Τράπεζες: Σχέδια επί χάρτου για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια

Σχέδια που θα αποσκοπούν στην επανείσπραξη μεγάλου ποσοστού των δανείων, χωρίς να περιλαμβάνουν τη λέξη «κούρεμα» την επόμενη πενταετία, μελετούν επιχειρήσεις και τραπεζικά επιτελεία. Ποιες «διευκολύνσεις» εξετάζονται. Τα «ανοιχτά μέτωπα».

Τράπεζες: Σχέδια επί χάρτου για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια

Η συμφωνία της εταιρείας πληροφορικής Ίλυδα, που περιλαμβάνει δραστική μείωση επιτοκίου, μεγάλη επιμήκυνση (15 χρόνια) και δυνατότητα πρόσθετης ελάφρυνσης στην εξαετία, αν τηρηθούν κάποιοι όροι από την εισηγμένη, δείχνει την πρόθεση των ελληνικών τραπεζών να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να κοιτάξουν πώς θα εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια από τα επιχειρηματικά δάνεια που έχουν χορηγήσει.

Βέβαια, επειδή κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή (η Ίλυδα π.χ. κατάφερε να γυρίσει από αρνητικό σε σαφώς θετικό EBITDA), έτσι και το πρόγραμμα δράσης των τραπεζών σχεδιάζεται να είναι διαφοροποιημένο, ανάλογα με την εταιρεία, τις προοπτικές της και το πόσο πρόθυμοι είναι οι μέτοχοί της (παλιοί ή νέοι) να βάλουν και αυτοί το χέρι στην τσέπη.

Σύμφωνα με γνωστό στέλεχος της αγοράς, «οι διοικήσεις των τραπεζών συνεχίζουν να μη θέλουν να ακούνε τη λέξη "κούρεμα" και αυτό που μελετούν είναι ένα πακέτο προσωρινών διευκολύνσεων και δέσμευση ότι το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου με προσυμφωνημένο από σήμερα τρόπο. Τέτοια αιτήματα-προτάσεις άλλωστε έχουν δεχτεί τόσο από εταιρείες, όσο και από συμβούλους».

Για παράδειγμα, θα μπορούσε ένας νέος επενδυτής να μπει σε μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, εξοφλώντας άμεσα ένα 10%-20% του συνολικού της δανεισμού και από την πλευρά τους οι τράπεζες:

α) Να διευκολύνουν την εταιρεία με χαμηλότερα επιτόκια και μακρινές λήξεις και

β) Μετά από διάστημα 5-6 ετών και αφού ο δανεισμός εξυπηρετείται κανονικά, να δώσουν τη δυνατότητα στους μετόχους να «αγοράσουν» το υπόλοιπο χρέος έναντι ενός ποσού που θα επηρεάζεται από την τότε αποτίμηση της εταιρείας.

Με βάση έναν τέτοιο σχεδιασμό, σε περιπτώσεις που οι τράπεζες θεωρούν ένα δάνειο σήμερα «ξεγραμμένο», θα μπορούν: Πρώτον, να ανακτήσουν άμεσα ένα 10%-20% του δανειακού υπολοίπου, δεύτερον, να εισπράξουν ένα επιπλέον ποσό από τα τοκοχρεολύσια των επόμενων 5-6 ετών και τρίτον, να καρπωθούν και ένα πρόσθετο τίμημα, το οποίο θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από το αν και πόσο θα έχει καταφέρει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και η συγκεκριμένη επιχείρηση μέσα στα επόμενα πέντε έως έξι χρόνια.

Με άλλα λόγια, οι τράπεζες δεν θα χρησιμοποιήσουν τη λέξη «κούρεμα», πλην όμως αφήνουν με έμμεσο τρόπο ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Επιπλέον: α) στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα θα έχουν εισπράξει ένα σημαντικό ποσοστό του δανείου, β) το αν και πόσο κούρεμα θα υπάρξει θα οφείλεται στη μελλοντική πορεία της οικονομίας και δεν θα αποτελεί ευθύνη των τραπεζιτών, γ) ακόμη και αν προκύψει σε βάθος χρόνου κάποιο κούρεμα, αυτό κυρίως δεν θα αφορά κεφάλαια που έδωσαν οι τράπεζες, αλλά τόκους που έχουν εγγράψει κατά τα χρόνια της κρίσης (στις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις περίπου το 40% του δανείου οφείλεται στους τόκους της τελευταίας επταετίας).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η εκπόνηση σχεδίων δεν σημαίνει πως οι τράπεζες είναι σήμερα έτοιμες να προχωρήσουν με ταχύτητα την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών τους δανείων.

Και αυτό γιατί υπάρχει μια σειρά ζητημάτων που πρέπει να ρυθμιστούν και σχετίζονται είτε με το φορολογικό καθεστώς (π.χ. δεν είναι καθόλου ξεκαθαρισμένο αν οι διαγραφές δανείων θεωρηθούν ως κέρδος που θα φορολογηθεί με συντελεστή 29%...), είτε με ζητήματα απιστίας (με τα οποία κινδυνεύουν να εμπλακούν όσα τραπεζικά στελέχη βάλουν την υπογραφή τους σε ριζικές αναδιαρθρώσεις δανείων), είτε, τέλος, με το θεσμικό πλαίσιο πώλησής τους σε εξειδικευμένα funds.

Και πέραν όλων αυτών, ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί επίσης η συνεχιζόμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη χώρα εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, όσο διαρκεί η παρούσα αβεβαιότητα, οι προσφορές των ξένων επενδυτών για την εξαγορά υπερχρεωμένων εταιρειών συνεπάγονται κουρέματα δανείων της τάξεως του 80% και του 90%, ποσοστά που δεν είναι διατεθειμένες να υπογράψουν οι τράπεζες.

Επίσης, όλοι συμφωνούν πως οποιαδήποτε ρύθμιση δανείων δεν θα έχει νόημα, αν η πραγματική οικονομία δεν μπορέσει να αναταχθεί κατά τα επόμενα χρόνια. «Λεφτά για επενδύσεις υπάρχουν, αρκεί να αποκατασταθεί το κλίμα σταθερότητας», υποστηρίζει ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στα δεκάδες δισ. ευρώ που βρίσκονται κρυμμένα «στα στρώματα» και στα πάνω από 150 δισ. ευρώ των Ελλήνων που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Solidus Χρηματιστηριακής κ. Αλέξανδρος Σίνος σημειώνει πως «αν η Ελλάδα θα ήταν εταιρεία, θα έπρεπε να ρυθμίσει τα δάνειά της και στη συνέχεια να προχωρήσει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Η ρύθμιση των δανείων έγινε σε πρώτη φάση με το τρίτο μνημόνιο και θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με τη ρύθμιση του χρέους, ενώ η ΑΜΚ μπορεί να γίνει με επενδύσεις από το εξωτερικό, πράγμα εφικτό αν συνεκτιμήσει κάποιος το πόσο μειωμένες είναι οι αποτιμήσεις των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων».

Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται οι απόψεις του οικονομικού διευθυντή εισηγμένης εταιρείας: «Αρκεί μια σταγόνα των ξένων επενδύσεων να κατευθυνθεί προς την Ελλάδα, προκειμένου να τονωθεί η οικονομία μας. Οι ξένοι βέβαια έχουν να επιλέξουν πλέον μεταξύ πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, πλην όμως η Ελλάδα έχει να προτάξει τις χαμηλές της αποτιμήσεις και το αφήγημα της ανάκαμψης».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v