Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Η απέχθεια του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε τα τελευταία χρόνια ο κρατικός τομέας στην οικονομία και πέραν αυτής (απέχθεια που για να είμαστε ειλικρινείς προέκυψε σε μεγάλο βαθμό μετά την κρίση, διότι ως τότε αρκετοί βολεύονταν και παραγνώριζαν) έχει πληθύνει τις τάξεις των οπαδών του ιδιωτικού τομέα σε βαθμό που να λείπει εντελώς η εποικοδομητική κριτική.

Πολλοί κραυγάζουν ότι το κράτος πρέπει να μικρύνει (ναι, πρέπει) κι ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι η λύση στην κρίση (ναι, θα μπορούσε υπό όρους να είναι), αντιμετωπίζοντάς τον περίπου σαν ιερή αγελάδα κι αποφεύγοντας να ξεστομίσουν την πικρή αλήθεια.

Δεν είναι μόνο ο κρατικός τομέας που χρειάζεται ριζικές, εκ βάθρων αλλαγές, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, προς όφελος και της κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιωτικό τομέα.

Ακριβώς όπως στιγματίζουμε την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους, έτσι πρέπει να σημειώσουμε την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, την έλλειψη σύγχρονης οργάνωσης, καινοτομίας, αλλά και οικονομιών κλίμακας που χαρακτηρίζει τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα.

Με εξαιρέσεις βεβαίως, αλλά οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα επιχειρήσεων (με πρώτες και καλύτερες τα ελληνικά Media) που κινούνταν ανορθολογικά, εκμεταλλευόμενες όχι μόνο την επίπλαστη ευμάρεια των προηγούμενων ετών, αλλά και όλα τα «απεχθή» χαρακτηριστικά της κομματικοκρατούμενης και κρατικοδίαιτης Ελλάδας.

Όπως χαρακτηριστική είναι και η συμπεριφορά ορισμένων φορέων-οργάνων της επιχειρηματικότητας, που συνεχίζουν να χαριεντίζονται ανοιχτά με τα πολιτικά κόμματα και προβάλλουν μόνο το -πολλές φορές κακώς εννοούμενο- συμφέρον του κλάδου τους.

Παραλείποντας εντελώς την αυτοκριτική.

Ελάχιστοι, για παράδειγμα, παραδέχονται ανοιχτά ότι ο υπερπληθυσμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες μείωσης της ανταγωνιστικότητας, αφού δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας, ούτε και ταχεία επέκταση, λόγω έλλειψης οργανωτικών, διοικητικών και χρηματοοικονομικών δυνατοτήτων.

Οι περισσότεροι απλώς φωνασκούν για τις επιχειρήσεις που κλείνουν, ακόμη και σε τομείς όπου ο υπερεπαγγελματισμός (κλασικό κι εδώ παράδειγμα τα Media, όπως επίσης και τα καταστήματα ενδυμάτων) ήταν προφανέστατα απόρροια της καταναλωτικής φούσκας αλλά και των στρεβλώσεων της ελληνικής οικονομίας. Περιλαμβανομένης και της έλλειψης καταναλωτικής συνείδησης εκ μέρους του μέσου Έλληνα πελάτη, που ενθάρρυνε σε πλείστες περιπτώσεις την αισχροκέρδεια.

Ομοίως δυσάρεστη είναι η κατάσταση και σε ό,τι αφορά την έλλειψη «αξιών» στο σύγχρονο επιχειρείν. Φαινόμενο που δυστυχώς εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερο και διεθνώς (όπως φαίνεται κι από την αποκαλυπτική δημόσια επιστολή πρώην στελέχους της πασίγνωστης Goldman Sachs, που προκάλεσε πάταγο).

Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στην Ελλάδα, χωρίς με αυτό να θέλω να θίξω συλλήβδην τους Έλληνες επιχειρηματίες, μικρούς ή μεγάλους.

Δυστυχώς, οι ίδιοι οι τυπικοί και άτυποι «κανόνες συμπεριφοράς», που επί δεκαετίες προωθούσε το ελληνικό κομματικό κράτος, σε συνδυασμό με αμέτρητες θεσμικές παραλείψεις, υπέσκαπταν την αξιοκρατία (με όλες τις έννοιες της σύνθετης αυτής λέξης) και δημιουργούσαν μια κατάσταση νόθευσης του ανταγωνισμού, παρανομίας και παρατυπίας, η οποία κατάντησε καθεστώς.

