Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Οι περιστάσεις απαιτούν σήμερα ένα άρθρο σπονδυλωτό, από το οποίο όμως προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: η επικίνδυνη γελοιότητα της σημερινής πολιτικής σκηνής στη χώρα μας.

Προβόπουλος: Τι άλλο από χλεύη μπορεί να προκαλέσει η αντίδραση των μεγάλων κομμάτων στις δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ότι η κρίση αυτή θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί;

Παρότι ακόμη και ένας απόφοιτος του Γυμνασίου μπορεί να αντιληφθεί τι θέλει να πει ο κ. Προβόπουλος (ιδίως αν έχει ανατρέξει στην πληθώρα δηλώσεων και εκθέσεων που έκανε ο τελευταίος ήδη από το… 2008), το ΠΑΣΟΚ δήθεν «αγανακτισμένο» πετάει την μπάλα στη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Και η τελευταία θέλει να παρουσιάσει τη δήλωση Προβόπουλου ως μομφή αποκλειστικά εναντίον του ΠΑΣΟΚ!

Στην πράξη, βέβαια, αμφότερα τα κόμματα γνωρίζουν την αλήθεια και τις τεράστιες ευθύνες που έχουν για τη χρεοκοπία της Ελλάδας, χρεοκοπία όχι μόνο οικονομική.

Δυστυχώς, για τους πολιτικούς μας -και κυρίως για εμάς- έχει δίκιο ο κ. Προβόπουλος. Επί χρόνια η Τ.τ.Ε. έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, για τις διαρθρωτικές αλλαγές, τα ελλείμματα και για πολλά άλλα.

Αν από τότε λαμβάνονταν κάποια μέτρα, πολύ λιγότερο σκληρά από τα σημερινά, δεν θα είχαμε φτάσει στη χρεοκοπία.

Κι όμως, οι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή ακόμη και σήμερα απλώς προσπαθούν να μεταθέσουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον.

-----------------------------

Σημίτης: Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα -και ορθή- κατά τη γνώμη μου η κριτική που ασκεί ο κ. Σημίτης στο μνημόνιο. Μόνο που έρχεται με καθυστέρηση σχεδόν… δύο ετών! Τώρα κατάλαβε ο κ. Σημίτης τα «μοιραία λάθη» του μνημονίου;

Δεν νομίζω. Απλώς έχουμε ένα ακόμη κρούσμα της ατολμίας που επέδειξε «ο κ. καθηγητής» και ως πρωθυπουργός. Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο για τη χώρα αν είχε μιλήσει τότε αντί τώρα.

Αλλά και τώρα που μιλάει, η κριτική του παρουσιάζεται από τα ελληνικά μέσα ως κόλαφος για τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Παπανδρέου, ενώ πρωτίστως αποτελεί κριτική για τους εταίρους που επέβαλαν στη χώρα μας μια καθαρά «τιμωρητική συνταγή», στο πλαίσιο των δικών τους πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Φευ! Για τα κυρίαρχα media και τους πολιτικούς περισσότερη σημασία, ακόμη και τώρα, έχει το πολιτικό παιχνίδι.

Να χρεωθούν, δηλαδή, κάποιοι τη ρετσινιά για το «έγκλημα», ώστε να συνεχιστεί -με τη δικαιολογία του «αναπόφευκτου εκεί που φτάσαμε»- η συνεχιζόμενη διάπραξή του εκ του ασφαλούς.

Για το καλό της… χώρας, βεβαίως!

Θα το «φάει» η κοινή γνώμη; Μπορεί, αλλά δεν το θεωρώ -ευτυχώς- σίγουρο.

-----------------------------------------------

Ενέργεια: Ιδιωτικές εταιρίες που αλλάζουν μετόχους ωσάν… πουκάμισα. Μεταβιβάσεις από off-shore σε off-shore, που ξεκινούν από το... Καζακστάν και φτάνουν στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου της Σαουδικής Αραβίας. Ανοιχτά υπόλοιπα ύψους 120 εκατ. ευρώ και απελευθέρωση-«φερετζές», που δεν αφήνει περιθώρια κέρδους για σοβαρές εταιρίες.

Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές είχαν περάσει 4 μέρες από τις αποκαλύψεις του Euro2day για τα «φέσια» και το ύποπτο παρασκήνιο γύρω από τις οφειλές, αλλά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εταιριών Hellas Power και Εnerga και του «θολού» fund που έχει σήμερα την κυριότητά τους, με ή χωρίς (ακόμη δεν έχει βρεθεί η… άκρη σε αυτό!) εγκρίσεις των ελληνικών αρχών.

Κι όμως, άφαντος επί της ουσίας ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Παπακωνσταντίνου, άφαντες οι αρχές γενικώς, ούτε μία ανακοίνωση που να ξεκαθαρίζει επιτέλους επίσημα τι έχει συμβεί -γιατί έχει συμβεί -και τι μέτρα θα ληφθούν.

Ξέφραγο αμπέλι η χώρα μας για επιχειρηματίες-φαντομάδες, ακόμη και στον πολύ κρίσιμο και υποτίθεται άκρως «ελεγχόμενο χώρο της ενέργειας.

ΥΓ.: Απορίας άξιον πώς όταν αποχώρησε η Verbund από την Energa (κι ο Έλληνας εταίρος της δημοσιοποιούσε την ίδια περίοδο τα… μεγαλόπνοα σχέδιά του) ουδείς αρμόδιος κάθισε να σκεφτεί τι συμβαίνει και αποχωρεί η σοβαρή αυστριακή εταιρία, λίγο καιρό μετά την… είσοδό της στην Ελλάδα.

Θα ήθελα να πιστέψω ότι είναι απλώς ανόητοι και ανίκανοι, αλλά δεν μπορώ.
Όσοι προωθούν την άποψη ότι η σωτηρία της χώρας θα επιτευχθεί μέσα από τη νέα δανειακή σύμβαση και το άμεσα συνδεδεμένο θέμα του «κουρέματος» ηθελημένα ή άθελά τους παραπλανούν την κοινή γνώμη.

Τα δύο αυτά σημαντικά θέματα αποτελούν «αναγκαία» αλλά όχι «ικανή» συνθήκη.

Καλώς ή κακώς, η ανάταξη της χώρας είναι καθαρά εσωτερικό μας θέμα. Κι εξαρτάται απόλυτα από την ποιότητα της ηγεσίας -και των μηχανισμών- που θα κληθεί να τη φέρει σε πέρας.

Κατά την άποψή μου, είναι εντυπωσιακό ότι το υπάρχον πολιτικό σύστημα, παρά την ανυποληψία του, έχει καταφέρει να παρουσιάσει πολλά από τα άδικα και σκληρά μέτρα που επέβαλε ως δήθεν επιταγές της τρόικας. Στην πραγματικότητα, πρωτίστως οφείλονται στις δικές του αποτυχίες να εφαρμόσει εναλλακτικές.

Αποτυχίες οι οποίες δυστυχώς συνεχίζονται και με τη νέα «συναινετική» διακυβέρνηση. Μέχρι σήμερα, οι κυβερνώντες δεν κατάφεραν να δώσουν έστω κι ένα ισχυρό σήμα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει καλύτερη. Αυτό που έδειξαν είναι ότι απλώς μπορεί να γίνει φτωχότερη!

Οι βίαιες αλλαγές που έχουν γίνει στη χώρα δεν αφορούν τόσο τη λειτουργία του σάπιου συστήματος, όσο τα εισοδήματα των νομοταγών πολιτών, που επλήγησαν ποικιλοτρόπως.

Η σπατάλη πόρων στον δημόσιο τομέα, η διαπλοκή, η παραοικονομία, η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η αδιαφάνεια συνεχίζονται, παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που λαμβάνουν κάποιες μεμονωμένες ενέργειες καταπολέμησής τους.

Κι αυτό συμβαίνει διότι σε μεγάλο βαθμό ούτε τα πρόσωπα ούτε οι νοοτροπίες έχουν μεταβληθεί. Τα πολυποίκιλα «συμφέροντα» παραμένουν ισχυρά και βρίσκουν τρόπους να ελιχθούν...

