Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Την ώρα που τα κομματικά μας στρατόπεδα μοιράζουν υποσχέσεις και θέτουν πλαστά διλήμματα, η κατάσταση όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη πλησιάζει ολοταχώς το… απροχώρητο.

Αμφότερες οι πλευρές κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με σκληρά κι επικίνδυνα ερωτήματα. Το ενδεχόμενο να δοθούν λανθασμένες απαντήσεις, ικανές να τινάξουν και την Ελλάδα και την Ευρώπη στον αέρα, συμπαρασύροντας και τον υπόλοιπο κόσμο, είναι δυστυχώς ορατό.

Γι' αυτό και ορισμένα πράγματα πρέπει να ειπωθούν επιτέλους με το όνομά τους, έστω και επιγραμματικά:

1. Το ελληνικό χρέος ήταν αδύνατον να αποπληρωθεί ήδη από τον Μάιο του 2010. Κι όμως, αντί να οργανωθεί μια συμφωνία μερικής διαγραφής, αποφασίστηκε από τους εταίρους μας ότι απλώς θα μας δανείζουν για να… πληρώνουμε. Ποιοι κέρδισαν από αυτήν τη συμφωνία; Οι ιδιώτες δανειστές που πληρώνονταν κανονικά μέχρι και την υπογραφή του περίφημου PSI, δύο χρόνια αργότερα!

2. To πρώτο μνημόνιο περιελάμβανε όρους που φάνταζαν αστείοι σε όποιον ήξερε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού, των εγχώριων θεσμών γενικώς. Η αποτυχία του ήταν προδιαγεγραμμένη, γιατί ήταν σα να ζητάς από μια καλομαθημένη παχουλή κυριούλα να γίνει ξαφνικά… δεκαθλητής. Ωστόσο, η πολιτική του βάση ήταν σαφής: να φανεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι οι «άσωτοι» Έλληνες τιμωρούνται παραδειγματικά.

3. Υπό την πίεση των εταίρων (και του πανικού του) ο πυρήνας του ελληνικού πολιτικού συστήματος αποδέχθηκε στη συνέχεια το δεύτερο μνημόνιο, με «τυρί» το κούρεμα του χρέους. Δεν πίεσε το ίδιο για το κούρεμα, απλώς το προσυπέγραψε όταν το πρότειναν οι ξένοι. Και στην εφαρμογή της επιβαλλόμενης «συνταγής» συνέχισε την τακτική του «καπάτσου» υποτακτικού, που είχε ήδη καθιερώσει με το πρώτο μνημόνιο: «Λέγε ναι, κι όπου βολεύει κάνε… όχι».

4. Δυστυχώς για όλους, ο συνδυασμός των ανωτέρω οδήγησε σε μοιραίο αποτέλεσμα: Απανωτές αποτυχίες σε ό,τι αφορά τους «στόχους», οικονομική καθίζηση και κοινωνική αδικία, που προκάλεσε αγανάκτηση. Κατάσταση που δεν γίνεται πλέον να συνεχιστεί γιατί πολύ απλά είναι αδιέξοδη.

5. Τι μπορεί να γίνει τώρα; Η χώρα μας χρειάζεται απαραίτητα ένα ελληνικό «New Deal» με ευρωπαϊκή στήριξη, που θα της δώσει τον χρόνο να αλλάξει. Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να αποκτήσουμε τα απαραίτητα «προσόντα» για να είμαστε βιώσιμοι στο ευρώ, απαιτούνται δομικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, στους θεσμούς, στους νόμους, στις «νοοτροπίες» Αλλαγές που θα απαιτήσουν περισσότερο από μία πενταετία, ίσως και δεκαετία, για να ευοδωθούν και να αποδώσουν πλήρως. Αλλαγές που πρέπει όμως να στηρίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη.

6. Αυτό το «New Deal», όμως, σημαίνει ότι οι εταίροι μας θα πρέπει να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, όχι μόνο δίνοντας περισσότερα χρήματα, αλλά ενδεχομένως… χάνοντας κι ένα μέρος από αυτά που έδωσαν.