Κι όπως ήταν επόμενο, καθώς ορισμένοι φοροδιέφευγαν, άφηναν απλήρωτες τις εισφορές, νόθευαν το προϊόν και γενικώς έκαναν ό,τι ήθελαν ατιμώρητα, ακολούθησαν πολλοί άλλοι, έστω απλώς και μόνο για να επιβιώσουν απέναντι σε αυτόν τον μη υγιή ανταγωνισμό.

Ο ιδιωτικός τομέας είναι όντως το μέλλον αυτής της χώρας. Αρκεί να αλλάξουν νοοτροπίες και αντιλήψεις, να εκσυγχρονιστούν οι πρακτικές, να επανέλθει ως καθεστώς η έννοια της επιχειρηματικής ηθικής και της αξιοκρατίας στην πράξη.

Και σε αυτό μεγάλο ρόλο θα παίξει, είτε μας αρέσει είτε όχι, η ποιοτική βελτίωση του κράτους.

Που σε κάθε περίπτωση έχει -και θα συνεχίσει να έχει- υποχρέωση να βάζει ορθούς προοδευτικούς κανόνες, να τιμωρεί παραβάτες, να φροντίζει για τη στοιχειώδη ισορροπία μεταξύ του ατομικού κέρδους και του συλλογικού συμφέροντος.

Μόνο έτσι, μέσα από τη δημιουργική αλληλεπίδραση ενός λιγότερο στρεβλού και περισσότερο καινοτόμου ιδιωτικού τομέα, με μικρότερο αλλά ποιοτικότερο κράτος, μπορεί να γίνει πράξη το όραμα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο.

Κάποιες άλλες θεωρίες, που εσχάτως έχουν γίνει της μόδας στη χώρα μας και θεοποιούν την απολύτως «ελεύθερη» ιδιωτική πρωτοβουλία (όταν παραδόξως στο εξωτερικό τέτοιου είδους προσεγγίσεις υφίστανται πλέον σκληρή κριτική!), δεν είναι απλώς παρωχημένες, είναι εν δυνάμει και επικίνδυνες.

Διότι προετοιμάζουν το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα.

Κι αποκρύπτουν το γεγονός ότι η διαπλοκή και η διαφθορά δεν άνθησαν με μόνους εμπλεκόμενους τους πολιτικούς, που ασφαλώς φέρουν το κύριο βάρος της ευθύνης, αλλά κι εκείνους που συναλλάχθηκαν μαζί τους.

ΥΓ.: Για όσους εκτιμούν ότι το μόνο που πρέπει να παίζει ρόλο στην επιχειρηματικότητα είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης κι ότι «η αγορά δίνει πάντα τη σωστή λύση», σημειώνω ότι, αν ασπαστούμε τη λογική αυτή, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως και οι μαυραγορίτες της Κατοχής ήταν απλώς… καλοί επιχειρηματίες.
Λίγες μέρες εκτός Ελλάδος ήταν αρκετές για να θυμηθώ το επιχειρηματικό χάσμα που μας χωρίζει από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Δεν μπορώ να το οροθετήσω σαφώς σε όρους χρονοκαθυστέρησης, ασφαλώς όμως πρόκειται για ένα χάσμα παιδείας, αλλά και οργάνωσης, που συνεχίζει και σήμερα να μετατρέπεται σε διογκούμενο έλλειμμα καινοτομίας, τεχνολογίας και -εξίσου σημαντικό- «επιχειρησιακής και οργανωτικής κουλτούρας».

Ένα έλλειμμα αόρατο ίσως στους συλλέκτες μακροοικονομικών στοιχείων, πλην όμως απόλυτα κρίσιμο για την ελληνική οικονομία και το μέλλον της.

Εδώ κι αρκετό καιρό έχω υποστηρίξει ότι το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν πρόκειται να θεραπευτεί με μειώσεις μισθών ή φορολογικών συντελεστών.

Ασφαλώς τέτοιου είδους αλλαγές φέρνουν κάποιο αποτέλεσμα, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα. Πληθώρα γειτονικών χωρών έχει φορολογικούς συντελεστές που δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε, αλλά και ύψος αμοιβών που θα ήταν κοινωνικά μοιραίο να εφαρμόσουμε.

