Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Ο ελληνικός λαός, που ζει με την απειλή της ανεργίας, της νέας περικοπής μισθών και εισοδημάτων και της επιβολής ενός ακόμη χαρατσιού, είδε χθες ότι τα κόμματα είναι πάνω από οποιονδήποτε νόμο απλώς και μόνο διότι μπορούν να ψηφίσουν, ανά πάσα στιγμή, μια (ν)τροπολογία της… αρεσκείας τους.

Με μία τέτοια τροπολογία, οι βουλευτές των κομμάτων απελευθέρωσαν… νύχτα την κρατική χρηματοδότηση (μία δόση του 2011 και δύο του 2012) ύψους περίπου 40 εκατ. ευρώ, διότι θα γίνουν… εκλογές. Κι αποφάσισαν μάλιστα ότι τα χρήματα αυτά είναι και «ακατάσχετα»!

Το τελευταίο διότι τα κόμματα οφείλουν σε τράπεζες και προμηθευτές πολύ μεγαλύτερα ποσά από αυτά που θα λάβουν. Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. χρωστούν πάνω από 240 εκατ. ευρώ.

Κι αυτή η σκληρή, η άτεγκτη η τρόικα, που δέχτηκε τη μείωση χαμηλών συντάξεων σε απόμαχους της ζωής, που συμφώνησε μισθούς πείνας για τη νεολαία, δεν βρίσκει τίποτε στραβό σε αυτό!

Λογικό, θα μου πείτε, αφού και οι προϊστάμενοι της τρόικας είτε είναι πολιτικοί οι ίδιοι, είτε ορίζονται από πολιτικούς! Δεν είναι χαμηλοσυνταξιούχοι…, ούτε άνεργοι νέοι βεβαίως.

Προσωπικά, αδυνατώ να καταλάβω γιατί οι εκλογές σε τούτο το χρεοκοπημένο κράτος δεν γίνεται να διεξαχθούν με ελάχιστο κόστος, το οποίο θα καλύψει κάθε κόμμα αποκλειστικά και μόνο με τις εισφορές και τις δωρεές των μελών του.

Αυτό δεν θα κάνουν υποχρεωτικά τα κόμματα που βρίσκονται εκτός χρηματοδότησης, όπως π.χ. η Δημοκρατική Αριστερά και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες;

Γιατί λοιπόν να μην το κάνουν και τα υπόλοιπα;

Στη σημερινή συγκυρία, η κρατική χρηματοδότηση με «ακατάσχετο» πέραν του ότι αποτελεί ντροπή, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και «νόθευση του ανταγωνισμού» υπέρ των κομμάτων που έχουν μεν «παρελθόν», αλλά -λίαν, πιθανώς, σε ορισμένες περιπτώσεις- αμφισβητήσιμο «μέλλον».

Κι εν τέλει, με ποιον ακριβώς τρόπο προάγει τη λειτουργία της Δημοκρατίας η απελευθέρωση της χρηματοδότησης των κομμάτων εν όψει εκλογών; Επειδή θα τυπώσουν αφίσες και πανό; Επειδή θα έχουν λεφτά για συγκεντρώσεις οπαδών με πούλμαν και άλλες διευκολύνσεις; Επειδή θα βγάλουν τα γνωστά spot στην τηλεόραση;

Γιατί δεν είναι αρκετή η προβολή μέσω των ΜΜΕ, των σύγχρονων μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και μέσω του ίδιου του «ιστού» των οπαδών τους, στην κοινωνία;

Πολλάκις ελέχθη τα τελευταία χρόνια ότι τα κόμματα έχουν εξελιχθεί σε επιχειρήσεις.

Ανακριβής η διαπίστωση. Ένα κόμμα είναι πολύ καλύτερο από επιχείρηση.

Οι επιχειρήσεις όταν πτωχεύουν κλείνουν. Κι αν δεν κόψουν τα νόμιμα παραστατικά κινδυνεύουν από την εφορία.