7. Εδώ ανακύπτει το πρώτο πρόβλημα: Οι ξένοι πολιτικοί δεν μπορούν να πουν εύκολα στους πολίτες τους «ξέρετε κάναμε ένα λάθος, αφήσαμε επί δύο χρόνια να πληρώνονται οι ιδιώτες επενδυτές και τραπεζίτες, κι έτσι τώρα επειδή έχουμε εμείς το 70-75% του ελληνικού χρέους θα πρέπει να πληρώσετε το μάρμαρο».

8. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την πειστικότητα που θα έχουν οι ελληνικές πολιτικές δεσμεύσεις, ώστε να υπάρξει αυτό το «New Deal». Προφανώς θα πρέπει να προέρχονται από μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή και στην κοινωνία. Προφανώς θα πρέπει να συνοδεύονται από ρεαλιστικές προτάσεις, από ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης με συγκεκριμένους άξονες και στόχους, όχι μόνο στα δημοσιονομικά μεγέθη αλλά συνολικά στους θεσμούς και στο νομικό πλαίσιο. Είμαστε ικανοί για κάτι τέτοιο; Το εύχομαι, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος.

9. Το τρίτο πρόβλημα αφορά όχι απλώς τη διάθεση αλλά και τη δυνατότητα της σημερινής ευρωζώνης, που έχει ατύπως διαιρεθεί σε «Βορρά» και «Νότο», σε ισχυρούς και αδύναμους, να χειριστεί μια τέτοια διαδικασία. Πέραν των ελληνικών προβλημάτων, υπάρχει η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, όπως συνεχίζουν να υπάρχουν οι δομικές ελλείψεις της ευρωζώνης που προκάλεσαν την κρίση. Το πιθανότερο είναι ότι τα κράτη μέλη θα βρεθούν -μάλλον σύντομα- αντιμέτωπα με σοβαρά διλήμματα. Που συνοψίζονται στη φράση «περαιτέρω ένωση ή διάλυση».

10. Εν ολίγοις, το τι θα γίνει τελικά με την Ελλάδα, πέρα από «ηθικοπλαστικές» προσεγγίσεις και επιθυμίες, είναι συνάρτηση του τι θα γίνει με την ίδια την ευρωζώνη. Περί αυτού υπάρχουν μόνο συγκεχυμένα σημάδια στον ορίζοντα. Πρόσφατο ρεπορτάζ του Reuters είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό για τις κυοφορούμενες εξελίξεις και τα εμπόδια, ενώ οι πληροφορίες του Euro2day.gr φωτίζουν προθέσεις σε σχέση με το ειδικότερο θέμα της Ελλάδας.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς θα απαντηθούν τελικώς τα καυτά διλήμματα. Ίσως και να μη δοθεί λύση. Πιστεύω όμως ότι αν εμείς οι Έλληνες δεν αντιληφθούμε γρήγορα πόσο χρειαζόμαστε ένα «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης», όχι για να ικανοποιήσουμε τους δανειστές μας, αλλά για να ανατάξουμε τη χώρα μας, θα βγούμε χαμένοι σε κάθε περίπτωση.

Δυστυχώς, αυτή η εσωτερική πλευρά της ελληνικής κρίσης, οι γενεσιουργές αιτίες της, δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει ούτε τις ηγεσίες, ούτε την κοινωνία. Και δεν θα κουραστώ να γράφω ότι όσο συνεχίζεται αυτό τόσο στενεύουν τα όρια αντίδρασης εν όψει μιας πραγματικής καταστροφής, εντός ή εκτός του ευρώ.
Όλη αυτή η ιστορία με τα μνημόνια και το δίλημμα του ευρώ μου φαίνεται εκτός τόπου και χρόνου. Διότι στην πραγματικότητα δεν θίγουν εκείνα που πρέπει να αλλάξουν ώστε να έχουμε ελπίδες ουσιαστικής ανάκαμψης.