Ούτε είναι λύση να ανατρέχουμε στο παρελθόν των ευέλικτων Ελλήνων εμπόρων, ή στο παρόν των εφοπλιστών, ή και στο «δαιμόνιο» που εκφράζεται ατομικά κι ενίοτε κατάφερνε να ξεχωρίζει σε διάφορους τομείς.

Πρέπει να αποδεχτούμε την πραγματικότητα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πλειονότητά του ο ιδιωτικός τομέας της χώρας μας πάσχει από τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας συμβίωσής του με το ελληνικό κράτος, αλλά και της αλληλεπίδρασής του με τη στρεβλά μεταλλασσόμενη τα προηγούμενα χρόνια ελληνική κοινωνία.

Σε όσους ψάχνουν το ερώτημα «γιατί οι Έλληνες συχνά μεγαλουργούν στο εξωτερικό» η απάντηση είναι απλή:

Διότι προσαρμόζονται και λειτουργούν με τα δεδομένα εκείνης της κοινωνίας - οικονομίας στην οποία ζουν, διότι αναγκαστικά «ξεχνούν» τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας και ενσωματώνονται δημιουργικά στη νέα.

Με μια φράση, βρίσκουν εύκρατο περιβάλλον και ανθούν.

Από αυτά τα γεγονότα πηγάζει και η ενίοτε σκληρή κριτική που ακούμε από Έλληνες του εξωτερικού. Όχι γιατί «σνομπάρουν» πλέον την Ελλάδα, την πατρίδα, αλλά γιατί έχοντας αποστασιοποιηθεί απαρνούνται τη «λογική» της ελληνικής πραγματικότητας.

Μια λογική την οποία οι περισσότεροι από εμάς που ζούμε στην Ελλάδα λιγότερο ή περισσότερο έχουμε ασπαστεί ως «αναπόφευκτη». Προσαρμοζόμαστε σε αυτήν ακόμη κι αν ο καθένας ατομικά θα ήθελε να διεκδικήσει κάτι περισσότερο.

Αυτήν τη λογική πρέπει τώρα να καταπολεμήσουμε ομαδικά. Και το πιο κατάλληλο σημείο να ξεκινήσουμε είναι η Παιδεία. Ο βασικός στυλοβάτης κάθε σύγχρονης κοινωνίας και οικονομίας πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων, να γίνει θεμέλιος λίθος της «νέας» ελληνικής οικονομίας, να αποκτήσει άμεση σχέση με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.

Μια σχέση διαρκούς αλληλεπίδρασης, στο πλαίσιο αυτού που αποκαλούμε, χωρίς βεβαίως ως τώρα να εφαρμόζουμε, «διά βίου εκπαίδευση και μάθηση». Τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό (και επιχειρησιακό) επίπεδο.

Μόνο μέσα από αυτήν τη διαδικασία, μια διαδικασία ικανή να αλλάξει νοοτροπίες, παραστάσεις και εμπειρίες, θα τροποποιηθεί σταδιακά το στρεβλό «μοντέλο ανάπτυξης», που οι ίδιοι δημιουργήσαμε, προς ένα πρότυπο «ανταγωνιστικότητας, προσαρμοστικότητας και καινοτομίας», ικανό να σταθεί στον διεθνή οικονομικό στίβο.

Δυστυχώς, πολλοί επιχειρηματίες -μικρού και μεγαλύτερου μεγέθους- αρνούνται να δουν το πρόβλημα ή να κάνουν αυτοκριτική. Δείχνουν να πιστεύουν ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί με τρόπο μαγικό, χωρίς να αλλάξουμε επιχειρηματικές νοοτροπίες, τρόπους οργάνωσης και λειτουργίας, απλώς γιατί θα μειωθούν οι αμοιβές και οι φόροι ή θα μειωθεί η γραφειοκρατία.

Φοβάμαι ότι κινούνται εκ του πονηρού.

Απλώς, όπως πολλοί άλλοι σε αυτήν τη χώρα, δεν θέλουν να αλλάξουν.

Και μοιραία θα βουλιάξουν.

Το θέμα όμως αυτό μας αφορά όλους. Αν η κοινωνία, οι πολλάκις «μπροστάρηδες» των αλλαγών επιχειρηματίες, εμείς οι ίδιοι δεν συνειδητοποιήσουμε την έλλειψη παιδείας και επιχειρηματικής κουλτούρας, αλλά και την άμεση ανάγκη αντιμετώπισής της, τότε διαρκώς θα αναμένουμε την επόμενη μείωση μισθών και εισοδημάτων, την επόμενη κρίση.