Δεν είμαι αρκετά ρομαντικός για να πιστέψω ότι τέτοιου είδους φαινόμενα μπορούν να εκλείψουν. Εκτιμώ, όμως, ότι, αν δεν περιοριστούν σε επίπεδο συμβατό με τα δεδομένα μιας ανεπτυγμένης ευρωπαϊκής χώρας, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να δούμε.

Δυστυχώς, η κοινωνία μας δεν φαίνεται να το έχει αντιληφθεί επαρκώς. Αυτό καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις για τους πολιτικούς, αυτό προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κυρίαρχα -ιδίως τα τηλεοπτικά- media, αυτά που πρακτικά υπηρέτησαν αγόγγυστα το σάπιο σύστημα των προηγούμενων δεκαετιών.

Ρίξτε απλώς μια ματιά και δείτε ποιοι κυριαρχούν στην επικαιρότητα. Δεν σας εξοργίζει ότι μετά από δύο και πλέον χρόνια σκληρότατης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, σε όλες τις πλευρές -πολιτικών, μεγαλοδημοσιογράφων και λοιπών «παραγόντων»- εμφανίζονται λίγο-πολύ τα ίδια πρόσωπα;

Αν η απάντησή σας είναι ναι, σας έχω ακόμη μία ερώτηση:

Τι κάνετε εσείς γι' αυτό; Παραμένετε παθητικός θεατής; Λέτε και κάποια «μπινελίκια» για να ξεθυμάνετε;

Φοβάμαι ότι δεν είναι αρκετό! Φοβάμαι ότι κάπως έτσι θα καταλήξουμε σε αυτό που ο λαός μας εδώ και χρόνια λέει: «Και κερατάς και… δαρμένος»!

Ας δούμε λίγο την πραγματικότητα. Η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με μια κρίση που δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, με μόνη εξαίρεση μια ξένη εισβολή.

Η κρίση που περνάμε είναι συνολική. Η οικονομική της διάσταση στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της κρίσης θεσμών και αξιών, που διαπερνά τα πάντα, από την παιδεία και την υγεία, έως την άμυνα, το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής.

Κάποιοι αναμένουν τη «σωτηρία» από εξωτερικούς παράγοντες, ακόμη και σε θέματα δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, η Δημοκρατία, που οι πρόγονοί μας καθιέρωσαν ως πολίτευμα, εναποθέτει τη μέγιστη ευθύνη στον πολίτη.

Είναι λοιπόν δικό μας χρέος να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Να κρίνουμε και να αντισταθούμε, να κάνουμε, ο καθένας από την πλευρά του, τη δική μας δημιουργική επανάσταση.

Ας απορρίψουμε, ως πολίτες, ως πελάτες, ως αναγνώστες, ως τηλεθεατές, έμπρακτα, κάθετα και πλήρως, όσους ευθύνονται για το κατάντημα της χώρας είτε με τις πράξεις είτε με τις παραλήψεις τους. Ας κινηθούμε έμπρακτα ενάντια στη διαφθορά, στην αδιαφάνεια και στην αδικία.

Σκεφθείτε αυτό που κάποιος άλλος είπε και δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω: «Το μόνο που χρειάζεται για να κυριαρχήσει το κακό είναι να μην κάνουν τίποτε οι καλοί άνθρωποι».

Ας εκμεταλλευτούμε επιτέλους και αυτήν την έρημη τη δύναμη της ψήφου στις επόμενες εκλογές, «μαυρίζοντας» όλους όσοι έπαιξαν ρόλο -μικρό ή μεγάλο- συμμετέχοντας στην καταστροφή της χώρας.

Μόνο έτσι θα προκαλέσουμε την απαραίτητη αλλαγή προσώπων και μηχανισμών.

Η αλλαγή αναπόφευκτα θα γίνει. Μόνο που αν συνεχίσουμε έτσι θα έρθει πιο αργά, πιο βίαια και πολύ πιο επώδυνα, όχι μόνο για τους δήθεν «ταγούς» αλλά και για την κοινωνία.

