Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Θα ήθελα πολύ να πανηγυρίσω για την πρώτη «καθαρόαιμη» κυβέρνηση συνεργασίας στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν γίνεται.

Για μία ακόμη φορά, ο φόβος του «πολιτικού κόστους» θριάμβευσε επί του ρεαλισμού, δημιουργώντας λειτουργικά αλλά και πολιτικά κενά.

Κι αυτό παρότι η εμπειρία Σαμαρά από τη «συγκυβέρνηση» Παπαδήμου έπρεπε να έχει καταδείξει σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές το εξής απλό:

Όσο «διακριτική» κι αν είναι η παρουσία μιας παράταξης στην κυβέρνηση, όσο κι αν ο αρχηγός της (τότε ο Σαμαράς) διατείνεται ότι «δεν κυβερνά, απλώς στηρίζει», το πολιτικό κόστος «φυγείν αδύνατον», όπως φάνηκε καθαρότατα στις εκλογές της 6ης Μαΐου.

Η απουσία των δύο πολιτικών αρχηγών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ (σε θέσεις αντιπροέδρων της κυβέρνησης) συνιστά το πρώτο λειτουργικό «ατόπημα», το οποίο θα συνοδευτεί από συσκέψεις και επισκέψεις (εκτός των πλαισίων της κυβέρνησης) προκειμένου να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις.

Συνιστά όμως και πολιτικό εμπόδιο, καθώς το ειδικό βάρος των δύο αρχηγών δεν θα συνοδεύει τις κυβερνητικές αποφάσεις, παρά μόνο έμμεσα, διά της τεθλασμένης.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η «προγραμματική πλατφόρμα» που θα ενώσει τις τρεις πολιτικές δυνάμεις στην κυβερνητική προσπάθεια δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως, γι' αυτό και θα περιοριστώ γενικά στο θέμα των προσώπων που φαίνεται ότι θα τη στελεχώσουν σε ευαίσθητους και μη τομείς.

Όπως προκύπτει με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η παρουσία «τεχνοκρατών» σε συγκεκριμένες θέσεις δεν έχει γίνει ως επί το πλείστον με γνώμονα την προτίμηση προς αυτούς λόγω των προσόντων, σε σχέση με αμιγώς πολιτικά πρόσωπα.

Μάλλον ακολουθείται ως «προκάλυμμα», ώστε να μην «εκτεθούν» πολιτικά πρόσωπα από τις παρατάξεις (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ), που επιθυμούν να ακολουθήσουν σε επίπεδο εντυπώσεων την τακτική του… ολίγον έγκυος.

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι με αυτήν την τακτική δεν συγκροτείται «κυβέρνηση αρίστων», αυτό δηλαδή που έχει σήμερα ανάγκη ο τόπος κι αυτό που υπέδειξε η «λαϊκή εντολή», ούτε κυβέρνηση «μακράς πνοής».

Περισσότερο φαίνεται να έχουμε, σε επίπεδο σύνθεσης, μια αντιστροφή της συγκυβέρνησης των προηγούμενων μηνών, όπου ο (ελαφρά) χρωματισμένος τεχνοκράτης πρωθυπουργός αντικαθίσταται από (περισσότερο) χρωματισμένους τεχνοκράτες, σε εξαιρετικά ευαίσθητα υπουργεία, τα οποία θα συσσωρεύσουν και το μεγαλύτερο (προσωπικό) κόστος σε περίπτωση αποτυχίας.

Από την άποψη αυτή (δεδομένης της γνωστής ρήσης περί της πατρότητας νίκης και ήττας), η λογική του πολιτικού κόστους είναι και πάλι προφανής.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω, απλώς για να καταδείξω τι εννοώ, ότι όταν απομακρύνθηκε από το υπουργείο Οικονομίας ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, για να αντικατασταθεί από το «νούμερο 2» του τότε ΠΑΣΟΚ, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ένας από τους λόγους που ακούστηκαν αφορούσε το μεγαλύτερο (πολιτικό) βάρος του τελευταίου στο κόμμα και στην ευρύτερη κοινή γνώμη.