Τα μεγάλα ελληνικά κόμματα, όμως, που χρηματοδοτούνται από το κράτος, που καρπούνται διαφόρων ειδών «συνεισφορές», πάνω και κάτω από το τραπέζι (βλέπε ανώνυμα «κουπόνια» και περιπτώσεις όπως αυτές του κ. Τσουκάτου), όχι μόνο πτώχευσαν τα ίδια, πτώχευσαν και τη χώρα.

Κι όμως, συνεχίζουν να νομοθετούν υπέρ των συμφερόντων τους, κατά το δοκούν!

Κάποιος είπε ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στο όνομα μεγάλων ιδεών. Σε αυτήν την περίπτωση τα «εγκλήματα», μικρά και μεγάλα, είναι συνεχή.

Διαπράττονται, δε, στο όνομα της Δημοκρατίας.

Για το… καλό μας!

ΥΓ.:
Να υποθέσω ότι αν χρειαστεί να γίνουν ξανά εκλογές, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα προκαταβληθούν οι επόμενες «δόσεις» του 2012 και του 2013;
Όσοι γνωρίζουν τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών αντιλαμβάνονται ότι αυτές τις μέρες παίζεται ένα πολύ κρίσιμο «παιχνίδι» για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, που αφορά τους όρους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

Στα χαρτιά η επιτυχία της είναι δεδομένη, μια και «λεφτά υπάρχουν» από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Στην πράξη, όμως, επιτυχία θα έχουμε μόνο αν αποφευχθούν δύο ενδεχόμενα, που αυτήν τη στιγμή είναι απολύτως ορατά:

Το ένα αφορά την πλήρη κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και το άλλο την εκχώρησή του αποκλειστικά και μόνο σε ξένα κεφάλαια, σε «τιμές ευκαιρίας», ενδεχόμενο που δεν αποκλείεται καθόλου να προκύψει ως φυσική συνέπεια του πρώτου.

Με απλά λόγια, αν οι Έλληνες επενδυτές δεν λάβουν ουσιαστικά κίνητρα για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αύξησης των κεφαλαίων μαζί με το ΤΧΣ, θα χάσουν το σύνολο των χρημάτων που είχαν επενδύσει. Οι τράπεζες θα περάσουν ολοκληρωτικά στον έλεγχο του ΤΧΣ και μετά από λίγα χρόνια θα μεταπωληθούν σε ξένους ομίλους, μέσα από διαδικασίες που θα θυμίζουν αποκρατικοποίηση.

Κάποιες πλευρές που ουσιαστικά πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση διακηρύττουν την καλή πρόθεσή τους να λάβει σημαντικό άμεσο όφελος από την τοποθέτηση αυτήν ο Έλληνας φορολογούμενος.

Ακόμη κι αν τη δεχτούμε, απορρίπτοντας ως «θεωρία συνωμοσίας» όσα «ψιθυρίζονται» περί μύχιων πόθων κρατικού ελέγχου της «ροής» του χρήματος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι συχνά «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».

Προσωπικά αδυνατώ να φανταστώ το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να λειτουργεί αποτελεσματικά, επί σειρά ετών, έχοντας στην πράξη έναν βασικό μέτοχο.

Αδυνατώ να φανταστώ
πώς είναι δυνατόν υπό αυτές τις συνθήκες να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, η έλλειψη του οποίου είναι «μάστιγα» της ελληνικής οικονομίας γενικώς. Πώς η οικονομία θα αλλάξει «μοντέλο» και θα περάσει σε φάση ανάπτυξης, έχοντας ως βάση ένα τραπεζικό σύστημα-παρωδία.

Και δεν θέλω να φανταστώ πώς θα λειτουργούν 5-10 διορισμένες επί της ουσίας διοικήσεις, που θα εξαρτώνται από αυτόν τον έναν βασικό μέτοχο και τις όποιες πολιτικές «επιρροές» του.

