Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Πολλά από όσα συμβαίνουν σήμερα στο «ελληνικό» διαδίκτυο προσφέρουν ένα μικρό δείγμα της Ελλάδας που θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας. Κατ' όνομα, οι ελληνικές διευθύνσεις του διαδικτύου προσφέρουν τεράστια πληθώρα επιλογών για ενημέρωση και επιμόρφωση, σχεδόν επί παντός επιστητού.

Αν όμως «ξύσει» κάποιος την επιφάνεια, τα πράγματα σε πολλές περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικά. Γύρω από έναν πυρήνα προσπαθειών που στηρίζονται σε αμειβόμενη πνευματική εργασία, πολλές φορές από επαγγελματίες δημοσιογράφους, έχει στηθεί μια πραγματική μηχανή κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων, κλοπής δηλαδή του προϊόντος αυτής της ανθρώπινης εργασίας.

Για πολλούς κατεργάρηδες η ελεύθερη διακίνηση ιδεών που πρέπει να προσφέρει το διαδίκτυο έχει εξελιχθεί σε «κόλπο» για φθηνά διαφημιστικά έσοδα, με την απλή μέθοδο του copy paste, το οποίο στη χώρα μας έχει καταντήσει «κλόπη paste».

Για τους ίδιους, ελεύθερη διακίνηση ιδεών σημαίνει απλώς ευχέρεια κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας κάποιου άλλου, πλήρη αντιγραφή κειμένων και φωτογραφιών, ακόμη και επώνυμων άρθρων (χωρίς κατά κανόνα ουδεμία αναφορά στο όνομα του πραγματικού αρθρογράφου), τις περισσότερες φορές είτε χωρίς αναγραφή της πηγής, είτε με αναφορά σε γράμματα... ψείρες στο τέλος του κειμένου.

Και σχεδόν πάντα χωρίς την ενεργό σύνδεση με το original κείμενο (το κλασικό link), ώστε να μην καταλάβει το Google, ο τροχονόμος του διεθνούς διαδικτύου, ότι πρόκειται για αναδημοσίευση από κάποιο άλλο πρωτότυπο κείμενο.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε αυτήν τη χώρα, όπου σχεδόν τα πάντα ευτελίζονται, διαστρέφονται και κακοποιούνται, δεκάδες ιστότοποι στήνονται ως blogs, ως δήθεν ιστολόγια δηλαδή, τα οποία ουδόλως βέβαια καταγράφουν τις απόψεις, τα βιώματα ή τις ανησυχίες των συντακτών τους.

Στην πράξη απλώς αντιγράφουν συστηματικά και με ρυθμό δεκάδων ιστοσελίδων την ημέρα το περιεχόμενο άλλων ιστοτόπων με πρωτότυπα κείμενα και άρθρα, ακολουθώντας αυτήν την τακτική, όχι για να ενημερώσουν τον κόσμο (αλλιώς θα φρόντιζαν να δημοσιεύουν και να συνδέουν τις αναδημοσιεύσεις με την πρωτότυπη πηγή)ν αλλά για να γίνουν ανέξοδα «εκδότες» του διαδικτύου και να προσποριστούν τα έσοδα από τις διαφημίσεις Google.

To αξιοπερίεργο είναι ότι αυτήν την ξεκάθαρη μορφή πειρατείας, αυτήν την υφαρπαγή πνευματικής εργασίας, δεν φαίνεται να την έχει πάρει χαμπάρι κανένας από τους αρμοδίους, αν κρίνω από την έλλειψη οποιασδήποτε οργανωμένης αντίδρασης.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική πολιτεία, δεδομένων των... γενικότερων «επιδόσεών» της, το γεγονός δεν μου προκαλεί έκπληξη. Εδώ δεν έχει καταφέρει να βάλει σε τάξη το Κτηματολόγιο επί δεκαετίες, θα κάτσει να ασχοληθεί με το «καινούργιο» διαδίκτυο (στην Ελλάδα φαίνεται ότι το «καινούργιο» κρατάει μερικές... δεκαετίες);

Σε ό,τι αφορά όμως τις επαγγελματικές ενώσεις των δημοσιογράφων, των εκδοτών και των λοιπών άμεσα εμπλεκόμενων, η έλλειψη αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου προκαλεί κατάπληξη.