Η παρουσία λοιπόν του σεβαστού κατά τα άλλα Βασίλη Ράπανου στη θέση του υπουργού Οικονομικών (παρά τα πλούσια θεωρητικά προσόντα του και την πείρα σε περιφερειακές θέσεις «εφαπτόμενες» των ευρωπαϊκών διαδικασιών) με κάνει να διερωτώμαι από τώρα το εξής:

Από πόσα κέντρα εξουσίας πέριξ και εντός της κυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνει πράσινο φως για να πει όχι σε άλλους υπουργούς ή να συγκρουστεί για να επιβάλει συγκεκριμένες πολιτικές, σε αυτήν την υποτιθέμενη κυβέρνηση «σωτηρίας»;

Εμένα περισσότερο «κυβέρνηση… με μισή καρδιά» μου θυμίζει.

Θα σταματήσω την «γκρίνια» σε αυτό το σημείο γιατί ενδόμυχα θέλω κι εγώ να πιστέψω στη νίκη. Όχι στην ποδοσφαιρική νίκη της Παρασκευής ενάντια στη Γερμανία, αλλά σε μια νίκη της χώρας απέναντι στην κρίση, που την έχει καταρρακώσει.

Με όλα αυτά που παρατηρώ, όμως, δεν ξέρω αν το «θαύμα» της ερχόμενης Παρασκευής είναι πιο εύκολο από αυτά που θα απαιτηθούν τους επόμενους μήνες.

Επειδή πολλά θα ακουστούν αυτές τις μέρες, είναι καλό να δούμε ορισμένους αριθμούς με σαφήνεια, ώστε να βγάλουμε και το συμπέρασμα:

1. Η Νέα Δημοκρατία, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές είχαν αθροιστικά ποσοστό της τάξεως του 48% και σχεδόν 180 βουλευτές. Τα ποσοστά αυτά είναι υπεραρκετά για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, ενώ αν συναθροιστούν και τα ποσοστά ΔΡΑΣΗΣ-ΔΗΞΑΝ (που έμεινε εκτός Βουλής) αγγίζουν το 50% της κοινωνίας.

Κατά συνέπεια, προσχηματικές «ταμπουρώσεις» κομμάτων (με χαρακτηριστικό χθες παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο τη ΔΗΜΑΡ) πίσω από τη θέση ότι πρέπει «ντε και καλά» να συμμετάσχει και ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση «συνευθύνης» σηματοδοτούν ένα διόλου αλτρουιστικό (πλην όμως… δικαιολογημένο) φόβο. Ότι η δεξαμενή ψηφοφόρων του κραταιού ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος θα τροφοδοτεί πλέον προνομιακά τον ΣΥΡΙΖΑ αν παραμείνει μόνος στην αντιπολίτευση.

2. Είναι όμως πολύ σημαντικό ότι το υπόλοιπο σχεδόν 50% της κοινωνίας είναι ήδη υπέρ πιο δυναμικών λύσεων από την απλή «βελτίωση» του μνημονίου, είτε μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ είτε για τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τον ΛΑΟΣ, είτε για ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς όπως η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ.

3. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να κρατήσουμε το ποσοστό 75% που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των exit-polls θέλει επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων, προφανώς γιατί δεν θέλει ακόμη πιο σκληρή λιτότητα, περισσότερη ανεργία και ύφεση.

4. Τέλος, θα πρέπει να δούμε πιο σοβαρά το «φαινόμενο» Χρυσή Αυγή, που διατήρησε τα ποσοστά της κι επιβεβαίωσε ότι είναι πλέον υπαρκτή πολιτική δύναμη. Μια δύναμη που κυριολεκτικά θρέφεται από την αποτυχία του πολιτικού και μιντιακού συστήματος, αλλά και από την ανεπαρκή λειτουργία του κράτους.

Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν ότι για να σταθεί αυτή η κυβέρνηση στην κοινωνία και να μακροημερεύσει είναι υποχρεωμένη να βελτιώσει αισθητά την αίσθηση που έχει σήμερα ο πολίτης για την οικονομία, την ασφάλεια και το μέλλον του.

