Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Οι περισσότεροι παραπονούμαστε ότι «δεν πέφτουν οι τιμές» ή τουλάχιστον ότι δεν μειώνονται αντίστοιχα με το πραγματικό εισόδημα του μέσου Έλληνα.

Σύμφωνοι, μέχρις ενός σημείου φταίνε τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια και οι κλίκες των χονδρεμπόρων, οι αγκυλώσεις μιας οικονομίας που κινείται με λάθος τρόπο εδώ και δεκαετίες.

Σίγουρα φταίει και το ότι ένα μεγάλο μέρος της κατανάλωσης αφορά εισαγόμενα, το κόστος των οποίων δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από τη βιαιότητα της ελληνικής κρίσης. Όπως επίσης είναι γεγονός ότι η αύξηση των φόρων ανακόπτει την πραγματική πτώση των τιμών.

Η πιο σοβαρή αιτία, όμως, είμαστε εμείς. Οι πελάτες, οι καταναλωτές.

Θα αναφέρω ορισμένα χαρακτηριστικά, κατά την άποψή μου, παραδείγματα.

Δύο χρόνια τώρα η Ελλάδα βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση, κι όμως σχεδόν κανένα εστιατόριο, καμία ταβέρνα, δεν έχει αναρτημένο σε εμφανές σημείο στην είσοδο του καταστήματος έναν τιμοκατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρει, κάτι εξαιρετικά συνηθισμένο στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο τιμοκατάλογος αυτός εξυπηρετεί δύο ανάγκες: να δει ο υποψήφιος πελάτης τι προσφέρει το κατάστημα, αλλά και σε ποια τιμή, ώστε να αποφασίσει αν θέλει να κάνει χρήση κι αν το αντέχει η τσέπη του. Πριν καθίσει στο τραπέζι. Διότι αν καθίσει, δύσκολα θα σηκωθεί, είτε από ντροπή είτε από ευγένεια.

Πώς να αλλάξει όμως η κατάσταση όταν ακόμη και σήμερα η πλειονότητα των πελατών δέχεται ασμένως την επιβάρυνση των τιμών εστιατορίου από τον πρόσφατα αυξημένο ΦΠΑ, λες και ο καταστηματάρχης δεν θα έπρεπε να έχει απορροφήσει έστω ένα μέρος της.

Παράδειγμα δεύτερο: Πόσοι από εμάς ρωτούν άραγε από πριν τον γιατρό που θα επισκεφτούν πόσο κοστίζει η επίσκεψη; Ελάχιστοι, μου λέει φίλη γιατρός, Ίσως γιατί θεωρούν ότι το θέμα υγείας δεν σηκώνει πολλές κουβέντες. Θα το δεχόμουν αν υπήρχε μόνο ένας γιατρός ή έστω μόνο ένας καλός γιατρός σε τούτη την πόλη.

Παράδειγμα τρίτο: Νεαρή μητέρα αγοράζει βιβλίο από γνωστό κατάστημα παιδικών ειδών και εν συνεχεία, γυρίζοντας στο σπίτι, διαπιστώνει ότι δεν είναι για την ηλικία του παιδιού της. Επιστρέφοντας στο κατάστημα, την πληροφορούν κοφτά ότι «τα βιβλία δεν αλλάζονται» (sic).

Η συγκεκριμένη πελάτισσα, όμως, αποφάσισε να επιμείνει. Και μετά τη σχετική φασαρία (μεταξύ άλλων, η πελάτισσα επισήμανε πως τίποτε σχετικό δεν αναγράφεται στον χώρο των βιβλίων κι ότι ουδείς την ενημέρωσε) την πληροφόρησαν «διακριτικά» ότι θα κάνουν «εξαίρεση για χάρη της»!