Την επόμενη εθνική απογοήτευση.

Μας αξίζει κάτι καλύτερο.
Για όσους εξακολουθούν να ψάχνουν πού οφείλεται η χρεοκοπία της χώρας, παραθέτω χθεσινό ρεπορτάζ. Απολαύστε το:

«Δεν πέρασαν προς το παρόν οι προκλητικές ρυθμίσεις για τα υπέρογκα δάνεια που έχουν λάβει τα κόμματα, υποθηκεύοντας την κρατική χρηματοδότηση, και τις ζητούν με τροπολογία που κατέθεσαν οι γραμματείς του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Ωστόσο, η επίμαχη τροπολογία δεν συζητήθηκε καθώς κατατέθηκε εκπρόσθεσμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα κόμματα θα επανέλθουν την ερχόμενη εβδομάδα.

Η τροπολογία που κατατέθηκε σε εντελώς άσχετο νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για 'την κτηνοτροφία και τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις', το οποίο αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα, είναι ενδεικτική της οριακής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει τα κόμματα.

Στις προτεινόμενες ρυθμίσεις περιλαμβάνεται η εξασφάλιση σταθερού χαμηλού επιτοκίου στο 4% για τα δάνεια που έχουν ήδη λάβει τα κόμματα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο που αρχικά είχε κατατεθεί υπήρχε και πρόβλεψη για διαγραφή των ανεξόφλητων τόκων, την οποία ωστόσο απέσυραν την τελευταία στιγμή τα δύο μεγάλα κόμματα, μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε.

Αναλυτικά, η τροπολογία που κατέθεσαν οι κ. Μιχάλης Καρχιμάκης και Ανδρέας Λυκουρέντζος προβλέπει ότι για τα δάνεια που έχουν πάρει τα κόμματα μέχρι τις 31/12/2011 θα ισχύει ένα σταθερό επιτόκιο 4% για την εξόφλησή τους.

Παράλληλα, προβλέπεται για όσα κόμματα χρωστούν πάνω 20 εκατ. ευρώ, οι ετήσιες δόσεις να ανέρχονται στο 50% της ετήσιας κρατικής χρηματοδότησης που δικαιούνται, ενώ για τα κόμματα που χρωστούν κάτω από 20 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται στο 20%. Σύμφωνα με τη ρύθμιση, τα ποσά αυτά θα καταβάλλονται απευθείας από το ελληνικό δημόσιο προς τις τράπεζες.

Σε ό,τι αφορά τη μελλοντική χρηματοδότηση των κομμάτων, οι κ. Καρχιμάκης και Λυκουρέντζος με την τροπολογία που κατέθεσαν ζητούν 'να απαγορευτεί στα κόμματα να εκχωρούν για τη διασφάλιση απαιτήσεων ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης' προκειμένου, όπως σημειώνουν, 'τα κόμματα και συνασπισμοί να αναπτύξουν μια υγιή οικονομική διαχείριση και συνακόλουθα να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον δανεισμό από τρίτους'».

Υποθέτω ότι γνωστή στους περισσότερους είναι και η «στάση πληρωμών» στην οποία έχουν προχωρήσει τα μεγάλα κόμματα έναντι των υπαλλήλων τους, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και πολλών προμηθευτών τους.

Μόνο που στην περίπτωση των κομμάτων, δεν υπάρχουν άρθρα 99, δεν είμαι δε καθόλου σίγουρος ότι οι «σοφοί» μας νομοθέτες προέβλεψαν σαφείς διαδικασίες για τη χρεοκοπία των ίδιων των κομμάτων τους.

Για εκείνους, βλέπετε, υπάρχει ως τώρα η ισχύς του ρητού «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει», καθώς επίσης και η απόλυτη νομοθετική εξουσία.

Για όσους λοιπόν δεν το έχουν καταλάβει, αυτές ακριβώς οι ηγετικές ομάδες που χρεοκόπησαν τα ίδια τους τα κόμματα είχαν εναλλάξ και τη διακυβέρνηση της χώρας, με το ίδιο ακριβώς -αναμενόμενο θα έπρεπε να είναι- αποτέλεσμα!

