Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται σε κρίση εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αυτή των ΗΠΑ, πασχίζει μετά το 2008 να ανεβάσει στροφές, να λειτουργήσει με σταθερότητα τον κινητήρα της ανάπτυξης, αλλά -παρά την έκρηξη των χρηματιστηριακών δεικτών- δεν φαίνεται να τα έχει καταφέρει.

Η Ευρώπη, πάλι, διολισθαίνει αργά, αλλά σταθερά στην ύφεση, με ένα μεγάλο κομμάτι της, την περιφέρεια, να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση επί χρόνια.

Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, κι ενώ οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν ήδη σειρά «αντισυμβατικών» μέτρων, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάντως να είναι η πιο συγκρατημένη, σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν, το βασικό όπλο μιας κεντρικής τράπεζας είναι η μείωση των επιτοκίων. Πρόκειται για όπλο που έχει τόσο μεγαλύτερη ισχύ όσο υψηλότερο είναι το ύψος από το οποίο ξεκινάει η μείωσή τους.

Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων ετών, όταν τα επιτόκια είναι ήδη σε χαμηλά επίπεδα, η επίδραση του όπλου είναι πολύ μειωμένη. Το διαπίστωσε αυτό η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, το διαπίστωσε και η FED.

Tόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ιαπωνία έχουν δοκιμαστεί επιπλέον διάφορα «μη συμβατικά μέτρα», όπως η ποσοτική χαλάρωση, το λεγόμενο QE, που έχει φέρει κάποιους καρπούς για την αμερικανική οικονομίας, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει -τουλάχιστον προς το παρόν- να δώσει μια ξεκάθαρα αναπτυξιακή δυναμική

Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας αποφάσισε πρόσφατα να ρίξει τεράστια ποσά στην οικονομία, αγοράζοντας και η ίδια μετοχές.

Την Παρασκευή, μάλιστα, υπήρξαν και δηλώσεις εκ μέρους του Jim O'Neil της Goldman Sachs, ενός από τους πλέον σεβαστούς «γκουρού» διεθνώς, σύμφωνα με τις οποίες η αγορά μετοχών από κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να μετατρέπονται σε «αποθήκες» ομολόγων και άλλων αξιογράφων, τα οποία αγοράζουν ή αποκτούν ως «ενέχυρο» για να προσφέρουν ρευστότητα στο τραπεζικό τους σύστημα.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, έχουν ήδη μετατραπεί σε «επενδυτές». Άρα, λένε αρκετοί ειδήμονες, γιατί να μην αγοράζουν και μετοχές;

Εμένα πάντως αυτή η εξέλιξη μου θυμίζει επικίνδυνα τον απελπισμένο χαρτοπαίκτη, ο οποίος, έχοντας προσπαθήσει ξανά και ξανά να ρεφάρει στο παιχνίδι, παίζει πλέον τα ρέστα του.

Η άμεση ανάμιξη μιας κεντρικής τράπεζας στο χρηματιστήριο συνιστά στην πράξη μεθοδευμένη αγορά μετοχών, όχι απλώς με δημόσιο χρήμα, αλλά και με χρήμα που μπορεί και να τυπώνεται γι' αυτόν τον σκοπό. Συνιστά επίσης και σημαντικό εν δυνάμει κίνδυνο καθώς οι διακυμάνσεις των μετοχών είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αυτές των ομολόγων.

Μια κεντρική τράπεζα, κατά κανόνα, διαθέτει τεράστιο ισολογισμό σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της, ενώ έχει έναν και μόνο εγγυητή: το Δημόσιο της χώρας στην οποία ανήκει!

Άρα αυτό το μπάσταρδο είδος «κρατικού» καπιταλισμού φέρνει τελικά τον φορολογούμενο αντιμέτωπο με όλους τους πιθανούς κινδύνους, δημιουργώντας μια αίσθηση απόγνωσης εκ μέρους των εμπνευστών του.

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, που δεν έχει καταφέρει να συνέλθει εδώ και δεκαετίες, ίσως αυτή η απόγνωση να είναι πια δικαιολογημένη. Το γεγονός όμως ότι το φαινόμενο αρχίζει να φαίνεται «ευχάριστο» και στη υπόλοιπη Δύση είναι κατά την άποψή μου ιδιαίτερα ανησυχητικό.

Σημαίνει ίσως ότι η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι πια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ότι φοβούνται πως θα ακολουθήσουν στον δρόμο της Ιαπωνίας, για λόγους δομικούς. Ότι το «σύστημα» που ξέραμε φτάνει στα όριά του, αδυνατώντας να αντεπεξέλθει.