Παράδειγμα τέταρτο - και σημαντικό: Μια ματιά στα μεγάλα ηλεκτρονικά καταστήματα (e-shops) του εξωτερικού αρκεί για να πείσει και τον πιο καχύποπτο για τις ιλιγγιώδεις διαφορές τιμών που έχουν πολλά είδη, σε σχέση με τις τιμές «βιτρίνας» στην Ελλάδα. Ναι, ακόμη και σήμερα, στην εποχή της κρίσης!

Υπάρχει «συστημικός» λόγος γι' αυτό, πέρα από τον ρόλο μεσαζόντων και αντιπροσώπων. Η ελληνική αγορά, όπως είναι εμφανές ακόμη και τώρα, έχει πολύ μεγάλο αριθμό καταστημάτων σε σχέση με τον πληθυσμό. Επόμενο είναι ότι τα καταστήματα αυτά θα λειτουργούν με σχετικά χαμηλούς τζίρους και άρα με υψηλότερα ποσοστά κέρδους. Αλλιώς δεν μπορούν να επιβιώσουν.

Γι' αυτό και παρατηρείται πολύ συχνά οι τσιμπημένες τιμές να συνοδεύονται από χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών. Το ύψος του τζίρου δεν επιτρέπει ούτε οργάνωση, ούτε στελέχωση, ούτε εμπεριστατωμένο έλεγχο.

Κοινώς, δεν υπάρχει το απαιτούμενο «μέγεθος».

Από τι εξαρτάται η αλλαγή αυτής της κατάστασης; Σίγουρα όχι από αγορανομικές διατάξεις. Στην ελεύθερη αγορά, τις τιμές (αλλά και την ποιότητα) τις καθορίζουν η προσφορά και η ζήτηση.

Άρα, το τι θα γίνει εξαρτάται από την καταναλωτική συνείδηση και από τη συμπεριφορά του καθενός μας.

Δυστυχώς, οι περισσότεροι τις εξαντλούμε κάπου μεταξύ του σούπερ μάρκετ (ειδικά οι γυναίκες) και του συνεργείου (κυρίως οι άντρες), άντε και στην «οικοδομή», όταν φτιάχνουμε το σπίτι μας.

Κι αντιθέτως, τις ξεχνάμε στην «έξοδο» κι όπου αλλού ενδόμυχα μας πιάνει μια καθαρά ελληνική «ντροπή», ένας φόβος, στην πραγματικότητα, μήπως και δεν θεωρηθούμε «κιμπάρηδες» ή αρκετά καθώς πρέπει, ή τέλος πάντων αρκετά «κονομημένοι».

Για να έχουμε καλύτερες τιμές και υπηρεσίες πρέπει να μην αγοράζουμε ό,τι μας φαίνεται ακριβό, να το ψάχνουμε λίγο περισσότερο, να συγκρίνουμε, ενίοτε και να δείχνουμε χωρίς κόμπλεξ τη δυσαρέσκειά μας. Να «τιμωρούμε» διά της αποχής όσους προσπαθούν να μας εκμεταλλευτούν και να επιβραβεύουμε συνειδητά τους σωστούς επαγγελματίες.

Αλλιώς θα είμαστε «κορόιδα» και στην εποχή της κρίσης.

Ο καταιγισμός συλλήψεων επιχειρηματιών το τελευταίο διάστημα, με αιτία τα χρέη προς το Δημόσιο, αναντίρρητα έχει δημιουργήσει ευνοϊκή αίσθηση στην κοινή γνώμη.

Έχει ενισχύσει το λεγόμενο «περί δικαίου αίσθημα», ενώ σε περιπτώσεις όπου τα ονόματα είναι πολύ γνωστά, λόγω είτε παλαιότερης επιχειρηματικής και «μιντιακής» επιρροής είτε «κοσμικής ζωής», ικανοποιεί και άλλα -μάλλον λιγότερο υψιπετή- στοιχεία της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας.

