυτα εξουθενωμένη και εξαρτημένη, θα είναι αδύναμη να αντιδράσει.

Προφανώς, τέτοιου είδους μύχιοι πόθοι δεν είναι δυνατόν να εξωτερικευτούν σε αυτήν τη φάση μέσω πολιτικής επιχειρηματολογίας.

Οι κοινωνικοί συσχετισμοί είναι ως σήμερα δεδομένοι κι επιτρέπουν την υιοθέτηση πολιτικών θέσεων που αμφισβητούν την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, μόνο στην άκρα δεξιά και στην άκρα αριστερά.

Ωστόσο, η συνεχής υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και η αναζωπύρωση ενός στρεβλού «εθνικισμού» δεν αποκλείονται στο εγγύς μέλλον να δημιουργήσουν τις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες.

Με την ακούσια μεν, αλλά πολύτιμη «βοήθεια» της συντηρητικής πολιτικής ελίτ που κυριαρχεί σήμερα στον πυρήνα της Ευρώπης.
v