Με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένη να πετύχει σημαντικές βελτιώσεις στα μνημόνια (ειδικά σε θέματα λιτότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης), αλλά και στην προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους.

Το πρώτο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διάθεση των εταίρων μας και του ΔΝΤ, το δεύτερο όμως εξαρτάται κυρίως από την αποτελεσματικότητα της ίδιας της κυβέρνησης και την αποφασιστικότητα που θα επιδείξει.

Η συγκυρία, βεβαίως, είναι πλέον πολύ δύσκολη. Τα σφάλματα του παρελθόντος έχουν κάνει την κοινωνία καχύποπτη και δύστροπη, έτοιμη να αντιδράσει, ενώ η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση ίσως φέρει ισχυρά προσκόμματα σε θέματα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και στον λεγόμενο «κρατικό» συνδικαλισμό.

Ωστόσο, όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες, «it is what it is - and it becomes what you make of it».

Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί πρέπει να χαρακτηριστεί από πολιτικό ρεαλισμό. Να διαγνώσει γρήγορα τις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος και να τις καλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό, συγκρουόμενη με συμφέροντα κατόπιν σχεδίου και όχι στα τυφλά και με προχειρότητες.

Πρέπει επίσης να εξηγήσει την κατάσταση στους εταίρους (αξιοποιώντας τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπόλοιπη αντιπολίτευση ως διαπραγματευτικό ατού) και να εκμεταλλευτεί πλήρως την αλλαγή που συμβαίνει σταδιακά στους πολιτικοοικονομικούς συσχετισμούς εντός των ισχυρών κρατών της Ευρώπης, στο πλαίσιο της όξυνσης της πανευρωπαϊκής κρίσης.

Σε άλλη περίπτωση, θα αποτύχει γρήγορα. Θα συντριβεί από τους αριθμούς που αναφέραμε προηγουμένως, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη, αλλά και τροφοδοτώντας με ακόμη υψηλότερα νούμερα ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς.

Η χθεσινή ομιλία Σαμαρά δεν έδωσε γεύση αποφασιστικότητας, ούτε και την αίσθηση ότι αντιλαμβάνεται πλήρως το κλίμα στην κοινή γνώμη.

Θέλω να πιστεύω ότι η έλλειψη οιασδήποτε αναφοράς στην επαναδιαπραγμάτευση ήταν στο πλαίσιο μιας «ήρεμης» (προς τους Ευρωπαίους) πρώτης εμφάνισης κι όχι κάτι περισσότερο.

Κι ότι γρήγορα θα αντιληφθεί την κορυφαία σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης στην τρέχουσα συγκυρία.

Διότι είτε είναι ο ίδιος πρωθυπουργός είτε όχι, θα είναι το βασικό στήριγμα και «στίγμα» της κυβέρνησης συνεργασίας, που ευελπιστώ ότι θα έχουμε πολύ σύντομα.


ΥΓ.: Στο 39% η αποχή. Κατά τη γνώμη μου, το ποσοστό αυτό στη συγκεκριμένη συγκυρία σημαίνει ότι το πολιτικό σκηνικό αδυνατεί ακόμη να εκφράσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής. Αυτό που με τρομάζει όμως εκ των προτέρων, δύο μέρες πριν από τις εκλογές, είναι οι θέσεις που λαμβάνουν εσχάτως τα κόμματα σε σχέση με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.

Οι πιθανοί συνδυασμοί δεν είναι ιδιαίτερα ευάριθμοι. Πρώτο κόμμα θα είναι είτε η Ν.Δ. είτε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ρυθμιστικό ρόλο θα έχουν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και πιθανώς οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, με βάση τη δεδηλωμένη αντίθεση του ΚΚΕ σε οιαδήποτε κυβερνητική συμμετοχή.

Στα «χαρτιά» ο σχηματισμός κυβέρνησης φαίνεται μάλλον εύκολη υπόθεση.

Εντούτοις, και παρά τη διαπιστωμένη προγραμματική σύγκλιση σε αρκετά σημεία, όπως τα καταγράφει το Euro2day.gr, φαίνεται ότι οι πολιτικοί μας ετοιμάζονται να… σκοντάψουν σε άλλα σημεία.