΄Ισως οι συνδικαλιστές του χώρου να μην έχουν αντιληφθεί ακόμη πόσες θέσεις εργασίας χάνονται από αυτήν την κλοπή, πόσοι «εκδότες» κυκλοφορούν, με «προϊόντα» που δεν στηρίζονται σε καμία επαγγελματική εργασία, παρά μόνο στην κλοπή των εργασίας των άλλων, πολλές φορές με κερδοφόρο (για τους ίδιους) αποτέλεσμα.

Σε αυτό το ξέφραγο αμπέλι της πειρατείας, υπάρχουν βέβαια και οι αναγνώστες. Που πολλές φορές «βρίσκουν» ψάχνοντας αυτό που τους ενδιαφέρει στην αχανή θάλασσα του internet. Κι απλώς το διαβάζουν, πολλές φορές μη αντιλαμβανόμενοι ότι διαβάζουν κάτι σε έναν χώρο που δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει υπογραφές, δεν έχει έστω τη σύνδεση με την πηγή του πρωτοτύπου.

Αυτοί πρέπει να προσέξουν «τι διαβάζουν, πού», τουλάχιστον για σοβαρά θέματα. Διότι, πέρα από την πληροφόρηση, υπάρχει η παραπληροφόρηση, η ανευθυνότητα, η παροχή αποσπασματικών ή παραποιημένων και παραπλανητικών «ειδήσεων», που μόνο στόχο έχει να προωθήσει κάποια συμφέροντα.

Κοινό χαρακτηριστικό τέτοιου είδους τόπων είναι η κάλυψη πίσω από την ανωνυμία που προσφέρει η χρήση μηχανισμών για ιστολόγια, ή ακόμη κι όταν πρόκειται για ιστοτόπους η άρνηση αποκάλυψης της «ταυτότητας» του Μέσου, των ανθρώπων δηλαδή που είναι υπεύθυνοι γι' αυτό και ασχολούνται με τη σύνταξή του.

Το αντίστοιχο θα ήταν να διάβαζε κάποιος μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό που εκδίδεται χωρίς υπογραφές, με διεύθυνση μια ταχυδρομική θυρίδα στα νησιά Γκαλαπάγκος.

Κάποια στιγμή αυτό το ξέφραγο αμπέλι θα τελειώσει, όπως τελειώνει στο εξωτερικό. Ο νόμος προστατεύει την πνευματική ιδιοκτησία, όπου κι αν αυτή ευρίσκεται - το διαδίκτυο δεν εξαιρείται.

Ως τότε φίλοι αναγνώστες προσέξτε «τι διαβάζετε, πού». Σκεφτείτε για ποιον λόγο κάποιοι επιδιώκουν την ανωνυμία, διστάζουν να αποκαλύψουν ποιοι είναι, όταν απλώς υποτίθεται ότι ενημερώνουν. Προσέξτε αν το δημοσίευμα έχει υπογραφή, αναφορές στην πηγή και σύνδεση στο πρωτότυπο κείμενο.

Αλλιώς δεν θα μάθετε ποτέ αν διαβάσατε κάτι ολόκληρο, μισό, ή απλώς παραλλαγμένο

Και γενικώς, αποφύγετέ τους.

Είναι οι «πειρατές» του internet.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χρηματιστηριακοί δείκτες καλπάζουν, ενώ στην Ευρώπη οι τιμές των ομολόγων δείχνουν να προεξοφλούν βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Κάποτε οι «πιστοί» των αγορών θα αισιοδοξούσαν για καλύτερες μέρες, αρκούμενοι σε αυτήν τη συμπεριφορά μετοχών και ομολόγων.

Όχι όμως τώρα.

Σε μεγάλο βαθμό η άνοδος των χρηματιστηριακών τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζεται στη «διευκόλυνση» που συστηματικά παρέχει η FED.

Το ίδιο περίπου ισχύει και στην πλησιέστερη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέτυχε με την πολιτική αλλά και τις δηλώσεις Ντράγκι να δημιουργήσει ένα «χαλί» που προστατεύει τις τιμές των κρατικών ομολόγων σε σημαντικές χώρες της ευρωζώνης όπως η Ιταλία.