Τώρα, νομοθετούν μεταξύ τους ώστε να ξεκινήσει η «Σεισάχθεια» όχι από τους οικονομικά αδύνατους, εκείνους που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι ή την ικανότητα διαβίωσής τους, αλλά από τους δικούς τους «κομματικούς οργανισμούς».

Αν αυτό δεν είναι ντροπή, να προηγείται ο θύτης των θυμάτων του, τότε δεν ξέρω τι είναι!

Δεν αμφιβάλλω πάντως πως κάποιου είδους «συγχωροχάρτι» θα τους δοθεί. Αυτή είναι «η φύση του κομματικού κτήνους» που ανεχθήκαμε τόσα χρόνια.

Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό ακόμη θα το ανεχόμαστε.

Πόσο δίκαιο είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες να πληρώνουν «κατιτίς» για τα πολιτικά κόμματα, ανεξαρτήτως του τι ψηφίζουν οι ίδιοι, αλλά και να ανέχονται την προκλητικότητα της τραπεζικής χρηματοδότησής τους έναντι… μελλοντικής επιχορήγησης!

Αν ,για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ καταποντιστεί στις εκλογές, πόση ακριβώς θα είναι η επιχορήγηση που θα λαμβάνει, κι από την οποία θα δίνει το… 50% στις τράπεζες;

Κατά τη γνώμη μου, ο σχεδόν ελάχιστος χώρος που καταλαμβάνει στην επικαιρότητα αυτό το θέμα είναι χαρακτηριστικό του επιδερμικού και αποπροσανατολισμένου τρόπου με τον οποίο εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία την κρίση και τα αίτιά της.

Με αυτό το σκεπτικό, μπορώ να κατανοήσω ακόμη κι εκείνους τους ολίγους (με τη διττή σημασία της λέξης) που έβγαλαν τα απωθημένα τους στο Γιώργο Νταλάρα.

Ακόμη και σήμερα, πολλούς από εμάς δεν τους απασχολούν τα πραγματικά αίτια και οι πρωταγωνιστές της κρίσης, αλλά ο «ντόρος», η διαμαρτυρία-χαβαλές, η εύκολη εκτόξευση κατηγοριών επί δικαίους και αδίκους.

Η εκτόνωση και όχι η λύση.

Φοβάμαι πως το «κομματικό κτήνος» που κυριάρχησε σε αυτήν τη χώρα για δεκαετίες ολόκληρες τραυμάτισε πάνω απ' όλα το πνεύμα της.

Ελπίζω όχι ανεπανόρθωτα.
Πολλές αναλύσεις κάνουν τώρα λόγο για τη μετάλλαξη της ελληνικής οικονομικής κρίσης σε πολιτική. Δυστυχώς, κάνουν λάθος. Η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας έχει τρία πρόσωπα, και το τρίτο, που ακόμη μάλλον διαφεύγει της προσοχής μας, είναι ίσως και το χειρότερο.

Το οικονομικό πρόσωπο της κρίσης έχει αναλυθεί κατά κόρον καθώς αφορά την καθημερινότητα και την επιβίωση του πολίτη, όπως επίσης και τη βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους.

Το πολιτικό σκέλος έγινε απολύτως ορατό, ακόμη και στο εξωτερικό, όταν μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης απαρνήθηκε τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, που φέρουν και το κύριο βάρος της ευθύνης για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, είτε ακόμη και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

Ωστόσο, τα δύο αυτά πρόσωπα ή «προσωπεία» της κρίσης δεν είναι κατά τη γνώμη μου παρά μια αντανάκλαση της κοινωνικής και θεσμικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, μιας κρίσης αξιών που έως πρότινος κρυβόταν πίσω από την επίπλαστη ευημερία που απολάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι και το πιο κρίσιμο στοιχείο της πολύ επικίνδυνης περιπέτειας που ζει η Ελλάδα.

Έως πρότινος, η βελτίωση της περίφημης «ποιότητας ζωής» κι η υιοθέτηση στείρων καταναλωτικών προτύπων, αλλά και «μοντέλων ζωής» που εκπέμπονταν από «κοσμικούς» τηλεοπτικούς δέκτες λειτουργούσαν ως πρόσκαιρο αντίβαρο σε μια κοινωνία που σταδιακά έβλεπε τους θεσμούς να εξευτελίζονται, τις αξίες να απαξιώνονται και τη λογική της «αρπαχτής», του «βολέματος» και της νεοπλουτίστικης «μαγκιάς» να αναδεικνύεται σε κυρίαρχη ιδεολογία της καθημερινότητας.