Κυρίως στον περίφημο παράγοντα του πολιτικού κόστους και δευτερευόντως στα πρόσωπα.

Το παιχνίδι αυτό παίχτηκε ήδη στις προηγούμενες εκλογές. Η ΔΗΜΑΡ δεν θέλησε να συμμετάσχει σε μια συγκυβέρνηση μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ επειδή δεν συμμετείχε ο… ΣΥΡΙΖΑ.

Την ίδια περίπου θέση ευαγγελίστηκε τότε -και επανέφερε τις τελευταίες ημέρες- το ΠΑΣΟΚ, με την εκ πρώτης περίεργη αιτιολογία ότι δεν προτίθεται να αναλάβει «περισσότερη ευθύνη από αυτήν που θα (του) δώσει ο λαός». Λες και η πολιτική ευθύνη είναι ευθέως ανάλογη του ποσοστού, των…. κουκιών που μάζεψε ένα κόμμα, κι όχι της κρισιμότητας των περιστάσεων.

Ωστόσο, δηλώνοντας ότι επιθυμεί «κυβέρνηση συνευθύνης», το ΠΑΣΟΚ φανερώνει τι θέλει να αποφύγει. Δεν θέλει να μοιραστεί την ευθύνη νέας συγκυβέρνησης, παρά μόνο εάν σε αυτή μετέχει και ο… ΣΥΡΙΖΑ, για να μην πετροβολείται από τη μείζονα αντιπολίτευση!

Οι περίπου κοινές αυτές θέσεις της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ έχουν μια απολύτως κατανοητή κομματική αφετηρία. Σε μεγάλο βαθμό, ακριβώς όπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλιεύουν από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του παλαιού κραταιού ΠΑΣΟΚ.

Την οποία και δεν θέλουν μελλοντικά να εκχωρήσουν στην προνομιακή δυνατότητα άσκησης αντιπολίτευσης που θα αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ εάν εκείνα συμμετέχουν σε συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία.

Κατανοητό, αλλά και απολύτως κατακριτέο.

Από τον σχηματισμό κυβέρνησης μέσα σε ελάχιστες ημέρες (4 για την ακρίβεια έως το Eurogroup της 21ης Ιουνίου και 11 έως τη Σύνοδο Κορυφής) κρίνονται πολύ περισσότερα από τα όποια «κουκιά» της μιας ή της άλλης πολιτικής παράταξης.

Εξίσου κατακριτέα, κατά τη γνώμη μου, είναι και η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι αν είναι πρώτο κόμμα, για να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να υιοθετήσει το τελευταίο τη δική του προγραμματική πλατφόρμα, θέση που υποθέτω ότι θα ισχύει και για τη ΔΗΜΑΡ.

Πρόκειται για θέση παράλογη, δεδομένων των συνθηκών, αλλά και της έμφασης που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην καθιέρωση της απλής αναλογικής, η οποία προφανώς θα επιβάλει ευρύτερες κυβερνητικές συγκλίσεις σε επίπεδο εφαρμογής προγραμμάτων.

Τέλος, εντελώς γελοία στα μάτια μου εμφανίζεται και η φιλολογία που έχει ξεκινήσει για το αν πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση με βάση τη Ν.Δ. θα είναι ο Αντώνης Σαμαράς ή κάποιος άλλος, δημιουργώντας εντάσεις ακόμη και μέσα στην ίδια τη Ν.Δ.

Μια φιλολογία που δεν αποκλείεται να… μετακομίσει στα αριστερά (τα πρόσωπα βεβαίως θα αλλάξουν) στην περίπτωση όπου πρώτο κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν τα φληναφήματα αυτά, που αφορούν προσωπικές και στενά κομματικές επιδιώξεις, συνεχιστούν μετά την Κυριακή -όπως τώρα διαφαίνεται-, θα είναι τρανή απόδειξη ότι οι πολιτικοί μας παραμένουν ιδανικοί… αυτόχειρες.