Ασφαλώς η κινητοποίηση του κράτους απέναντι στους οφειλέτες είναι απαραίτητη.
Ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι καλύτερο θα ήταν να παραμείνουμε στο σαθρό καθεστώς που επιτρέπει σε κάποιους «ισχυρούς» να παραβαίνουν ατιμώρητα τους νόμους.

Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την αδικία, τον παραδειγματισμό και τη διαπόμπευση, είναι δυστυχώς εξαιρετικά λεπτή, όπως λεπτή είναι πολλές φορές κι η διαφορά στις ενέργειες που αποσκοπούν στο αποτέλεσμα, κι απλώς επιφέρουν δημοσιότητα - και σε εκείνες που αποσκοπούν μόνο στη δημοσιότητα.

Να εξηγήσω όμως τι εννοώ: Οι πληροφορίες από τη δικαστική συνέχεια των υποθέσεων που μας απασχολούν δείχνουν ότι οι συλληφθέντες χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:

-Σε εκείνους που κατηγορούνται για κακούργημα και λαμβάνουν τις προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος για τη συνέχεια της δικαστικής διαδικασίας. Η πορεία αυτών των υποθέσεων θα ξεκαθαρίσει στο μέλλον - και τότε θα κριθεί το αποτέλεσμα.

-Σε εκείνους που κατηγορούνται για πλημμέλημα και δικάζονται με διαδικασίες αυτοφώρου. Στις περιπτώσεις αυτές, ανάλογα και με το παρελθόν της υπόθεσης (π.χ. αν η εταιρία έχει πτωχεύσει), το σύνηθες είναι η καταδίκη σε μια μετατρέψιμη ποινή που εξαγοράζεται.

Παραδείγματος χάριν, για μια υπόθεση οφειλών, η οποία μαζί με τις (συνήθως ιλιγγιώδεις) προσαυξήσεις ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ο καταδικασθείς μπορεί να εξαγοράσει την ποινή του πληρώνοντας… 10.000 ευρώ.

Η διαπόμπευση, όμως, μένει, όπως και η ρετσινιά στο ποινικό μητρώο. Όχι μόνο για εκείνους που το αξίζουν, αλλά και για όσους απλώς βρέθηκαν σε αδυναμία.

Ζούμε σε εποχή σκληρή, θα πείτε. Και τέτοιες εποχές, μαζί με τα ξερά καίγονται δυστυχώς και μερικά χλωρά.

Τι γίνεται, όμως, όταν ο κατηγορούμενος χρωστάει στο Δημόσιο, αλλά και το Δημόσιο χρωστάει σε εκείνον; Η περίπτωση αυτή δεν είναι πλέον καθόλου ασυνήθιστη, καθώς ο δημόσιος τομέας έχει αναχθεί τα τελευταία δύο χρόνια στον μεγαλύτερο «μπαταχτσή» της αγοράς.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ουδείς τρόπος υπάρχει για τον επιχειρηματία-πολίτη να ασκήσει τα δικαιώματά του. Απέναντί του έχει «το κράτος» και όλοι στην πράξη γνωρίζουν «πώς λειτουργεί το σύστημα».

Τι συμβαίνει γενικότερα με εκείνες τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που είτε επειδή είναι εξαγωγικές περιμένουν εναγωνίως την επιστροφή του ΦΠΑ για να πληρώσουν εργαζόμενους και υποχρεώσεις, είτε ως προμηθευτές πασχίζουν να μην κλείσουν έως ότου πληρωθούν;

Κι εδώ «το κράτος» ορθώνει το ανάστημά του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην αγορά και στην ανεργία.

Η δικαιοσύνη όμως δεν πρέπει να εφαρμόζεται προς μία και μόνο κατεύθυνση.

Σε ένα ευνομούμενο κράτος, θα πρέπει να υφίστανται συνέπειες και οι εκπρόσωποι του Δημοσίου. Ιδίως δε όταν οι ευθύνες φτάνουν ψηλά, σε πολιτικό επίπεδο.

Προς το παρόν, αυτό δεν συμβαίνει. Τουναντίον, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ασυλία διαιωνίζεται.