Η Παιδεία, η Υγεία, η Επιχειρηματικότητα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Άμυνα της χώρας, ακόμη και αυτή η Δικαιοσύνη, σταδιακά βυθίστηκαν στην κινούμενη άμμο της κομματοκρατίας και των σκανδάλων που διαιωνίζονταν από κυβέρνηση σε κυβέρνηση, με τους ίδιους ή άλλους εφήμερους πρωταγωνιστές.

Ώσπου τελικώς επικράτησε ο «ωχαδερφισμός». Η αδιαφορία των περισσοτέρων από εμάς, με μια ελαφρά γεύση συνενοχής βεβαίως, καθώς το κυρίαρχο σύστημα φρόντισε να αλλοτριώσει συνειδήσεις, καλλιεργώντας σε κάθε επίπεδο το στοιχείο της συναλλαγής και ενίοτε της διαφθοράς.

Από τις «τακτοποιήσεις» της πολεοδομίας, μέχρι την απόδειξη του υδραυλικού.

Ίσως να υπάρχει μια μικρή μειοψηφία που να μπορεί να ισχυριστεί ότι ουδέποτε έκρυψε από την εφορία, ουδέποτε αγόρασε χωρίς απόδειξη, ουδέποτε έκανε ή ζήτησε το «ρουσφετάκι», αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτή είναι απειροελάχιστη για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών και του ιδιόρρυθμου ατομισμού που καλλιεργήθηκε επί μακρόν είναι η καχυποψία, η αντίδραση σε κάθε προσπάθεια αλλαγής, εφόσον αυτή δεν συμπλέει απολύτως με τα συμφέρονά μας, αλλά και μια αίσθηση «αδικίας» ακόμη κι όταν απλώς θίγονται τα δικά μας προνόμια προτού θιγούν του διπλανού μας,

Κάνοντας μια πρόχειρη παρομοίωση, τις τελευταίες δεκαετίες ο Έλληνας ανέβαινε τα σκαλοπάτια της κοινωνικής ευμάρειας άναρχα, «πατείς με, πατώ σε», χωρίς αξιοκρατία, χωρίς κοινωνική οργάνωση και αλληλεγγύη, δίχως συναίσθηση.

Τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο: η ελληνική κοινωνία κατρακυλά στα σκαλοπάτια της ευμάρειας ακόμη πιο άναρχα, με κίνδυνο να διαρραγεί σε σφόδρα αντικρουόμενες ομάδες.

Αυτό το στοιχείο, η έλλειψη αλληλεγγύης, συνεκτικών αξιών, η έλλειψη σεβαστών θεσμών, προτύπων κι εν τέλει ενός κοινού οράματος είναι το πιο επικίνδυνο στοιχείο της ελληνικής κρίσης.

Η οποία, σε τελική ανάλυση, δεν πρόκειται να περάσει αν εμείς, οι κάτοικοι αυτής της χώρας, δεν υιοθετήσουμε επιτέλους μια τακτική για την αντιμετώπισή της, συνειδητοποιώντας πρώτα απ' όλα τα λάθη που έγιναν όχι μόνο στην κορυφή αλλά και στη βάση της κοινωνικής μας πυραμίδας.

Τα λάθη που κάναμε εμείς, είτε γιατί ψηφίζαμε αυτούς που ψηφίζαμε κι ακούγαμε αυτούς που ακούγαμε, είτε γιατί αφεθήκαμε να μας παρασύρει το ρεύμα της εποχής, είτε γιατί κλείσαμε τα μάτια σε όσα συνέβαιναν γύρω μας - και στην πράξη τα αποδεχτήκαμε.

Όλοι θυμούνται το προεκλογικό σλόγκαν του ΠΑΣΟΚ «Λεφτά υπάρχουν» διότι ήταν ψέμα.

Λησμονήσαμε όμως ένα άλλο, απόλυτα αληθινό:

«Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε».