Τι έχει αλλάξει επί της ουσίας με τη συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου;

Μια γρήγορη αναδρομή στα πεπραγμένα της δείχνει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει. Στα περισσότερα πόστα βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι, με τους ίδιους μηχανισμούς, γι' αυτό και φέρνουν περίπου το ίδιο αποτέλεσμα. Βελτίωση υπήρξε μόνο στις σχέσεις με τους ξένους (Ε.Ε.-ΔΝΤ) λόγω της παρουσίας Παπαδήμου.

Όμως, αυτό το διάστημα, άλλαξε αισθητά το κλίμα στην κοινή γνώμη. Όχι ότι μειώθηκε η δυσαρέσκεια, αλλά η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής που καλλιεργήθηκε σε αυτήν (με αφορμή το στρατήγημα του ΓΑΠ περί δημοψηφίσματος) λειτούργησε σαν ηρεμιστικό σε εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που έρρεπε προς τη δυναμική αντίδραση.

Κατά την άποψή μου, την (προσωρινή;) επικράτηση των «νοικοκυραίων», που εκόντες άκοντες υποτάσσονται στο «αναπόφευκτο» της κατάστασης, αποτυπώνουν ως τάση και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, με την έντονη ενίσχυση της Δημοκρατικής Αριστεράς και τη σχετική μείωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ήπια πολιτισμένη «διαμαρτυρία» (διότι τι άλλο μπορεί να είναι η ψήφος στη Δημοκρατική Αριστερά, που πασχίζει να βρει θέσεις και μετά βεβαιότητος δεν διαθέτει οργανωμένο πρόγραμμα) δείχνει να πήρε ξεκάθαρα το πάνω χέρι σε σχέση με τη δυναμική αντίδραση.

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Παπαδήμου με τον τρόπο με τον οποίο σχηματίστηκε φαίνεται πως πέτυχε τον πρώτο, παρότι ίσως ανομολόγητο, στόχο της:

Λειτούργησε σαν βαλβίδα ασφαλείας στη χύτρα της ελληνικής κοινωνίας, εκτονώνοντας την πίεση.

Η αποσυμπίεση, όμως, μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί προσωρινή. Το επόμενο 15νθήμερο θα είναι πολύ κρίσιμο όχι μόνο εξαιτίας των εκκρεμοτήτων με το PSI Plus, αλλά κυρίως λόγω του νέου μνημονίου που ετοιμάζεται.

Οι εξελίξεις αυτές θα είναι τεστ αντοχής όχι μόνο για την υφιστάμενη κυβέρνηση (σε σχέση με τη στήριξή της από τα κόμματα) αλλά και για την ίδια την κοινωνία, καθώς η επίδραση του «ηρεμιστικού» σταδιακά περνάει.
Ομολογώ ότι είμαι πολύ ζοχαδιασμένος από τα απανωτά κρούσματα σήψης που καταγράφηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Η αρχή έγινε με την υπόθεση των οικονομικών εισαγγελέων, που παραιτήθηκαν, κατήγγειλαν και… επανήλθαν, χωρίς να βγάλουμε άκρη ποιος παρενέβη σε ποιον, ποιος κατονομάστηκε, ή τι συνέβη επιτέλους.

Αμέσως μετά, είδαμε το Υπουργείο Ανάπτυξης να καταγγέλλει το Υπουργείο Οικονομίας για διάφορα «σκανδαλάκια» παραεμπορίου και λαθρεμπορίου, αλλά μύτη πάλι δεν άνοιξε!

Κι εν συνεχεία, μέσα σε ελάχιστες ημέρες: 

-Ο μεγαλομέτοχος (πλέον) και εκδότης του ΔΟΛ Σταύρος Ψυχάρης, αφού ξεκατινιάστηκε με τον ΓΑΠ για το... δανειάκι που δεν πήρε από την ΕΤΕ και τα πηγαινέλα από την πίσω πόρτα του Μαξίμου, προσπαθεί να πείσει ότι η σωτηρία του καταχρεωμένου συγκροτήματος αποτελεί προϋπόθεση για την… ελευθερία του Τύπου!