Γι' αυτό και φοβάμαι ότι η κινητοποίηση των κρατικών υπηρεσιών απέναντι στους επιχειρηματίες δεν οφείλεται τόσο στην υπαρκτή ανάγκη «βάθυνσης του κράτους δικαίου», όσο σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης προς κάποιους «εύκολους» στόχους.

Η εκτόξευση στα επιτόκια κρατικών ομολόγων της Ευρώπης έχει πλέον γενικευτεί. Το περίεργο είναι ότι οι λοιπές αγορές δεν κινούνται προς το παρόν με αντίστοιχη βιαιότητα.

Η πτώση που καταγράφουν οι αγορές μετοχών και συναλλάγματος είναι περιορισμένη, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι η Ιταλία αναγκάστηκε να πληρώσει σχεδόν 8% για δάνειο με διάρκεια διετίας, κάτι που παλαιότερα θεωρούνταν εντελώς αδιανόητο.

Η κόντρα των αγορών με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξακολουθεί λοιπόν να διεξάγεται με κανόνες «κυρίων» - περιοριζόμενη κυρίως στον χώρο των ομολόγων. Οι δύο πλευρές δεν έχουν διαρρήξει ολοκληρωτικά τις σχέσεις τους.

Με άλλα λόγια, οι προσπάθειες να βρεθεί ένας συμβιβασμός, αν κι αποτυχημένες έως τώρα, συνεχίζονται. Ωστόσο, μια ρήξη μπορεί να είναι θέμα ημερών ή εβδομάδων, αφορμής δοθείσης και από το ελληνικό PSI plus.

Αντικείμενο της διαμάχης είναι πώς θα μοιραστεί ο «λογαριασμός» από το πανηγύρι υπερδανεισμού των προηγούμενων ετών ανάμεσα στους φορολογούμενους και στον ιδιωτικό τομέα.

Πότε ξεκίνησε όμως η διαμάχη; Όταν η Ευρώπη, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, κατέστησε σαφές ότι η ένταξη ενός μέλους στον Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης (ESM) από το 2013 θα συνοδεύεται από «κούρεμα» εφόσον το χρέος του κρίνεται «μη βιώσιμο». Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένες χώρες πιέζουν για την απάλειψη αυτής της διατύπωσης. Οι βόρειες χώρες όμως αντιδρούν και μάλλον θα επικρατήσουν.

Τα επεισόδια που ακολούθησαν με την Ελλάδα (στην αρχή κούρεμα 21%, στη συνέχεια απόφαση για 50%) ανέβασαν την ένταση, διότι η απειλή πραγματοποιείται, και μάλιστα σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα!

Το βασικό πρόβλημα, όμως, ούτε ήταν ούτε είναι η Ελλάδα. Στην περίπτωση της χώρας μας, οι απώλειες για τους μεγάλους ξένους επενδυτές (τραπεζίτες, funds κ.λπ.) είναι μεν υπολογίσιμες, αλλά και αντιμετωπίσιμες.

Το πρόβλημα των διεθνών κεφαλαιούχων που έχουν επενδύσει σε κρατικά χρέη της ευρώζώνης είναι ότι κάθε μέρα που περνά αυξάνει ο κίνδυνος να γίνουν «κουρέματα» σε άλλες χώρες. Αυτό τρέμουν κι αυτό προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν. Το ντόμινο των αναδιαρθρώσεων. Γι' αυτό πιέζουν την «ελίτ» που χειρίζεται τις τύχες της Ευρώπης.

Η περίπτωση της Πορτογαλίας, το χρέος της οποίας υποβαθμίστηκε προ ημερών σε junk, είναι χαρακτηριστική. Οι πιθανότητες χρεοκοπίας της συγκεκριμένης χώρας, όπως απεικονίζονται μέσω των CDSs, έχουν ήδη φτάσει στο 61%.