Το οικονομικό υπόβαθρο των αγορών, όμως, δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν την αξιολόγησή τους να μειώνεται από τους διεθνείς οίκους, ενώ η ανεργία καλπάζει και η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται.

Ακόμη και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικονομία δεν έχει καταφέρει να περάσει σε «διατηρήσιμους» ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ανεργία επιμένει.

Οι αγορές προς το παρόν δεν αμφισβητούν την τάση που διαμορφώνουν τα «αόρατα χέρια» των κεντρικών τραπεζών, όχι γιατί πιστεύουν σε αυτήν, αλλά γιατί δεν έχουν λόγο -προς το παρόν- να ποντάρουν αντίστροφα.

Όπως λέει και η παλιά ρήση της Wall Street «never bet against the FED», ή τουλάχιστον μέχρι να σου δοθεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία.

Το επικίνδυνο σε αυτήν την κατάσταση είναι ότι... «η ουρά κουνάει τον σκύλο» αντί να κουνάει ο σκύλος την ουρά του.

Με άλλα λόγια, αντί οι συνθήκες στην πραγματική οικονομία να δημιουργούν ανοδικές συνθήκες στις αγορές, δημιουργούνται τεχνητά ευμενείς συνθήκες στις αγορές μήπως και προκύψει «ανάταση» στην πραγματική οικονομία.

Κι όσο δεν σημειώνεται αυτή η ανάταση, τόσο περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια για τις κεντρικές τράπεζες, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος να καταρρεύσουν με κάποια αφορμή και οι αγορές, δημιουργώντας πλέον συνθήκες βίαιης ύφεσης στις οικονομίες.

ΥΓ.: «Sell in May and go away», λέει μια άλλη παλιά ρήση της Wall Street. Μένει να δούμε αν θα επαληθευτεί εφέτος.
Η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται σε κρίση εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αυτή των ΗΠΑ, πασχίζει μετά το 2008 να ανεβάσει στροφές, να λειτουργήσει με σταθερότητα τον κινητήρα της ανάπτυξης, αλλά -παρά την έκρηξη των χρηματιστηριακών δεικτών- δεν φαίνεται να τα έχει καταφέρει.

Η Ευρώπη, πάλι, διολισθαίνει αργά, αλλά σταθερά στην ύφεση, με ένα μεγάλο κομμάτι της, την περιφέρεια, να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση επί χρόνια.

Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, κι ενώ οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν ήδη σειρά «αντισυμβατικών» μέτρων, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάντως να είναι η πιο συγκρατημένη, σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν, το βασικό όπλο μιας κεντρικής τράπεζας είναι η μείωση των επιτοκίων. Πρόκειται για όπλο που έχει τόσο μεγαλύτερη ισχύ όσο υψηλότερο είναι το ύψος από το οποίο ξεκινάει η μείωσή τους.

Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων ετών, όταν τα επιτόκια είναι ήδη σε χαμηλά επίπεδα, η επίδραση του όπλου είναι πολύ μειωμένη. Το διαπίστωσε αυτό η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, το διαπίστωσε και η FED.

Tόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ιαπωνία έχουν δοκιμαστεί επιπλέον διάφορα «μη συμβατικά μέτρα», όπως η ποσοτική χαλάρωση, το λεγόμενο QE, που έχει φέρει κάποιους καρπούς για την αμερικανική οικονομίας, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει -τουλάχιστον προς το παρόν- να δώσει μια ξεκάθαρα αναπτυξιακή δυναμική

Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας αποφάσισε πρόσφατα να ρίξει τεράστια ποσά στην οικονομία, αγοράζοντας και η ίδια μετοχές.

Την Παρασκευή, μάλιστα, υπήρξαν και δηλώσεις εκ μέρους του Jim O'Neil της Goldman Sachs, ενός από τους πλέον σεβαστούς «γκουρού» διεθνώς, σύμφωνα με τις οποίες η αγορά μετοχών από κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να μετατρέπονται σε «αποθήκες» ομολόγων και άλλων αξιογράφων, τα οποία αγοράζουν ή αποκτούν ως «ενέχυρο» για να προσφέρουν ρευστότητα στο τραπεζικό τους σύστημα.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, έχουν ήδη μετατραπεί σε «επενδυτές». Άρα, λένε αρκετοί ειδήμονες, γιατί να μην αγοράζουν και μετοχές;

Εμένα πάντως αυτή η εξέλιξη μου θυμίζει επικίνδυνα τον απελπισμένο χαρτοπαίκτη, ο οποίος, έχοντας προσπαθήσει ξανά και ξανά να ρεφάρει στο παιχνίδι, παίζει πλέον τα ρέστα του.