Ας δούμε την πραγματικότητα κατάφατσα. Στην ίδια την κοιτίδα του καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε (με αποκλειστική ευθύνη των τραπεζιτών!) το κράτος έσπευσε να το στηρίξει, με έναν τρόπο που να διαφυλάττει τον ιδιωτικό του χαρακτήρα.

Στην Ελλάδα, όπου κύρια πηγή των δεινών ήταν (και παραμένει) η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή οι πρακτικές του κομματικοποιημένου κράτους, θα κρατικοποιήσουμε τις τράπεζες;

Δεν έχω καμία αντίρρηση ότι οι τράπεζες τα προηγούμενα χρόνια αύξησαν την επιρροή τους σε βαθμό που να ενοχλεί την κοινή γνώμη. Δεν έχω καμία αντίρρηση ότι έγιναν σφάλματα πολλά, λάθη που δεν θα έπρεπε να γίνουν.

Ωστόσο, ένα λάθος δεν διορθώνεται με ένα μεγαλύτερο.

Αν δεν συμμετάσχουν στις αυξήσεις ιδιώτες επενδυτές, υφιστάμενοι και νέοι, θα δημιουργήσουμε ένα μοντέλο που δεν έχει προηγούμενο, φυσική κατάληξη του οποίου θα είναι η μη ορθολογική χρηματοδότηση της οικονομίας, η στρεβλή λειτουργία της αγοράς κι εν τέλει το ξεπούλημα των ελληνικών τραπεζών σε ξένα χέρια, που μετά από λίγα χρόνια θα εμφανιστούν σαν από μηχανής θεοί.

Κάποιοι ίσως πουν «και τι έγινε;», θεωρώντας ότι δεν παίζει ρόλο αν εξαφανιστεί το εγχώριο στοιχείο από την ιδιοκτησία του τραπεζικού τομέα. Τους προτείνω να ρίξουν μια ματιά στους τραπεζικούς κλάδους άλλων σοβαρών κρατών. Παντού η εικόνα είναι σχεδόν ίδια.

Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ακόμη και αυτή καθεαυτήν η καραμέλα του «οφέλους» του φορολογουμένου μου φαίνεται πως έχει πολλή… χρωστική ουσία. Διότι η ανόρθωση του τραπεζικού τομέα δεν αποσκοπεί απλώς και μόνο σε άμεση απόδοση, ούτε γίνεται… χαριστικά. Αλλιώς θα είχαμε παραδείγματα κρατικής ή και διακρατικής εμπλοκής αντίστοιχου είδους και σε άλλους οικονομικούς κλάδους.

Οι διασώσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων διεθνώς γίνονται εξ ανάγκης, με βασικό κίνητρο να διασφαλιστεί μέσω των τραπεζών η απρόσκοπτη και ορθολογική χρηματοδότηση της οικονομίας.

Κατά συνέπεια, η απόδοση της συγκεκριμένης επένδυσης δεν πρέπει να υπολογίζεται μόνο με βάση την «αξία» αποεπένδυσης, ή κάποια σταθερή απόδοση και μόνο, αλλά με κύρια βάση την «υπεραξία» που θα προκύψει μέσω της ανάπτυξης της οικονομίας και της επακόλουθης αύξησης των κρατικών εσόδων.

Εκεί βρίσκεται το κλειδί της επιτυχίας για τις τράπεζες και την οικονομία, κι αυτό οφείλει να διασφαλίσει ένας σύγχρονος κρατικός τομέας, ασχέτως ιδεοληψιών και λαϊκιστικών πιέσεων.

Τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα του μύθου.
Τους έχετε δει, τους έχετε γνωρίσει, ίσως έχετε δουλέψει ή έχετε συνεργαστεί μαζί τους. Μιλάω για πρώην παθιασμένους «αριστερούς», συχνά της άκρας αριστεράς, που κάπου κοντά στα μέσα του βίου τους ασπάστηκαν την «οικονομία της αγοράς», τον καπιταλισμό.