Η Πορτογαλία, όμως, δεν είναι η μόνη. Η Ιρλανδία είναι λίγο πιο πίσω, με ποσοστό σχεδόν 50% κι ακολουθούν σε απόσταση -που όμως μικραίνει- η Ιταλία και η Ισπανία, με ποσοστά 38% και 34% αντίστοιχα.

Η ανησυχία του ιδιωτικού τομέα, λοιπόν, απολύτως δικαιολογημένη. Αν για παράδειγμα «κουρευτεί» το χρέος χωρών όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, πολλώ γε μάλλον της Ισπανίας και της Ιταλίας, τα περισσότερα τραπεζικά ιδρύματα θα αλλάξουν χέρια (περνώντας είτε στο κράτος καταγωγής τους είτε σε κάποιον μηχανισμό όπως το EFSF), ενώ δεκάδες funds θα διαλυθούν.

Το πλήγμα θα είναι συντριπτικό για τους κεφαλαιούχους αυτών των κατηγοριών, με βαριές συνέπειες στη διεθνή οικονομία.

Ωστόσο, οι υπόλοιπες λύσεις που συζητιούνται θυμίζουν ολοένα και περισσότερο «ευσεβείς πόθους».

Οι προσδοκίες ένωσης της Ευρώπης, μέσα στο χρονοδιάγραμμα που «απαιτεί» η κρίση (και με απόλυτη γερμανική ηγεμονία) κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δημιουργούνται η πολιτική και η κοινωνική βούληση, οι διαδικασίες που θα απαιτηθούν είναι χρονοβόρες.

Η λύση του ευρωομόλογου χωρίς ένωση (ομοσπονδία) της Ευρώπης πολύ δύσκολα θα περπατήσει, ενώ το προβλεπόμενο επιτόκιο που θα είχε (της τάξης του 4% στη δεκαετία) αποτελεί αντικίνητρο για τις βόρειες χώρες και ειδικότερα για τη Γερμανία, που δανείζεται σήμερα πέριξ του 2% για την ίδια διάρκεια!

Όσο για την άνευ όρων ενεργοποίηση της EKT, την οποία αρκετοί θεωρούν πανάκεια, οι ιδιομορφίες της ευρωζώνης δημιουργούν εύλογα ερωτήματα, όχι μόνο για το αν θα συμβεί, αλλά και για τα περιθώρια επιτυχίας που διαθέτει.

Κι όσο περνά ο χρόνος, τόσο τα περιθώρια επιτυχίας στενεύουν, αφού το μέγεθος της κρίσης μεγαλώνει. Η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει θεωρηθεί από πολλούς όχι μόνο «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει», αλλά και «πολύ μεγάλη για να σωθεί».

Εν ολίγοις, τώρα όπου η «μόλυνση» έφτασε για τα καλά στην καρδιά της ευρωζώνης και οι αγορές ανεβάζουν κάθε μέρα τον πήχη, φοβάμαι ότι οι ασπιρίνες και τα… αντιβιοτικά θα πάψουν να έχουν επαρκές αποτέλεσμα.

Στην περίπτωση αυτή, το «χειρουργείο» των χρεών θα είναι το μόνο που απομένει, έστω κι αν τελικά επιφέρει «ακρωτηριασμό» του ασθενούς, με τη μορφή της διάσπασης της ευρωζώνης σε δύο ή περισσότερα μέρη.

Ενδέχεται, λοιπόν, η διαρκής πίεση των αγορών, των περίφημων «bond vigilantes», όπως αποκαλούνται στο εξωτερικό, αν δεν περιοριστεί, να αποτελέσει και το «λάθος» που θα επιφέρει την καταστροφή τους.

Μόνο που μαζί τους θα υποστεί βαρύτατο πλήγμα όχι μόνο το «όραμα» της ενωμένης Ευρώπης, αλλά και η διεθνής οικονομία.

Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία οδηγήθηκαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού με επικεφαλής τεχνοκράτες της εμπιστοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα κίνητρα και στις δύο περιπτώσεις δείχνουν να είναι ίδια.

Σε αμφότερες τις χώρες, ο λαϊκισμός δεκαετιών, σε συνδυασμό με το γενικότερα χαμηλό επίπεδο της πολιτικής ζωής, οδήγησε σε αδιέξοδα.

Σε πολιτικά κόμματα που δεν μπορούν να περάσουν τον καταιγισμό μέτρων λιτότητας, ούτε όμως και να αντιπαλέψουν τις επιταγές των αγορών και της ευρωζώνης.

Και το κυριότερο, δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Στη Ρώμη, το νέο κυβερνητικό σχήμα απαρτίζεται αποκλειστικά από τεχνοκράτες. Κανένα μέλος του δεν έχει εκλεγεί από τον λαό. Στην Αθήνα τεχνοκράτης είναι μόνο ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος.

Η στρατηγική όμως είναι η ίδια.

Στο ένα σκέλος της καθορίστηκε από την απαίτηση της ευρωπαϊκής «ελίτ» για αξιόπιστους συνομιλητές, που θα περάσουν τα σκληρά μέτρα.

Και στο άλλο -ίσως το πιο σημαντικό- από τη διάθεση των πολιτικών να αποστασιοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τα μέτρα που «υποχρεωτικά» πρέπει να ληφθούν.

Όπως εύστοχα ανέφερε ο βρετανικός «Spectator», πρόκειται για ξεκάθαρη πολιτική δειλία.

Τα κόμματα εξουσίας σήμερα θέλουν να… εξουσιάζουν, όχι όμως και να κυβερνούν!

Το ερώτημα είναι αν αυτή η ερμαφρόδιτη κατάσταση, που βαφτίστηκε «εθνική ενότητα» για τις ανάγκες του έργου, μπορεί να φέρει αποτέλεσμα.

Στην Ιταλία, πάντως, οι πολιτικοί φρόντισαν να σηκώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ανάχωμα στο πολιτικό κόστος. Εξ ου και λάμπουν διά της απουσίας τους από τη νέα κυβέρνηση.

Στην Ελλάδα, που δεν έχει τόσο οργανωμένο κράτος, αυτή η λύση -που προτάθηκε από τον κ. Σαμαρά επιμόνως- ήταν πρακτικά ανέφικτη.

Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το στρατήγημα εμπεριέχει μεγάλα ποσοστά αποτυχίας.

Οι κυβερνήσεις αυτές στηρίζονται σε ευρείες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Το ελάχιστο λοιπόν που κατοχυρώνει το πολιτικό σύστημα δεν είναι η απαλλαγή από την ευθύνη, αλλά η συνευθύνη απέναντι στον λαό.

Υπό αυτήν την έννοια, ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης αποτελεί πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ, που κατάφερε να μοιραστεί το βάρος της διακυβέρνησης όχι απλώς με τον τεχνοκράτη κ. Παπαδήμο, αλλά και με τη μείζονα αντιπολίτευση.

Το αν αποτελεί επιτυχία, έστω και περιορισμένη, για τον Έλληνα πολίτη μένει να φανεί. Προσωπικά, για πολλούς λόγους -σχετιζόμενους και με το εξωτερικό περιβάλλον- κρατώ μικρό καλάθι 

Κρίνοντας από τις δηλώσεις που κάνουν και τις εμφανίσεις τους στην τηλεόραση, οι περισσότεροι «πρωτοκλασάτοι» των δύο - τριών κομμάτων είναι πια σε κλίμα προεκλογικό!

Θλιβερό μεν, αλλά αληθινό.

Αρκετοί από το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, δείχνουν να έχουν πέσει με τα μούτρα και σε διαδικασίες εσωκομματικής διαδοχής.