Ανίκανοι να σταθούν στο ύψος που απαιτεί η κρισιμότητα της κατάστασης, ανήμποροι να αντιληφθούν τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει για την πολιτική επιβίωσή τους. Κι απρόθυμοι να κυβερνήσουν.

Ελπίζω -και εύχομαι- να διαψευστεί πανηγυρικά αυτή η δυσοίωνη παρατήρηση. Γιατί σε άλλη περίπτωση, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος προς την καταστροφή.
Φόβος και οργή: Μαχαίρια με δύο κόψεις…
Τα ψυχολογικά «όπλα» που κατά κόρον χρησιμοποιούνται από τα περισσότερα κόμματα σε αυτές τις εκλογές είναι ο φόβος (από την πλευρά των μνημονιακών) και η οργή από την πλευρά των υπολοίπων.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μαχαίρια με δύο κόψεις. Προεκλογικά πολώνουν το κλίμα και συσπειρώνουν ψηφοφόρους, μετεκλογικά όμως εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.

Ο φόβος της δραχμής και της εξόδου από το ευρώ που υποθάλπει η μία πλευρά προκαλεί σε μερίδα των πολιτών -ιδίως στους εύπορους- σημαντική ανασφάλεια, που μετεκλογικά θα μπορούσε να προκαλέσει κινήσεις πανικού.

Κι αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η χώρα.

Ομοίως, η καλλιέργεια κλίματος οργής μπορεί να αποδειχτεί μεγάλη τροχοπέδη για την άλλη πλευρά, καθώς είναι γνωστό ότι η διακυβέρνηση σπανίως οδηγεί σε θαύματα.

Τουναντίον, συνήθως συνεπάγεται ρεαλισμό, συμβιβασμούς και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, κάτι που μπορεί να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τους ήδη «αγανακτισμένους».

Ίσως, όμως, το χειρότερο να είναι το γεγονός ότι η προεκλογική απώλεια μέτρου θα μεταφραστεί μετεκλογικά είτε σε απώλεια αξιοπιστίας (από την οποία το πολιτικό σύστημα διαθέτει ήδη μηδενικά αποθέματα) είτε σε στενά, έως και ανύπαρκτα, περιθώρια διακομματικής συνεργασίας.

Η προηγούμενη εμπειρία δείχνει ότι το προεκλογικό «μένος» εύκολα μετατρέπεται σε μετεκλογικές «κωλοτούμπες», εφόσον το απαιτεί ο πολιτικός ρεαλισμός, ανεξαρτήτως τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα, με μόνη εξαίρεση το ΚΚΕ.

Το φιλοθέαμον κοινό, όμως, έχει κουραστεί από τους αδιάκοπους πολιτικούς ακροβατισμούς. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν ο εκλογικός καταποντισμός του ΛΑΟΣ και οι ποικίλες απώλειες που υπέστη η Νέα Δημοκρατία.

Εν ολίγοις, με τα δεδομένα που παγιώνονται στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης, την οποία μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θα επιδοκίμαζε, φαντάζει πολύ δύσκολος.

Τα πράγματα δείχνουν πιο εύκολα σε ό,τι αφορά τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Η οποία, όμως, σε κάθε περίπτωση θα έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικές έριδες, εξωτερική αντιπολίτευση και κυρίως μια κοινωνία σε αναβρασμό.

Ακόμη κι αν τα «μαχαίρια» αυτής της προεκλογικής περιόδου μπουν στο θηκάρι, τα τραύματα που προξένησαν στην κοινή γνώμη δεν θα κλείσουν εύκολα.

Δεν είναι πολλές οι μέρες που απομένουν μέχρι την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, μια αναμέτρηση που υποτίθεται ότι είναι πολύ κρίσιμη για το μέλλον της Ελλάδας.

Αναμφίβολα κάθε εκλογική διαδικασία έχει τη σημασία της, ωστόσο θεωρώ τις απόψεις περί κρισιμότητας μάλλον υπερβολικές.

Σε παλαιότερο κείμενο είχα αποτολμήσει την πρόβλεψη ότι οι εκλογές της 6ης Μαΐου θα επαναλαμβάνονταν γρήγορα. Τούτη τη φορά εκτιμώ ότι θα προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά με αμφίβολη μακροβιότητα και αποτελεσματικότητα.