Πώς να σχολιάσει κάποιος με επαρκή δριμύτητα τις απλήρωτες υπερωρίες (σε ορισμένες περιπτώσεις και κανονικές απολαβές) γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού στα κρατικά νοσοκομεία της χώρας;

Πώς να καυτηριάσει κάποιος με αρκετή σφοδρότητα το γεγονός ότι κρατικά ταμεία δεν έχουν πληρώσει τις οφειλές τους στους φαρμακοποιούς εδώ και… 12 μήνες;

Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία του 21ου αιώνα να «ρουφάει» τα πρωτοσέλιδα για το ποιος βουλευτής ή σύζυγος βουλευτή έβγαλε λεφτά στο εξωτερικό, αντί να εξεγείρεται για τα ουσιώδη σκάνδαλα… μεγατόνων που συμβαίνουν σε βάρος της;

Όσα συμβαίνουν στον χώρο της υγείας δεν είναι «μοναδικά». Το κράτος έχει διαλυθεί και συμπεριφέρεται όπως ο χειρότερος «μπαταχτσής», με εξαίρεση κάποιες δουλειές που ακόμη και σήμερα, εν μέσω κρίσης, κλείνουν οι διάφοροι ημέτεροι.

Εξοργίζουν, όμως, και σοκάρουν περισσότερο διότι αφορούν την πιο στοιχειώδη υποχρέωση του κράτους απέναντι στον πολίτη: την περίθαλψη, τη νοσηλεία, τα φάρμακά του.

Δεν θα διαφωνήσω με τον κ. Λοβέρδο που σχεδόν μονίμως διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ωρυόμενος για μεγάλα συμφέροντα που τον πολεμούν. Δεν θα διαφωνήσω ότι στον χώρο της υγείας, με την ανοχή και τη συνενοχή των εκάστοτε κυβερνώντων, έγινε ένα από τα μεγαλύτερα «πάρτι τρωκτικών». Ούτε θα συμμαχήσω έτσι άκριτα με τις θέσεις των φαρμακοποιών σε ό,τι αφορά το άνοιγμα του επαγγέλματός τους.

Τα του Καίσαρος όμως τω Καίσαρι.

Μπορώ και πρέπει να συμμεριστώ την οργή των γιατρών και των νοσηλευτών που καλούνται να υπερεργαστούν απλήρωτοι, αλλά και την αγωνία των φαρμακοποιών για τα χρωστούμενα των ταμείων, όταν την ίδια ώρα εκείνοι καλούνται να πληρώσουν τους φόρους και τις εισφορές τους, έκτακτες και μη.

Μήπως και γι' αυτήν την «αδυναμία», αυτήν την αδικία, εκ μέρους του ελληνικού κράτους φταίνε η «κακή» τρόικα, οι Γερμανοί, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε;

Όχι, αυτή η ντροπή, το όνειδος, ανήκει εξ ολοκλήρου στη σύγχρονη Ελλάδα, που εμείς, άλλοι ακούσια κι άλλοι δυστυχώς εκούσια, δημιουργήσαμε!

Ακόμη και σήμερα, εμείς οι Έλληνες αρνούμεθα να δούμε τι απαιτεί το συλλογικό συμφέρον. Οργιζόμαστε μόνο για ό,τι μας θίγει προσωπικά και κάνουμε τα στραβά μάτια σε ό,τι μας ωφελεί.

Όλοι επιθυμούμε να αλλάξουν κάποια πράγματα, οι περισσότεροι όμως θα θέλαμε να αλλάξουν τα στραβά που αφορούν τους… άλλους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα; Ο δήθεν αγώνας κάποιων εκδοτών αλλά και δημοσιογραφικών οργάνων για τη διαιώνιση της δημοσίευσης των ισολογισμών, καθώς και τη διατήρηση του αγγελιοσήμου. Κι ας είναι πια το πρώτο περιττή και ξεπερασμένη δαπάνη, κι ας είναι το δεύτερο ξεκάθαρος φόρος υπέρ τρίτων.

Μύχιος πόθος πολλών; Ας το ομολογήσουμε, απλώς να γίνουν πάλι τα πράγματα όπως… πριν!

Γι' αυτό και λίγο απέχουμε από το να χωριστούμε βίαια σε αντιμαχόμενες ομάδες, η κάθε μία με τα μικροσυμφέροντά της, την ώρα όπου σχεδόν όλα όσα ξέραμε δείχνουν να καταρρέουν γύρω μας.

Η Ελλάδα της Ντροπής δεν τέλειωσε το 2009. Ζει και βασιλεύει, πολύ φοβάμαι, όχι μόνο γύρω, αλλά και μέσα σε πολλούς από εμάς.

v