Σήμερα θέλω να μιλήσω για μια μερίδα αυτών των ανθρώπων, για εκείνους που εκφράζουν την πιο επικίνδυνη μορφή του «ζήλου» που έχει ο νεοφώτιστος, ο όψιμα προσηλυτισμένος.

Ίσως επειδή «τα άκρα» ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα τους, καταλήγουν συχνά να είναι στυγνοί εργοδότες, αδυσώπητα στελέχη, αλλά και οι πιο ένθερμοι κονδυλοφόροι της άκρατης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενός άπληστου καπιταλισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνίες-ζούγκλες.

Μεταξύ αυτών συγκαταλέγω βέβαια και αρκετούς πολιτικούς, οι οποίοι ξεκίνησαν «σοσιαλιστές», για να καταλήξουν στην πράξη… φιλελεύθεροι.

Όλα αυτά συμβαίνουν στη σημερινή Ελλάδα, την ίδια ώρα που ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος, ιδίως δε η σύγχρονη κοιτίδα του καπιταλισμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αναζητά μια νέα μορφή ισορροπίας κάτω από την πίεση της ανισότητας, της κοινωνικής αδικίας και της στρεβλής παγκοσμιοποίησης που υπέθαλψε.

Εντούτοις, οι εγχώριοι προσήλυτοι δείχνουν ότι αδυνατούν να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στην απελευθέρωση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα και στη βίαιη περικοπή των μισθών (σε βαθμό που να χρειάζεται μισό μεροκάματο για να πας στη δουλειά και να γυρίσεις).

Όπως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, στην εξειδίκευση, στην επιμόρφωσή του, έναντι της μετατροπής του σε «νεοσκλάβους»...

Η ανέχεια δεν προσφέρει δημιουργικούς εργαζομένους και στελέχη, προσφέρει απλώς υπάκουους είλωτες, που μόλις βρουν ευκαιρία θα αλλάξουν χώρο εργασίας.

Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από είλωτες, ούτε θα την ωφελήσει σε τίποτα η ταλάντωση του εκκρεμούς από το δήθεν πολυτελές κοινωνικό κράτος (που ουδέποτε υπήρξε στην ουσία για τον πολύ κόσμο, με εξαίρεση τους βολεμένους και τους δικτυωμένους που το απομυζούσαν) στην ανυπαρξία κοινωνικής μέριμνας που κάποιοι τώρα προωθούν.

Το μέλλον της χώρας, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, δεν βρίσκεται ούτε στη βιομηχανία, ούτε στην υψηλή τεχνολογία, πράσινη ή… καρό.

Βρίσκεται στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της γεωγραφικής θέσης, στη βελτίωση των υποδομών, στη μετατροπή της σε περιφερειακό κέντρο επιχειρηματικότητας, στον τουρισμό, στην «έξυπνη» γεωργία και στη με κάθε τρόπο, αλλά και σεβασμό, αξιοποίηση του εξαιρετικού φυσικού περιβάλλοντος, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και των κλιματολογικών συνθηκών.

Όλα αυτά δεν προϋποθέτουν μια κοινωνία από ημιμαθείς είλωτες, αλλά μια κοινωνία δημιουργική, ευέλικτη και προσαρμοστική στις νέες τάσεις, στα ρεύματα του κόσμου.

Μια κοινωνία με υψηλό βαθμό μόρφωσης και γνώσης, που θα στηρίζεται από ιδιωτική πρωτοβουλία καινοτομική, με ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό κέρδος και στο κοινωνικό όφελος.