Λησμονώντας ίσως ότι τα έντυπα του ΔΟΛ έπαιζαν τον ρόλο της «εφημερίδας της κυβερνήσεως», για να το πούμε ευγενικά, σχεδόν σε όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων!

-Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Χρήστος Παπουτσής, προσπαθεί να μας πείσει ότι τα όργανα της τάξης έκαναν ό,τι έπρεπε στην απαράδεκτη υπόθεση του (επίσης απαράδεκτου) Κίμωνα Κουλούρη, παρότι ο τελευταίος δεν μπουζουριάστηκε αμέσως, όπως θα συνέβαινε με οποιονδήποτε «απλό» πολίτη.

-Η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου συνολικά (για την οποία τόσο ο ΔΟΛ όσο και γενικότερα ο «κυρίαρχος» Τύπος κρατάνε αντίστοιχο λιβανιστήρι με αυτό που κρατούν κάθε φορά στις νέες κυβερνήσεις) προς το παρόν δεν έχει κάνει απολύτως ΤΙΠΟΤΑ από αυτά που θα έπρεπε να κάνει.

Αντί αυτού, προσπαθεί να πείσει ότι για να πάρουμε την επόμενη δόση μόνη λύση είναι να μειωθούν και… επισήμως οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα. Με προστασία των χαμηλόμισθων, μας λένε, με τη μόνη διαφορά ότι όπως το πάμε χαμηλόμισθοι θα είναι μόνο όσοι λαμβάνουν περί τα 800-900 ευρώ!

-Ο δήθεν «εθνικόφρων» Γιώργος Καρατζαφέρης, ο οποίος, σε μια θλιβερή στιγμή της ελληνικής ιστορίας, μας προέκυψε πλέον βασικός συνομιλητής των καναλιών και ουσιαστικός «παράγων», αδυνατεί πια να συγκρατήσει τη χαρά του που έγινε «εξουσία».

Κι έτσι, πρωταγωνιστώντας στο ιδιόκτητο καναλάκι του, θριαμβολογεί για την ευθεία ανάμιξή του σε κρατικό διαγωνισμό, προδικάζοντας πλήρως και το αποτέλεσμα υπέρ συγκεκριμένης εταιρίας.

Θέμα για το οποίο, όλως περιέργως, ο mainstream Τύπος δεν έχει βγάλει ούτε άχνα ως τώρα. Αυτά είναι τα καλά της «εξουσίας».

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, έχουμε και ιλαροτραγικές φιγούρες, όπως ο «χαϊδεμένος» των media Μιχάλης Χρυσοχοΐδης (που λίγους μήνες πριν έγλειφε πατόκορφα τον αρχισυνδικαλιστή Φωτόπουλο της ΓΕΝΟΠ, ενώπιον της τηλεοπτικής κάμερας), οι οποίες αντί να επιτελέσουν κάποιο έργο πασχίζουν για τη διαδοχή στο ημιθανές ΠΑΣΟΚ, ωσάν να μη γνωρίζουν ότι η χώρα είναι πια ένα βήμα πριν από τον γκρεμό ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΟΥΣ.

Κερασάκι στην τούρτα η Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία το έχει ρίξει στις δημόσιες παρεμβάσεις για το μέλλον της χώρας και «των παιδιών μας» (sic), θεωρώντας ίσως ότι η θητεία της στο Υπουργείο Παιδείας, που σημαδεύτηκε ήδη από τον πρωτοφανή τραγέλαφο με τα σχολικά βιβλία και τη συνεχιζόμενη αναταραχή στα πανεπιστήμια, αποτελεί το κατάλληλο εχέγγυο για περαιτέρω φιλοδοξίες!

Και οι απελπισμένοι Έλληνες τι κάνουν;

Ετοιμάζονται να δώσουν (περίπου υποχρεωτικά;) την πρώτη θέση -όποτε γίνουν εκλογές- στη Νέα Δημοκρατία. Στο κόμμα, δηλαδή, που μόλις δύο χρόνια πριν έδωσε τη χαριστική βολή στη χώρα, εκτινάσσοντας το χρέος και τα ελλείμματα σε πρωτόγνωρα ύψη!