Όπως καταλαβαίνετε, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να σπάσουν αβγά για να γίνει η ομελέτα. Κι αυτό το παρακολουθούμε καθημερινά με τις παλινωδίες σε θέματα που υποτίθεται είχαν ήδη κλείσει.

Οπότε τι μένει, ο Παπαδήμος… μόνος του; 

Μάλλον δεν είναι σύμπτωση ότι σε σχετική δημοσκόπηση του Euro2day.gr, ενώ τις πρώτες μέρες τα αποτελέσματα έδειχναν ξεκάθαρη αισιοδοξία για την επιτυχία της νέας κυβέρνησης, τώρα η τάση έχει αντιστραφεί.

ΥΓ.: Ψήγματα επικαιρότητας με σημασία απο τη χθεσινή ημέρα:

-Δεν γίνεται να μην ξεκινήσω από τη χθεσινή υποβάθμιση της Πορτογαλίας. Έχω σημειώσει πολλάκις ότι εφαρμόσαμε πολύ λανθασμένα μια λάθος συνταγή. Η Πορτογαλία είναι πλέον τρανή απόδειξη ότι και η ορθή εφαρμογή αυτής της συνταγής δεν είναι λύση στο πρόβλημα των κρατικών χρεών. Οι Πορτογάλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν και κατέληξαν στα... σκουπίδια.

- Δημοσιοποιήθηκε πρόθεση της ΕΚΤ να προσφέρει ρευστότητα στις τράπεζες με ορίζοντα όχι 12μηνο πλέον, αλλά δύο έως και τριών ετών! Αν υλοποιηθεί, έχει μεγάλη σημασία για τη μείωση των συνεπειών της κρίσης στη ρευστότητα των τραπεζών.

Σημαντική όμως είναι και η τοποθέτηση αρθρογράφου του Reuters, που επισημαίνει ότι το υπάρχον σχέδιο της Ευρώπης για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι απολύτως ανεπαρκές και θα φέρει το... αντίθετο αποτέλεσμα. Προτείνει δε μια άλλη πολύ καλύτερη λύση, που ταιριάζει με όσα έγιναν στις ΗΠΑ την περίοδο κορύφωσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Σημειωτέον ότι μέρος της λύσης που προτείνει είναι και η παροχή εκ μέρους της ΕΚΤ μακροχρόνιων πιστώσεων (ρευστότητας) προς τις τράπεζες, αυτό δηλαδή ακριβώς που όπως σημειώσαμε ανωτέρω φαίνεται να μελετά τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. 
Μία «ποιοτική» διαφοροποίηση, που ανέβασε ακόμη ένα «κλικ» την ένταση της κρίσης, ήταν χθες το γεγονός της ημέρας. Η Γερμανία δεν κάλυψε την έκδοση 10ετών ομολόγων που είχε προγραμματίσει - και η Bundesbank (Buba), η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, απορρόφησε το 39% της έκδοσης.

Το γεγονός αυτό (παρότι η Buba έχει δικαίωμα να αγοράζει κάποια κρατικά ομόλογα για τεχνικούς λόγους παρέμβασής της) δημιούργησε αίσθηση αλλά και φόβο στις αγορές.

Όχι βεβαίως επειδή τάχα σημαίνει ότι η ισχυρή γερμανική οικονομία αρχίζει κι αυτή να αποκτά πρόβλημα πρόσβασης στις αγορές.

Ουσιαστικά, λένε οι αναλυτές, σηματοδοτεί δύο εξελίξεις:

-Μία πιθανώς ανοδική τάση προσεχώς και στα γερμανικά επιτόκια, καθώς η έλξη του «ασφαλούς καταφυγίου» μειώνεται από το ενδεχόμενο επιβάρυνσης της γερμανικής οικονομίας από πληρωμές και εγγυήσεις «υπέρ τρίτων» (βλέπε προβληματικά μέλη της ευρωζώνης), στο προσεχές μέλλον.