Το πρώτο που θα περίμενα πλέον από όλα τα κόμματα, μηδενός εξαιρουμένου, θα ήταν οργανωμένα σχέδια για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας.

Η τελευταία υπολογίζεται σε περίπου 60 δισ. ευρώ, άρα αν έστω το μισό πέρναγε μέσα στην… κανονική οικονομία και φορολογείτο (με έναν λογικό συντελεστή 20%) θα είχαμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 30 δισ. και αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 6 δισ. ευρώ!

Είναι δε ευνόητο ότι οι αριθμοί αυτοί θα άλλαζαν ριζικά τους συσχετισμούς και στο σκέλος του χρέους (εφόσον υπολογίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ) και στο σκέλος του ελλείμματος, αυξάνοντας τα κρατικά έσοδα.

Πέραν αυτών -και τούτη τη σημείωση την κάνω ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναφέρεται περισσότερο από άλλα κόμματα στην «κοινωνική δικαιοσύνη» και στην «ανακατανομή του πλούτου»-, αν δεν παταχθούν η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, ούτε κοινωνική δικαιοσύνη μπορούμε να έχουμε, ούτε ανακατανομή του πλούτου.

Διότι για να γίνουν αυτά πρέπει το κράτος να ξέρει, με στοιχεία, ποιος είναι ο πλούσιος και ποιος ο φτωχός! Κάτι που ουδόλως δύναται να γνωρίζει σήμερα!

Όμως, κανένα κόμμα δεν έχει καταθέσει συγκροτημένες προτάσεις για το πιο καυτό ζήτημα από… καταβολής του ελληνικού κράτους! Ούτε καν ο ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο θα περίμενα την πλέον «δυναμική» και οργανωμένη τοποθέτηση.

Το δεύτερο θέμα αφορά αυτήν καθεαυτήν τη λειτουργία του κράτους.

Όχι απλώς τους υπεράριθμους ή εκείνους που έχουν τα μεγάλα προνόμια και τα επιδόματα. Αφορά την αξιοκρατική αξιολόγηση των υπαλλήλων στο Δημόσιο, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στις ΔΕΚΟ, αφορά τη μηχανοργάνωση και την αναδιοργάνωση του κράτους, αφορά την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, της αδιαφορίας και βεβαίως της διαφθοράς.

Ούτε γι' αυτά όμως έχουμε δει οργανωμένο σχέδιο από κάποιο κόμμα!

Το τρίτο κακό αφορά το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, όπως επίσης και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Συντάγματος, προς όφελος της χώρας. Έχει δε στοιχεία πρακτικά αλλά και στοιχεία εξευμενισμού της κοινής γνώμης.

Δεν υπάρχει λόγος να έχουμε 300 βουλευτές. Δεν υπάρχει λόγος να έχουμε ταύτιση μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν υπάρχει λόγος να χρηματοδοτούνται με τεράστια ποσά τα κόμματα, όπως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζεται η ύπαρξη «ειδικών προνομίων» για τους πολιτικούς, είτε αυτό αφορά συντάξεις, είτε νόμους περί ευθύνης υπουργών, είτε τον διορισμό «κολλητών» στα γραφεία της Βουλής με προνομιακούς μισθούς.

Κι όμως, κανένα κόμμα δεν έχει σπεύσει να καταθέσει ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων για το πολιτικό σύστημα και την αναθεώρηση του Συντάγματος, σε θέματα που κατά την άποψή μου αφορούν την ίδια τη «λειτουργία» της χώρας.

Υπάρχει κι ένα τελευταίο «κακό» που πρέπει να διορθωθεί κι αφορά τη λειτουργία της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στην Ελλάδα, θέμα το οποίο κάποιοι επιλέγουν να αγνοούν συστηματικά, λες και δεν έπαιξε ρόλο στο γεγονός ότι η χώρα «δεν παράγει» δεν είναι «ανταγωνιστική» και είναι «κρατικοδίαιτη».

Μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα έχει πάθει σήψη από την αλληλεπίδρασή του με το διεφθαρμένο κρατικό σύστημα. Έχει μάθει στις επιδοτήσεις, στις μίζες, στη διαφθορά, στην κρατική προστασία, στη φοροαποφυγή και στην εισφοροδιαφυγή.

Το κυριότερο, δε, είναι ότι έχει ποτιστεί από τη νοοτροπία του εύκολου κέρδους, της αρπαχτής, της προχειρότητας, πολύ συχνά της εκμετάλλευσης του πελάτη και του εργαζομένου!

Ωστόσο, στην πράξη αυτό το «κακό» είναι συνέπεια των άλλων. Αν υπήρχε σταθερό πλαίσιο λειτουργίας, αν υπήρχε αποτελεσματική δικαιοσύνη και εφαρμογή των νόμων, αν η Πολιτεία λειτουργούσε και ήλεγχε με ορθό τρόπο, τότε και ο επιχειρηματίας θα λειτουργούσε αντίστοιχα, όπως σε άλλες χώρες του κόσμου.

Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει. Αυτή η άθλια εικόνα της Ελλάδας δεν έχει σχέση με πλαστά διλήμματα για το ευρώ ή για τα μνημόνια, έχει όμως μεγάλη σχέση με το πώς φτάσαμε ως εδώ και τι πρέπει να γίνει για να ξεφύγουμε από την κινούμενη άμμο στην οποία βούλιαξε ήδη ως τον λαιμό η χώρα.

Μια συζήτηση γι' αυτά τα καυτά προβλήματα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να γίνει με τους εταίρους μας, ακόμη και ως επιχείρημα για μεγαλύτερη πίστωση χρόνου.

Αλλά ποιος ασχολείται; Φοβάμαι ότι τα δύο κόμματα που κυριάρχησαν επί δεκαετίες φοβούνται να ανοίξουν τέτοιες πληγές κι ότι οι νεότερες δυνάμεις δεν θέλουν να «ανησυχήσουν» το νεοπαγές κοινό τους.

Είναι πολύ πιο εύκολο, τελικά, όχι μόνο για τους πολιτικούς, αλλά και για τους ψηφοφόρους να ασχολούνται με θέματα «απλά», με διλήμματα εύπεπτα, με ελπίδες φρούδες, παρά με την ουσία.

Η ουσία όμως είναι μία: Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος του ευρώ εξαιτίας των εγγενών αδυναμιών της. Κι αν αυτές δεν αλλάξουν, δεν πρόκειται να ανακάμψει, είτε μείνει είτε φύγει από το ευρώ, όσες εκλογές κι αν γίνουν.
Αυτό το «όλοι εναντίον ΣΥΡΙΖΑ» που προέκυψε μετά τις εκλογές θα ήταν πολύ αστείο αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο. Ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας σε περίοδο κρίσης αποτελεί κακή υπηρεσία για τον τόπο, απ' όπου κι αν προέρχεται.

Ευτυχώς κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης δείχνουν επιτέλους να καταλαβαίνουν ότι, αν μη τι άλλο, η συγκεκριμένη πρακτική μάλλον ρίχνει νερό στον μύλο του κ. Τσίπρα, παρά το αντίθετο. Το «όλοι εναντίον ΣΥΡΙΖΑ» εύκολα αντιστρέφεται στο «ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλοι».

Έτσι παρατηρούμε εσχάτως διαπιστώσεις ορθές, όπως ότι η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερη δύναμη ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά «χρήσιμη» σε μια χώρα που πρέπει να διαπραγματευτεί σκληρά στο εξωτερικό τη μεταβολή δεσμευτικών -αλλά εντελώς αποτυχημένων- συμφωνιών.

Εντούτοις, κι αυτό το γνωρίζουμε όλοι, το θέμα τώρα δεν είναι ποιο κόμμα βγήκε δεύτερο και γιατί, αλλά ποιος ή ποιοι -και πώς- θα κυβερνήσουν.

Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει αυτήν τη στιγμή συγκροτημένο κυβερνητικό πρόγραμμα, ούτε και τους σχετικούς μηχανισμούς είναι ηλίου φαεινότερον, ασχέτως όσων υποχρεούνται να υποστηρίξουν τα στελέχη του.

Το ότι ένα κόμμα κατάφερε να ενισχύσει τη λαϊκή του απήχηση από το 4-5% στο 17%, ή και στο 30%, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, δεν σημαίνει ότι δύναται να αναπτύξει τις δομές και τους μηχανισμούς του, ακόμη και σε επίπεδο προσώπων, με ανάλογη ταχύτητα.

Συνέπεια αυτής της απότομης «πολυσυλλεκτικότητας» του ΣΥΡΙΖΑ είναι και η παρατηρούμενη «πολυφωνία» στις τάξεις του, η οποία, λόγω της προχειρότητας, της άγνοιας και της… ναφθαλίνης, που αποπνέουν πολλές από τις εκάστοτε εκφραζόμενες «θέσεις», καταντά απλώς... κακοφωνία.

Αυτά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας δούμε όμως τι γίνεται και με τα λεγόμενα «αστικά κόμματα».

Οι παρατάξεις που συμμετείχαν πρόσφατα στη διακυβέρνηση της χώρας αδυνατούν να πείσουν για τα όποια προγράμματά τους. Αδυνατούν να εμπνεύσουν ελπίδα, πιθανώς και «φόβο», διότι πολύ απλά δεν διαθέτουν την απαραίτητη αξιοπιστία, όπως ορθά επισήμανε ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το μειονέκτημα αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένο. Ψήφισε αμφότερα τα μνημόνια, κυβέρνησε με τρόπο απογοητευτικό και αντίθετο στις υποτιθέμενες ιδεολογικές του θέσεις, ενώ ο νυν αρχηγός του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, είναι εκείνος που, όπως και να το κάνουμε, έλαβε τα σκληρότερα και πλέον άδικα μέτρα.

Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας είναι πλέον πασιφανές ότι ο Αντώνης Σαμαράς έπρεπε είτε να επιμείνει σε εκλογές τον περασμένο Νοέμβριο, αποφεύγοντας να προσυπογράψει μια σχεδόν «τετελεσμένη» συμφωνία (την οποία ως τότε αποκήρυττε μετά βδελυγμίας), είτε να αποφύγει τις εκλογές τον τρέχοντα Μάιο.

Αυτά τα λάθη (συν τα ολέθρια αποτελέσματα της κυβέρνησης Καραμανλή) στοιχειώνουν σήμερα τα εκλογικά του βήματα. Η επίδρασή τους θα μπορούσε ωστόσο να περιοριστεί μέσα από στελεχιακές και προγραμματικές τομές, που θα επιχειρούσαν επιτέλους να προσφέρουν «όραμα» στο εκλογικό σώμα. Αλλά και να «αποδείξουν» ότι κάτι άλλαξε στις κομματικές δομές που καταδίκασε ήδη στις 6 Μαΐου ο ελληνικός λαός.

Τίποτε από τα δύο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει. Τουναντίον, η Ν.Δ. εμφανίζεται να αναζητά ιδεολογική και προγραμματική ταυτότητα σχεδόν στον ίδιο βαθμό με το υπό διάλυση ή ανασυγκρότηση (διαλέξτε τον όρο που σας εκφράζει καλύτερα) ΠΑΣΟΚ.

Δυστυχώς, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίζεται να ψάχνει «λύσεις» χωρίς να διαθέτει μορφοποιημένη ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους «άλλους».

Οι οποίοι διαθέτουν μεν τους μηχανισμούς για να κυβερνήσουν (άλλωστε αυτοί κυβερνούσαν τόσα χρόνια), αλλά όχι και μια σαφή κατεύθυνση για το πώς θα κυβερνήσουν αποτελεσματικά, προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας.