Κι ας είναι τα πρόσωπα και οι μηχανισμοί του περίπου οι ίδιοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Δυστυχώς, βρισκόμαστε θεατές ενός έργου που εξακολουθεί να έχει τους ίδιους πρωταγωνιστές, σχεδόν σε όλους τους ρόλους. Εκείνοι που μας έφεραν ως εδώ, από όλα τα πόστα τα «ηγετικά», εμφανίζονται ακόμη και τώρα ως αυτοί που θα μας… σώσουν. Αν είναι ποτέ δυνατόν!

Άνθρωποι αδαείς, που παριστάνουν τις αυθεντίες, υποκριτές που παριστάνουν τους ηθικούς, πρόσωπα που... ξεχώρισαν, δήθεν, με όπλο την αναρριχητική τους ικανότητα, στο πλαίσιο ενός διεφθαρμένου πολιτικοοικονομικού συστήματος.

Πολιτικοί από όλα τα κόμματα, που αντί να ντρέπονται για τα ψέματα που είπαν, για το κατάντημα των ασφαλιστικών ταμείων, της υγείας, της παιδείας αλλά και της εθνικής άμυνας, συνεχίζουν να εκτίθενται λέγοντας τη δήθεν βαρύνουσα άποψή τους για την οικονομία που κατέστρεψαν και τη «σωτηρία» της χώρας που εξευτέλισαν!

Το πιο θλιβερό από όλα είναι ότι ακόμη και σήμερα οι όποιες «υγιείς δυνάμεις» αυτής της χώρας παραμένουν περιθωριοποιημένες, ενώ η πλειονότητα της κοινής γνώμης ναρκωμένη στον ρόλο του θεατή, σοκαρισμένη ίσως από τις απανωτές σφαλιάρες.

Αν συνεχίσουμε όμως έτσι, τότε και η επόμενη μέρα θα έχει λίγο-πολύ τους ίδιους πρωταγωνιστές.

Απλώς θα είναι ακόμη χειρότερη.
Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η επιστροφή στη δραχμή είναι εφιαλτικό σενάριο, που αν γίνει πραγματικότητα θα οδηγήσει τη χώρα στη δεκαετία του '50 ή του '60.

Πολλοί λιγότεροι, όμως, είναι οι «ειδικοί» που έχουν αντιληφθεί τον ζοφερό κίνδυνο που δημιουργεί για την κοινωνία η εναλλακτική μέθοδος της «εσωτερικής υποτίμησης», ειδικά με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται.

Με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, που απ' ό,τι έχει φανεί ως τώρα θα συνεχιστεί και επί κυβέρνησης Παπαδήμου, τα μέτρα που λαμβάνονται έχουν ως αποκλειστικό στόχο τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος είτε με την περικοπή των αμοιβών είτε με την αύξηση των άμεσων και των έμμεσων φόρων.

Δεδομένης όμως της έκτασης της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, εκείνοι που καλούνται να πληρώσουν αναλογικά τα περισσότερα είναι αυτοί ακριβώς που επωφελήθηκαν λιγότερο στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας, δηλαδή οι μισθωτοί.

Πρόκειται, κατ' αρχάς, περί τερατώδους αδικίας, που κάποια στιγμή προφανώς θα φέρει πέρα από τα όρια το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, δεν είναι σκόπιμο να μείνουμε στην «ηθική» πλευρά του θέματος, καθώς μεγάλη σημασία έχει η αυστηρά οικονομική.

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν ότι προκειμένου να κάνει κάτι εύκολα και γρήγορα έπληξε βάναυσα μέσω των «μέτρων» εισοδηματικές τάξεις (μισθωτούς και συνταξιούχους) οι οποίες έτσι κι αλλιώς δαπανούσαν το μεγαλύτερο μέρος -αν όχι το σύνολο- του εισοδήματός τους καταναλώνοντας.