Η άμεση ανάμιξη μιας κεντρικής τράπεζας στο χρηματιστήριο συνιστά στην πράξη μεθοδευμένη αγορά μετοχών, όχι απλώς με δημόσιο χρήμα, αλλά και με χρήμα που μπορεί και να τυπώνεται γι' αυτόν τον σκοπό. Συνιστά επίσης και σημαντικό εν δυνάμει κίνδυνο καθώς οι διακυμάνσεις των μετοχών είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αυτές των ομολόγων.

Μια κεντρική τράπεζα, κατά κανόνα, διαθέτει τεράστιο ισολογισμό σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της, ενώ έχει έναν και μόνο εγγυητή: το Δημόσιο της χώρας στην οποία ανήκει!

Άρα αυτό το μπάσταρδο είδος «κρατικού» καπιταλισμού φέρνει τελικά τον φορολογούμενο αντιμέτωπο με όλους τους πιθανούς κινδύνους, δημιουργώντας μια αίσθηση απόγνωσης εκ μέρους των εμπνευστών του.

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, που δεν έχει καταφέρει να συνέλθει εδώ και δεκαετίες, ίσως αυτή η απόγνωση να είναι πια δικαιολογημένη. Το γεγονός όμως ότι το φαινόμενο αρχίζει να φαίνεται «ευχάριστο» και στη υπόλοιπη Δύση είναι κατά την άποψή μου ιδιαίτερα ανησυχητικό.

Σημαίνει ίσως ότι η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι πια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ότι φοβούνται πως θα ακολουθήσουν στον δρόμο της Ιαπωνίας, για λόγους δομικούς. Ότι το «σύστημα» που ξέραμε φτάνει στα όριά του, αδυνατώντας να αντεπεξέλθει.

Κι αν είναι έτσι, όταν πέσουν στο τραπέζι και τα τελευταία χαρτιά, το σύστημα θα πρέπει να κάνει Re-start.

Διαδικασία που σε παλαιότερες εποχές, τουλάχιστον, έχει αποδειχτεί πολύ οδυνηρή για τις κοινωνίες, ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα...

Μόλις προχθές κυκλοφόρησε μία μελέτη της Pew Research, σύμφωνα με την οποία η περιουσία των αμερικανικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά μέσο όρο 14% μεταξύ των ετών 2009 και 2011, συνεπεία της αναπτυξιακής προσπάθειας που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ίδια μελέτη, στην πράξη κατά τη συγκεκριμένη διετία, η αύξηση της περιουσίας του στο πλουσιότερο 7% των νοικοκυριών ήταν …28%, ενώ για το υπόλοιπο 93% των νοικοκυριών, άρα και του πληθυσμού, η καθαρή αξία της περιουσίας του μειώθηκε κατά 4%!

Οι μελετητές δίνουν και την εξήγηση. Στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αυξήθηκαν αξίες κυρίως κινητές, όπως οι μετοχές και τα ομόλογα, ενώ αντίθετα συνεχίστηκε η πτώση στην αγορά ακινήτων, που επηρεάζει κυρίως τα πιο φτωχά νοικοκυριά, τα οποία έχουν ως βασική περιουσία (αν έχουν) το σπίτι στο οποίο διαμένουν.

Η διαφορά όμως είναι εντυπωσιακή. Περίπου οκτώ εκατομμύρια νοικοκυριά, με μέση καθαρή περιουσία πάνω από 836.000 δολάρια, κατείχαν το 2011 το 63% του συνολικού «πλούτου» στις ΗΠΑ, έναντι… 56% το 2009.

Με άλλα λόγια, ακόμη και σε μια περίοδο ανάκαμψης η κατανομή του πλούτου μεταβλήθηκε υπέρ της μειοψηφίας. Κι αυτό ασφαλώς είναι ένα σημείο προβληματισμού, όχι μόνον για την ίδια την κοινωνία, αλλά και για τους πολιτικούς που γνωρίζουν ότι κάθε τέσσερα χρόνια πρέπει να διασφαλίσουν την ψήφο των πολλών για να επανεκλεγούν.