Ως τις εκλογές, όμως, απομένουν ελάχιστες ημέρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, τείνω να ελπίζω για το ελάχιστο:

Ότι αυτήν τη φορά θα προκύψει μια κυβέρνηση συνεργασίας ικανή, αν μη τι άλλο, να συγκεράσει απόψεις σε ένα υποτυπώδες έστω πρόγραμμα διακυβέρνησης, προκειμένου να δώσει περισσότερο χρόνο στη χώρα.

Χρόνο στη διάρκεια του οποίου θα προκύψουν επιτέλους κόμματα ικανά να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας, προσφέροντας ρεαλιστικές λύσεις και ικανότητες εφαρμογής!

Γιατί σήμερα δείχνουν ότι αδυνατούν να το κάνουν.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι «άλλοι».
Θεωρώ επικίνδυνη όλη αυτήν την προσπάθεια που γίνεται το τελευταίο διάστημα με σκοπό να χωριστεί η Ελλάδα σε δύο σκληρά αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με αντικρουόμενα -υποτίθεται- συμφέροντα.

Τέτοιου είδους μεγάλα στρατόπεδα στην κοινωνία δεν υφίστανται. Πέραν του κατακερματισμού, του θυμού και της απογοήτευσης, τα πρακτικώς χρήσιμα συμπεράσματα που προέκυψαν από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση είναι δύο:

Ότι η κοινωνία μας θέλει το ευρώ, αλλά δεν θέλει τις παράλογες θυσίες τις οποίες τα κόμματα που συγκυβέρνησαν τεχνηέντως χρεώνουν στο μνημόνιο. Και λέω τεχνηέντως διότι παραγνωρίζουν εσκεμμένα ότι η συνταγή -είτε καλή ήταν αυτή είτε κακή- εφαρμόστηκε με τον χείριστο τρόπο.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος κομμουνιστής, «καρεκλοκένταυρος» ή εργατοπατέρας για να αντιληφθεί ότι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειας, που υπέγραψε η συγκυβέρνηση, ήταν μέγιστο λάθος.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος «επικίνδυνος» για να αντιληφθεί ότι τα υφιστάμενα μνημόνια έχουν ήδη αποτύχει κι ότι τυχόν περαιτέρω εφαρμογή τους, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές (που θα αφορούν τα χρονικά περιθώρια, την κοινωνική δικαιοσύνη, την αναπτυξιακή διάσταση και τις μεταρρυθμίσεις σε σειρά θεσμών), θα είναι καταστρεπτική κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά.

Ομοίως, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος «δεξιός» ή «καπιταλιστής» για να καταλάβει ότι στην Ευρώπη διεξάγεται μια πολύ δύσκολη προσπάθεια συγκερασμού των συμφερόντων Βορρά-Νότου και μια σύγκρουση οικονομικοπολιτικών μοντέλων, που όμως δεν έχει «χώρο ελιγμών» για ακροαριστερές αντιλήψεις.

Όπως δεν χρειάζεται να είναι «συντηρητικός» για να καταλάβει ότι σήμερα δεν επιτρέπονται εκλογικές τακτικές που πουλάνε «ελπίδα», αλλά δεν προσδιορίζουν το σχέδιο λύσης.

Η επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι, πρέπει να έχει: α) πειστικό εναλλακτικό σχέδιο διαπραγμάτευσης για την αντικατάσταση, βελτίωση, απαγκίστρωση των μνημονίων (διαλέξτε όποια φραστική διατύπωση σας αρέσει καλύτερα, καμία πρακτική σημασία δεν έχει) και β) ισχυρή στήριξη από την κοινωνία.

Δυστυχώς, όμως, έως αυτήν τη στιγμή, ουδεμία ολοκληρωμένη πρόταση είδαμε σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Απλώς καλούμεθα να επιλέξουμε ανάμεσα στα δήθεν «καλά παιδιά» και στα δήθεν «κακά παιδιά» της ευρωπαϊκής σχολικής τάξης.