- Την άμεση παρέμβαση της Buba, προκειμένου να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα το repo rate των γερμανικών ομολόγων, ίσως το μόνο κομμάτι της ευρωπαϊκής διατραπεζικής αγοράς που δεν έχει ξεφύγει στη διάρκεια της κρίσης.

Για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί, ο διατραπεζικός δανεισμός στην Ευρώπη χωρίς εγγυήσεις (τα repos προσφέρουν εγγύηση στον δανειστή) πρακτικά έχει πάψει να υπάρχει.

Ο δανεισμός γίνεται μόνο με collateral (εγγυήσεις) και με ολοένα υψηλότερα επιτόκια.

Θα μπορούσε, λοιπόν, αυτή η ενέργεια της Buba να ερμηνευθεί και ως χείρα βοηθείας προς την ΕΚΤ, προκειμένου να συγκρατηθούν σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού της ευρύτερης διατραπεζικής αγοράς.

Διαβάστε επ' αυτού εκτενή ανάλυση στα αγγλικά με τίτλο «The Bund that broke the BundesBank».

Τούτο, όμως, έχει και τη «φοβιστική» ερμηνεία ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να το κάνει μόνη της.

Κι ότι οι προσπάθειες είναι πλέον απεγνωσμένες.

Εν ολίγοις, όπως συνέβη και το 2008, πίσω από την πασίγνωστη κρίση κρατικού χρέους κρύβεται μια εξίσου επικίνδυνη κρίση τραπεζικής ρευστότητας, με πανευρωπαϊκή διάσταση. Τα θεμέλια αυτής της κρίσης ασφαλώς τα θέτει η ανασφάλεια για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών εξαιτίας απωλειών από τα πιθανά «κουρέματα» κρατικού χρέους. Η μία τράπεζα δεν εμπιστεύεται την άλλη, κι όλες μαζί κρατάνε ρευστότητα «για ώρα ανάγκης».

Αυτή η κατάσταση βέβαια ουδόλως βοηθάει τις προσπάθειες που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν οι τράπεζες για να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Διότι λείπουν οι πρόθυμοι χρηματοδότες.

Το ότι η κρίση έχει προδήλως αποκτήσει «συστημική» διάσταση και σε επίπεδο διαθέσιμης ρευστότητας των τραπεζών, σε συνδυασμό με τα λοιπά προβλήματα, μας φέρνει εν ολίγοις ξανά στα πρόθυρα του… 2008!

Δεν έχουμε ακόμη φτάσει εκεί, αν δεν αλλάξει όμως κάτι τάχιστα (και οι δηλώσεις των Γερμανών για το ευρωομόλογο όπως και για τον ρόλο της ΕΚΤ δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας), ίσως ξαναζήσουμε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

Θυμίζω, κλείνοντας, ότι τότε τις τράπεζες τις έσωσαν τα κράτη (αυξάνοντας ανάλογα τα κρατικά χρέη).

Το θέμα, το πολύ μεγάλο θέμα σήμερα, είναι ποιος -και πώς- θα τις σώσει αυτήν τη φορά!


ΥΓ.: Μερικά «ψίχουλα» επικαιρότητας με σημασία:

-Η μετοχή της γαλλικής τράπεζας SocGen χθες έκλεισε σε νέο χαμηλό από τον Ιανουάριο του… 1992!

-Αρκετοί αναλυτές του εξωτερικού επιμένουν ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει σύντομα, διότι το PSI plus δεν θα έχει την απαιτούμενη ανταπόκριση.

- Οι Γερμανοί δεν δείχνουν καμία διάθεση υποχώρησης σε θέματα ΕΚΤ, EFSF και ευρωομολόγου (η πρόταση της Κομισιόν για το τελευταίο απορρίφθηκε χθες πανηγυρικά).

επιστολή Σαμαρά «έπεσε στα μαλακά», διότι οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν ότι πρέπει να κλείσουν, έστω και προσωρινά, κάποιο μέτωπο.
v