Χωρίς να έχω στα ακροδάχτυλά μου αντίστοιχα στοιχεία, η τάση αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί αμερικανική εξαίρεση, αλλά τον κανόνα στη Δύση.

Παρότι δεν αναφέρεται στα ανωτέρω στοιχεία, αυτό σίγουρα συνδέεται και με το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο οι αναπτυξιακές εξάρσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη βελτίωση στις αγορές εργασίας. Συνεπεία εν μέρει της τεχνολογίας κι εν μέρει της παγκοσμιοποίησης.

Κι από την άλλη, η σύνδεση του πλούτου με τις κινητές αξίες, τα ομόλογα, τις μετοχές και με άλλα χρηματοοικονομικά στοιχεία συνεχίζει να αυξάνει και μετά την κρίση του 2008, τάση που ευνοεί τη συγκέντρωση του πλούτου, καθόσον δεν υφίσταται ο λεγόμενος «λαϊκός καπιταλισμός».

Στην Ελλάδα του 2013, βέβαια, η ανάπτυξη αποτελεί ακόμη «όνειρο». Ωστόσο, τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν με γλαφυρότητα τους κινδύνους που θα πρέπει να αποφύγουμε.

Ήδη μέσα στα χρόνια της ύφεσης, δημιουργείται μια ανακατανομή πλούτου από τους ασθενέστερους οικονομικά προς τους πλουσιότερους, καθώς η ανεργία και οι μειωμένες απολαβές κατατρώνε καταθέσεις και οδηγούν σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στην Ελλάδα, ακόμη κι όταν περάσουμε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Η αγορά ακινήτων θα αργήσει να ακολουθήσει τον ρυθμό των ομολόγων ή των μετοχών, ενώ η ίδια η (αναγκαία) αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας θα έχει επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Κυρίως όσων απασχολούνταν σε τομείς που ήταν μέρος της «φούσκας» των προηγούμενων της κρίσης ετών, κι ενδεχομένως ποτέ δεν θα ξαναζήσουν τις ίδιες «δόξες». Με βασικότερο παράδειγμα, συνολικά, τον εγχώριο καταναλωτικό τομέα.

Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία, ενώ ζει σήμερα τις συνέπειες της ύφεσης που λίγο-πολύ πλήττει τους πάντες, κινδυνεύει σύντομα να βρεθεί αντιμέτωπη με μια κοινωνία δύο ταχυτήτων: με κάποιους -λιγότερους- που θα μετέχουν στα οφέλη της ανάπτυξης και με άλλους, πολύ περισσότερους, που απλώς θα παρατηρούν μια ευημερία στους αριθμούς.

Ο περιορισμός αυτού του φαινομένου θα είναι για την Ελλάδα η πρόκληση της επόμενης ημέρας. Δεν θα επιτύχει, όμως, παρά μόνον αν ο προγραμματισμός ξεκινήσει από τώρα.

Ο κόσμος που ξέραμε αλλάζει. Και δεν φταίει μόνον η σπατάλη, η αύξηση των εξόδων του κάθε κράτους. Αυτό δείχνει η συνολικότητα της κρίσης στη Δύση, με επίκεντρο την Ευρώπη. Αυτό δείχνουν οι απανωτές υποβαθμίσεις στη φερεγγυότητα γιγαντιαίων οικονομιών, που στο τέλος του 20ού αιώνα θα θεωρούνταν... σενάρια αχαλίνωτης φαντασίας.

Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Βρετανία, ακόμη και η ίδια η Γερμανία, το άντρο της σταθερότητας και του εξαγωγικού σφρίγους, αμφισβητούνται ως απόλυτα ασφαλή καταφύγια για το χρήμα.

Την ίδια ώρα, καθώς η πίτα της παγκόσμιας οικονομίας αναδιανέμεται πλέον προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Κίνα), η σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων οικονομιών να μην προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις (τον κοινώς αποκαλούμενο νομισματικό πόλεμο) φαίνεται έτοιμη να σπάσει.