Αν πράγματι επιβεβαιωθεί αυτή η άποψη, θα οφείλεται κυρίως στο «κενό πραγματικότητας» στο οποίο εξακολουθεί να κινείται η πολιτική σκηνή αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Και εξηγώ:

Τα προβλήματα της χώρας εκτυλίσσονται μέσα στο σκηνικό της διεθνούς κρίσης, της ανεπάρκειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της διαμάχης των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, με την κεϊνσιανή θεώρηση της πολιτικής οικονομίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων μας εξαρτάται κυρίως από τον ξένο παράγοντα και την οποιαδήποτε «βοήθειά» του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, οι οποίες σχετίζονται με τις «ασθένειες» που απέκτησαν ενδημικό χαρακτήρα στη χώρα μας:

Είναι γεγονός ότι τα υφιστάμενα μνημόνια αντικατοπτρίζουν την κρατούσα -ακόμη- «νεοφιλελεύθερη» άποψη. Όμως, είναι επίσης γεγονός ότι μια τόσο χρεωμένη και αποδιοργανωμένη χώρα όπως η δική μας δεν δύναται να ωθήσει την ανάπτυξη απλώς και μόνο μέσω ενίσχυσης των κρατικών δαπανών.

Είναι επίσης γεγονός ότι η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού που συντελείται στην Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δεν γίνεται όμως να αντιμετωπιστεί από ένα κράτος διεφθαρμένο, ανοργάνωτο και σπάταλο όπως αυτό που σήμερα διαθέτουμε.

Εν ολίγοις, όσο δεν θεραπεύονται από εμάς οι ενδημικές ασθένειες, όσο οι δομές και οι θεσμοί είναι σε τραγελαφική κατάσταση, δεν υπάρχει «σωστή» και «λάθος» λύση, κάτω από οποιοδήποτε οικονομικό και ιδεολογικό πρίσμα.

Όλες οι λύσεις θα είναι «λάθος» εξαιτίας του τρόπου και των συνθηκών εφαρμογής τους.

Παρ' όλα αυτά, τα κόμματα αποφεύγουν να κοιτάξουν κατά πρόσωπο τις ενδημικές «ασθένειες» που πρέπει επειγόντως να θεραπευτούν κι αναλώνονται σε δήθεν διλήμματα που έχουν σχέση με έναν και μόνο παράγοντα:

Τη διαπραγμάτευση του βελτιωμένου «αντιτίμου» που θα προσφέρει στους δανειστές η χώρα μας προκειμένου να συνεχιστεί η εξωτερική βοήθεια, ώστε να περάσει ακόμη ένα διάστημα, χωρίς πλήρη χρεοκοπία.

Στην ουσία, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες ακολουθούν το κακό παράδειγμα που έδωσε και δίνει η Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση. Ασχολούνται με τη χρονική μετάθεση του αναπόφευκτου κι όχι με τη συστηματική, οργανωμένη αντιμετώπισή του.

Στην περίπτωση της Ευρώπης, όμως, υπάρχουν δικαιολογίες. Πρόκειται για μια «ένωση» που πρακτικά δεν έγινε ποτέ, η οποία απέκτησε νόμισμα στηριγμένο αποκλειστικά στην πολιτική βούληση ορισμένων ηγεσιών κι όχι στους νόμους της οικονομίας. Μοιάζει δυστυχώς με ένα «πείραμα», που συνεχίζεται με μισή καρδιά!

Για την Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Στο βάθος όλοι ξέρουμε ποιες ήταν οι ασθένειες και ότι πρέπει να καταπολεμηθούν. Απλώς εθελοτυφλούμε, ενίοτε σκεπτόμενοι το προσωπικό όφελος.

Όχι μόνο οι ηγεσίες, αλλά και οι περισσότεροι εξ ημών των πολιτών.

Γι' αυτό και είναι δύσκολο να δούμε εκλογικό αποτέλεσμα που θα αντέξει στον χρόνο και στις περιστάσεις...

v