Αυτούς λοιπόν τους φίλους πρώην αριστερούς, που κατέληξαν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της «αγοράς», θέλω να προειδοποιήσω (με όλο το θάρρος της σταθερής προσήλωσής μου στα ιδεώδη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του υγιούς καπιταλισμού από τα φοιτητικά ακόμη χρόνια) ότι ξανά, μερικές δεκαετίες μετά, ποντάρουν πάλι σε λάθος άλογο.

Το «στιλ» καπιταλισμού που ευαγγελίζονται σε λίγο θα ταιριάζει μόνο σε μεγάλες δυνάμεις της Ανατολής (μελλοντικά ίσως και της Αφρικής) κι όχι σε χώρες της Δύσης, όσο κι αν αυτές υποχρεώνονται τα τελευταία χρόνια να σφίξουν το ζωνάρι.

Κυβερνήσεις θα καταρρεύσουν και δημοκρατικοί θεσμοί θα τρίξουν συθέμελα, πολύ πριν αποδεχτεί ο μέσος Ευρωπαίος ή ο Αμερικανός την πλήρη κατάρρευση του βιοτικού του επιπέδου.

Το μέλλον της Δύσης βρίσκεται στην κοινωνία της γνώσης και της καινοτομίας, όπως επίσης και στη σταδιακή εξάπλωση ορισμένων «κοινών παρανομαστών» φορολογίας και κοινωνικής προστασίας σε όλο τον κόσμο.

Αυτό το μέλλον μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει και η Ελλάδα.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ σοβαρότερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σήμερα απ' ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Γαλλία.

Κι όμως, ενώ σε αυτές τις χώρες ορισμένοι εξαιρετικά πλούσιοι πολίτες, αρκετοί σε αριθμό, είτε δεσμεύτηκαν να δωρίσουν σημαντικά ποσοστά της περιουσίας τους σε φιλανθρωπίες, είτε δήλωσαν δημόσια πως θεωρούν ότι πρέπει να φορολογηθούν περισσότερο, στην Ελλάδα δεν βλέπουμε αντίστοιχες κινήσεις.

Το πιο περίεργο είναι ότι στο παρελθόν οι οικονομικά ισχυροί αυτού του τόπου έδιναν ηχηρό «παρών» στις δύσκολες στιγμές του Έθνους, είτε συμμετέχοντας στην υποστήριξη της ελληνικής επανάστασης, είτε εντασσόμενοι διαχρονικά στις τάξεις αυτών που ονομάζουμε σήμερα «εθνικούς ευεργέτες», ονόματα που έχουν μείνει στην Ιστορία.

Υπάρχει μήπως έλλειψη πλουσίων;

Σίγουρα δεν υπάρχουν Έλληνες που να διαθέτουν την οικονομική ισχύ του Bill Gates ή του Warren Buffett, ωστόσο πληθώρα εφοπλιστών πρωτίστως, αλλά και μεγαλοεπιχειρηματιών δευτερευόντως ανήκει αδιαμφισβήτητα στην κατηγορία των πολύ πλουσίων, ακόμη κι αν δεν είναι «διεθνείς μεγιστάνες» με την έννοια των δύο Αμερικανών.

Γιατί, λοιπόν, δεν παρατηρούμε αντίστοιχα φαινόμενα εντός Ελλάδος, δεδομένης και της προϋπάρχουσας παράδοσης;

Μια πρώτη προσέγγιση έχει, νομίζω, να κάνει με τον «κυνισμό» που δημιούργησε σε πλούσιους και πτωχούς η αλληλεπίδραση με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, όπου ακόμη και δωρεές έμπλεκαν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς και της κομματοκρατίας.

Δεν αποκλείεται, επίσης, να παίζει ρόλο το γεγονός ότι οι πάλαι ποτέ ευεργέτες είχαν ζήσει τη φτώχεια και τη στέρηση σε πρώτο πλάνο στην κοινωνία της εποχής, κάτι που δεν συμβαίνει σίγουρα στον ίδιο βαθμό με τους σύγχρονους πλουσίους. Ίσως ήταν και λιγότερο «κοσμοπολίτες», και άρα περισσότερο δεμένοι με την έννοια της πατρίδας.