Με τον τρόπο αυτόν εντάθηκε η ύφεση καθώς η μείωση της δαπάνης από τα υψηλότερα οικονομικά στρώματα (για λόγους ανασφάλειας ή προσδοκίας χαμηλότερων τιμών) συνοδεύτηκε από τις υποχρεωτικές περικοπές των ανέργων και των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, που συνεχίζεται ως σήμερα, επηρεάζοντας την οικονομία και προκαλώντας χείριστο ψυχολογικό κλίμα.

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι «το κράτος» δεν έχει κάνει τίποτε ουσιαστικό για να εξυγιάνει την αγορά και να δημιουργήσει ορθές βάσεις ανταγωνιστικότητας.

Στην πράξη, η πολιτική ηγεσία περιμένει τάχα από την «αγορά» να αυτορρυθμιστεί, παραγνωρίζοντας ότι σήμερα υπάρχει πλειάδα τομέων στους οποίους επικρατούν οργανωμένα συμφέροντα ή παίκτες με ολιγοπωλιακή επιρροή.

Συμφέροντα που ελέγχουν την τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών, δημιουργώντας δικά τους σημεία ισορροπίας, εις βάρος του έτσι κι αλλιώς «ανώριμου» καταναλωτή.

Υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ανοργάνωτο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό κράτος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών είναι να μειωθεί το μισθολογικό κόστος!

Λες και δεν είναι πασιφανές ότι το ελληνικό προϊόν πάσχει από καινοτομία, οργάνωση της παραγωγής, από «περιτύλιγμα» αλλά και από αποτελεσματικό μάρκετινγκ, για να μην αναφερθούμε στο ακανθώδες θέμα της αξιοπιστίας.

Ούτε είναι τυχαίο ότι και πάλι η συζήτηση επικεντρώνεται στη μείωση του μισθολογικού κόστους της εργασίας, με ελάχιστες -και αόριστες- αναφορές στο υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος που επωμίζονται εργαζόμενοι και εργοδότες, χωρίς βεβαίως να εισπράττουν το αντίτιμο των χρημάτων τους σε συνταξιοδοτικά οφέλη ή υπηρεσίες υγείας.

Στην πράξη, λοιπόν, η χώρα μας οδεύει ολοταχώς προς μια δήθεν «εύκολη λύση», που θα είναι δυστυχώς εις βάρος των συμφερόντων του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι θα οδηγήσει και στην πιο εκτεταμένη ανακατανομή πλούτου που έγινε ποτέ στη χώρα, τουλάχιστον μετά το 1950. Διότι, συν τοις άλλοις, τα ασθενή εισοδήματα θα αποχωριστούν περιουσιακά στοιχεία για να περισώσουν για κάποιο διάστημα το βιοτικό τους επίπεδο.

Κι όλα αυτά προς όφελος -δήθεν- της ανταγωνιστικότητας, όταν είναι πρόδηλο ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε άλλες χώρες στο μέτωπο της «τιμής», λόγω όχι μόνο διαφοράς στο κόστος διαβίωσης αλλά και του μεγέθους της χώρας μας.

Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί συναινεί σε όλα αυτά η τρόικα.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, διότι η τελευταία διετία την έπεισε ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας και οι «μηχανισμοί» της δεν είναι σε θέση να κάνουν τις διαρθρωτικές, εκπαιδευτικές και θεσμικές προσαρμογές που θα έπρεπε να γίνουν για να ανέβει ουσιαστικά η ανταγωνιστικότητα.

Οπότε προωθεί αυτά που βλέπει ότι μπορούν να γίνουν, ώστε να παρουσιάσει αποτελέσματα, ασχέτως αν γνωρίζει ότι σε βάθος χρόνου οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν.

Μεγάλος χαμένος αυτής της υπόθεσης είναι η κοινωνία, που σταδιακά δείχνει να χάνει κάθε δίχτυ ασφαλείας, πλην του θεσμού της οικογένειας, που, περιέργως πώς, εξακολουθεί να παίζει σωτήριο ρόλο.

Λυπάμαι που το γράφω, αλλά αν συνεχίσουμε έτσι, για τον περισσότερο κόσμο η διαφορά της «σωτηρίας» από την «καταστροφή» θα είναι σε λίγο ελάχιστη.
v