Το πρώτο βήμα το έκανε η Ιαπωνία, κουρασμένη από τις δεκαετίες αναπτυξιακής στασιμότητας. Η Κεντρική Τράπεζα τυπώνει χρήμα και προωθεί την έντονη υποτίμηση του γιεν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου, νεοτεριστικού «πειράματος» που έχει ήδη ονομαστεί Abenomics από το επώνυμο του πρωθυπουργού της χώρας.

Προς το παρόν, βέβαια, οι χώρες του G20 ξορκίζουν με κοινό ανακοινωθέν τα σενάρια για νομισματικούς πολέμους. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν άλλαξε ποτέ με λόγια.

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και απασχόλησης (που απαιτούνται για τη μείωση των χρεών και των ελλειμμάτων) φαντάζουν άπιαστο όνειρο για το «κατεστημένο» της παγκόσμιας οικονομίας. Ιδίως όταν για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες μεγάλο μέρος του παιχνιδιού παίζεται στις εξαγωγές.

Στην πράξη, λοιπόν, το σενάριο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων κερδίζει συνεχώς έδαφος, καθώς άλλες μέθοδοι αποτυγχάνουν και κάθε παίκτης αρχίζει να σκέφτεται «ο σώζων εαυτόν σωθείτω».

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι, αν συμβούν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, μάλλον δεν θα φέρουν αποτέλεσμα. Τουναντίον, θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα, δημιουργώντας ένα νέο καθοδικό σπιράλ.

Για λόγους που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενο σημείωμα και σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο υλοποίησης της παγκοσμιοποίησης, το κέντρο βάρος του κόσμου σταδιακά μετατοπίζεται, συμπαρασύροντας τον δυτικό τρόπο ζωής, αυτόν δηλαδή που όλοι εμείς έχουμε συνηθίσει.

Οι αλλαγές έχουν ήδη γίνει ορατές. Ελαστικοποίηση της εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των απολαβών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους. Δεν σταματούν όμως εκεί.

Σταδιακά αγγίζουν και τις ανώτερες τάξεις, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι αργά αλλά σταθερά σε ορισμένες χώρες πλησιάζουμε τα όρια της «επανάστασης» των οικονομικά ασθενέστερων. Συμμετοχή των μεγαλοκαταθετών στις τραπεζικές διασώσεις, «κούρεμα» των υποτίθεται «εξασφαλισμένων» ομολογιούχων, σκληρό κυνήγι στους off shore φορολογικούς παραδείσους συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα και για τους έχοντες.

Κοινώς, ο «πλούτος» αρχίζει να περιορίζεται σχεδόν για όλους, με εξαίρεση τους πραγματικούς «μεγιστάνες».

Ταυτόχρονα, ο άγριος ανταγωνισμός, το αγγλοσαξονικό «σκύλος τρώει σκύλο», μοιάζει να είναι η νόρμα της επόμενης καθημερινότητας. Είτε κάποιος αγωνίζεται να έχει εργασία, είτε και να διατηρήσει την επιχείρησή του σε ένα καθεστώς ανηλεούς ανταγωνισμού.

Τέτοιου είδους οικονομικές αλλαγές, όμως, έχουν πάντα κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο.

Τα χρόνια της ευμάρειας στη Δύση, δεκαετίες ολόκληρες, έφεραν μαζί τους μια πρωτόγνωρη πολιτική και πολιτιστική ανεκτικότητα, που δεν ανακόπηκε ούτε από την έξαρση της θρησκευτικής και πολιτισμικής τρομοκρατίας που υπηρέτησε η Αλ Κάιντα.

Όμως, εκεί που απέτυχε ο μακαρίτης Μπιν Λάντεν (αποτελώντας την προσωποποίηση του «κακού» στις αρχές του αιώνα μας) ίσως να πετύχουν, υπόγεια, σταδιακά, οι γεωοικονομικές αλλαγές που έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση.

Το περιστατικό στη Μανωλάδα, πρωτόγνωρο για τη μεταπολεμική Ελλάδα, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η πόλωση γύρω μας, η άνοδος των νοσταλγών της χουντικής... ευμάρειας, η ευκολία απαξίωσης συλλήβδην των «δημοσίων υπαλλήλων», όλα προσπαθούν να μας πουν κάτι.

Το θέμα είναι αν το καταλαβαίνουμε.
v