Μια άλλη προσέγγιση σχετίζεται με την εδραίωση ενός κλίματος γενικευμένης απληστίας, με την περιθωριοποίηση της ατομικής θυσίας για το συλλογικό καλό, αλλά και με την καχυποψία με την οποία συχνά αντιμετωπίζονται (σε πολλές περιπτώσεις όχι άδικα) η συσσώρευση πλούτου και η παρεπόμενη αγαθοεργία.

Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι οι δωρεές πολλών από τους πλουσίους του εξωτερικού, όπως και η προθυμία τους να φορολογηθούν θεωρήθηκαν από αρκετούς προληπτική ενέργεια «δημοσίων σχέσεων», απέναντι σε μια κοινωνικά δύσκολη συγκυρία, που θα υποχρεώσει τους πολιτικούς να θίξουν τα προνόμια ακόμη και των ισχυρών.

Ωστόσο, ακόμη κι έτσι να το δούμε, αυτή η έλλειψη αντανακλαστικών από την πλευρά της ελληνικής «πλουτοκρατίας», είτε γνήσιων είτε επίπλαστων, με τρομάζει και με ενοχλεί, καθώς η συνοχή της κοινωνίας δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμη περισσότερο.

Όπως άκρως ενοχλητική, κι όχι μόνο για την ελληνική κοινή γνώμη, είναι κι η αίσθηση ότι εύποροι Έλληνες επενδύουν στο εξωτερικό, βγάζουν τα χρήματά τους από την Ελλάδα και δεν στηρίζουν τον τόπο τους, όταν ξένοι φορολογούμενοι καλούνται να δώσουν «βοήθεια» στη χώρα μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα «εθνικούς ευεργέτες», όπως και εγχώριους επενδυτές, που θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Τους χρειάζεται όμως και η ολιγάριθμη τάξη των ισχυρών του χρήματος.

Κι όχι μόνο για να σώσει την «ψυχή» της.
Σε προηγούμενα άρθρα ασχολήθηκα με τα κακώς κείμενα του ελληνικού ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σήμερα στην Ελλάδα η επιχειρηματική προσπάθεια, ιδιαίτερα η καινοτόμος, θυμίζει αγώνα τρεξίματος μέσα στη… λάσπη.

Μια ιδιόμορφη ελληνική λάσπη, που προέρχεται από την αδράνεια, την αντίσταση στην αλλαγή, τη γραφειοκρατία, την αδιαφορία αλλά και από την άγνοια για τις διεθνείς επιχειρηματικές εξελίξεις.

Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα έχει επιχειρήσεις που είναι πραγματικά «διαμάντια». Μάλλον δεν είναι πολλές και σίγουρα δεν είναι αρκετές για να φέρουν την ανάπτυξη που διακαώς επιδιώκουμε.

Οι περισσότερες είναι μικρές ή μικρομεσαίες και παλεύουν σήμερα να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους. Τις περισσότερες φορές λείπει το χρήμα και γενικότερα η ενθάρρυνση να αναδείξουν την καινοτομία τους.

Κάποιες -πολύ λίγες- βρίσκουν διέξοδο σε μικρές χρηματιστηριακές αγορές του εξωτερικού, όπως η βρετανική AIM, κι ανοίγουν τα φτερά τους, ενώ οι περισσότερες ψάχνουν να βρουν χρηματοδότη και δεν βρίσκουν, οπότε βολοδέρνουν με την «οργανική ανάπτυξη», χάνοντας πολύτιμο χρόνο και ίσως την ίδια την «ευκαιρία» τους.

Όσοι λοιπόν κόπτονται για την ανάπτυξη, είτε αυτοί είναι πολιτικοί, είτε παράγοντες της αγοράς, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν κατ' αρχάς ότι η καινοτομία δεν χρειάζεται να είναι… παγκόσμιου βεληνεκούς για να ωφελήσει τη χώρα.