Και κινδυνεύουμε να αποβληθούμε λόγω… ανικανότητας.
Στις προηγούμενες εκλογές το δίλημμα που τέθηκε από τα μεγάλα κόμματα ήταν στην ουσία του απλό: «Θέλετε ευρώ με μνημόνιο ή έξοδο από το ευρώ;». Επρόκειτο για ένα πλαστό δίλημμα, κι ως τέτοιο πήρε την απάντηση που του άξιζε.

Η κοινή γνώμη είπε «ναι στο ευρώ», με συντριπτική πλειοψηφία, και «όχι» στο μνημόνιο, με επίσης μεγάλη πλειοψηφία. Ποιο ήταν όμως το πρακτικό αποτέλεσμα; Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης με επαρκή «κοινωνική νομιμοποίηση».

Πολύ φοβάμαι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κάτι ανάλογο ενδέχεται να προκύψει και στην επόμενη κάλπη. Το πλαστό δίλημμα απλώς παραλλάχθηκε σχηματικά, προκειμένου να οδηγήσει σε πόλωση μεταξύ των «φιλοευρωπαϊκών» και των «αντιευρωπαϊκών» δυνάμεων.

Το πρόβλημα έγκειται κατ' αρχάς στο γεγονός ότι αμφότερα τα δήθεν «μέτωπα» είναι… ανύπαρκτα. Οι υφιστάμενοι πολιτικοί σχηματισμοί δεν μάχονται για την έξοδο ή την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Οι διαφορές τους μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι βαθιές, αλλά δεν έχουν ως κύριο άξονα το αν πρέπει να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ ή όχι.

Στην πράξη, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα διαφοροποιούνται πλέον μόνο ως προς τον βαθμό «επαναδιαπραγμάτευσης» του μνημονίου, που θεωρούν ότι είναι εφικτός, με το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται εκ της κυβερνητικής του θητείας στη μία άκρη και τον ΣΥΡΙΖΑ προφανώς στην άλλη.

Αν λοιπόν δούμε το θέμα με ψυχραιμία, το ορθό θα ήταν να κρίνει ο πολίτης με βάση τον ρεαλισμό προγραμμάτων, συγκροτημένων και λεπτομερών, με σαφή πολιτική και ιδεολογική διάσταση.

Όχι μόνο για το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων, αλλά και για την αναδόμηση του κράτους και των θεσμών του. Εκεί άλλωστε εντοπίζονται οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης, που εν τέλει μας οδήγησε στα μνημόνια.

Εντός ή εκτός ευρώ και μνημονίων, είναι πανθομολογούμενο ότι ο τρόπος λειτουργίας του κράτους πρέπει να αλλάξει, ότι το «βόλεμα», οι σπατάλες, οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά και η αναξιοκρατία πρέπει να εκλείψουν.

Είναι όμως προφανές ότι αν το ΠΑΣΟΚ είχε τέτοιο σχέδιο θα το είχε εφαρμόσει όσο βρισκόταν στην κυβέρνηση. Είναι εξίσου προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει καταφέρει να σχηματίσει ένα τέτοιο «πειστικό σχέδιο», ελλείψει ίσως μιας στέρεας ιδεολογικής βάσης, ενώ ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει στον κόπο να ξεκαθαρίσει κεντρικά σημεία της στρατηγικής του, ή έστω να ποσοτικοποιήσει τις εξαγγελίες του.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο λαός καλείται να ψηφίσει στα «τυφλά».

Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, προδικάζει την πρακτική αξία του όποιου αποτελέσματος προκύψει, ιδίως σε ό,τι αφορά την περίφημη πλέον «κοινωνική νομιμοποίηση».

Η οποία, θυμίζω, αντίθετα με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν χαρίζεται αμετάκλητα διά του εκλογικού αποτελέσματος.
v