Πολλές φορές είναι ακόμη καλύτερη η μεταφορά μιας ξένης καινοτομίας στην ελληνική πραγματικότητα με επιτυχημένο τρόπο.

Κι ακόμη θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η τεχνολογία ειδικώς και η καινοτομία γενικώς δεν ανθούν παρά μόνο όταν καλλιεργούνται συστηματικά.

Η χρηματοδότηση είναι ίσως το σημαντικότερο συστατικό αυτής της καλλιέργειας, με δεδομένα την τρέχουσα συγκυρία αλλά και τον γενικότερο δισταγμό των τραπεζών να στηρίξουν δυναμικά νέους επιχειρηματίες, ή να χρηματοδοτήσουν νέες καινοτόμες ιδέες, με υψηλό ενδεχομένως ρίσκο.

Γι' αυτό άλλωστε και διεθνώς ο βασικός χρηματοδότης της καινοτομίας δεν είναι ο τραπεζικός τομέας.

Στις χώρες του εξωτερικού, στις οποίες ανθεί η καινοτόμα επιχειρηματικότητα (αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκην υψηλή τεχνολογία), τον ρόλο αυτόν τον παίζουν πολυάριθμα Venture Capital Funds, Angel Investors και άλλες προχωρημένες μορφές χρηματοδότησης, που παραμένουν περίπου άγνωστες στη χώρα μας.

Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αλλάξει αν θέλουμε καινοτόμα επιχειρηματικότητα.

Θα πρέπει να δημιουργηθούν πραγματικά Venture Capital Funds, που θα βοηθούν στη δημιουργία και στο στήσιμο νέων επιχειρήσεων (seed - start up capital) και δεν θα είναι στην πλειονότητά τους τραπεζικά παρακλάδια, που απλώς θα αγοράζουν σχετικά μικρά ποσοστά σε ήδη αρκετά ανεπτυγμένες εταιρείες.

Όπως επίσης θα πρέπει να δοθούν πρόσθετα κίνητρα στους επενδυτές (μειωμένη φορολόγηση υπεραξίας, κερδών κ.λπ.) προκειμένου να προσελκυστούν διστακτικά κεφάλαια σε νέους καινοτόμους τομείς, ενώ σημαντικό ρόλο θα μπορούσαν να παίξουν και οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις.

Ιδίως με τον εξορθολογισμό των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά τον καθορισμό των επιδοτούμενων δράσεων.

Διότι με τον υπάρχοντα μηχανισμό επιζητείται η «καινοτομία», ακόμη και σε τομείς όπου το μόνο που απομένει σε διεθνές επίπεδο είναι να εφεύρεις εκ νέου τον… τροχό.

Όταν αυτό που πολλές φορές χρειάζεται στην πράξη η ελληνική οικονομία είναι ο «εξελληνισμός» εφαρμογών του εξωτερικού, κάτι που λόγω γλώσσας ή ειδικών τοπικών συνθηκών είναι συχνά δύσκολο και πολυέξοδο.

Ας μην τρέφουμε φρούδες ελπίδες ότι μπορούμε να γίνουμε διεθνείς πρωταγωνιστές σε χώρους «αιχμής» της τεχνολογίας, δεδομένου ότι η ίδια η γλώσσα και η έλλειψη μεγάλης εσωτερικής αγοράς αποτελούν τροχοπέδη.

Μπορούμε, όμως, να στηρίξουμε τα μικρά διαμάντια τα οποία καινοτομούν σε διάφορους χώρους, που βρίσκουν «niche markets» και αναπτύσσονται, καλλιεργώντας το περίφημο ελληνικό δαιμόνιο με έναν τρόπο που να ταιριάζει στην εγχώρια πραγματικότητα, στα πλεονεκτήματα και στους περιορισμούς της.
v