Κι αν είναι έτσι, όταν πέσουν στο τραπέζι και τα τελευταία χαρτιά, το σύστημα θα πρέπει να κάνει Re-start.

Διαδικασία που σε παλαιότερες εποχές, τουλάχιστον, έχει αποδειχτεί πολύ οδυνηρή για τις κοινωνίες, ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα...

Μόλις προχθές κυκλοφόρησε μία μελέτη της Pew Research, σύμφωνα με την οποία η περιουσία των αμερικανικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά μέσο όρο 14% μεταξύ των ετών 2009 και 2011, συνεπεία της αναπτυξιακής προσπάθειας που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ίδια μελέτη, στην πράξη κατά τη συγκεκριμένη διετία, η αύξηση της περιουσίας του στο πλουσιότερο 7% των νοικοκυριών ήταν …28%, ενώ για το υπόλοιπο 93% των νοικοκυριών, άρα και του πληθυσμού, η καθαρή αξία της περιουσίας του μειώθηκε κατά 4%!

Οι μελετητές δίνουν και την εξήγηση. Στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αυξήθηκαν αξίες κυρίως κινητές, όπως οι μετοχές και τα ομόλογα, ενώ αντίθετα συνεχίστηκε η πτώση στην αγορά ακινήτων, που επηρεάζει κυρίως τα πιο φτωχά νοικοκυριά, τα οποία έχουν ως βασική περιουσία (αν έχουν) το σπίτι στο οποίο διαμένουν.

Η διαφορά όμως είναι εντυπωσιακή. Περίπου οκτώ εκατομμύρια νοικοκυριά, με μέση καθαρή περιουσία πάνω από 836.000 δολάρια, κατείχαν το 2011 το 63% του συνολικού «πλούτου» στις ΗΠΑ, έναντι… 56% το 2009.

Με άλλα λόγια, ακόμη και σε μια περίοδο ανάκαμψης η κατανομή του πλούτου μεταβλήθηκε υπέρ της μειοψηφίας. Κι αυτό ασφαλώς είναι ένα σημείο προβληματισμού, όχι μόνον για την ίδια την κοινωνία, αλλά και για τους πολιτικούς που γνωρίζουν ότι κάθε τέσσερα χρόνια πρέπει να διασφαλίσουν την ψήφο των πολλών για να επανεκλεγούν.

Χωρίς να έχω στα ακροδάχτυλά μου αντίστοιχα στοιχεία, η τάση αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί αμερικανική εξαίρεση, αλλά τον κανόνα στη Δύση.

Παρότι δεν αναφέρεται στα ανωτέρω στοιχεία, αυτό σίγουρα συνδέεται και με το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο οι αναπτυξιακές εξάρσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη βελτίωση στις αγορές εργασίας. Συνεπεία εν μέρει της τεχνολογίας κι εν μέρει της παγκοσμιοποίησης.

Κι από την άλλη, η σύνδεση του πλούτου με τις κινητές αξίες, τα ομόλογα, τις μετοχές και με άλλα χρηματοοικονομικά στοιχεία συνεχίζει να αυξάνει και μετά την κρίση του 2008, τάση που ευνοεί τη συγκέντρωση του πλούτου, καθόσον δεν υφίσταται ο λεγόμενος «λαϊκός καπιταλισμός».

Στην Ελλάδα του 2013, βέβαια, η ανάπτυξη αποτελεί ακόμη «όνειρο». Ωστόσο, τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν με γλαφυρότητα τους κινδύνους που θα πρέπει να αποφύγουμε.

Ήδη μέσα στα χρόνια της ύφεσης, δημιουργείται μια ανακατανομή πλούτου από τους ασθενέστερους οικονομικά προς τους πλουσιότερους, καθώς η ανεργία και οι μειωμένες απολαβές κατατρώνε καταθέσεις και οδηγούν σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στην Ελλάδα, ακόμη κι όταν περάσουμε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Η αγορά ακινήτων θα αργήσει να ακολουθήσει τον ρυθμό των ομολόγων ή των μετοχών, ενώ η ίδια η (αναγκαία) αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας θα έχει επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Κυρίως όσων απασχολούνταν σε τομείς που ήταν μέρος της «φούσκας» των προηγούμενων της κρίσης ετών, κι ενδεχομένως ποτέ δεν θα ξαναζήσουν τις ίδιες «δόξες». Με βασικότερο παράδειγμα, συνολικά, τον εγχώριο καταναλωτικό τομέα.

Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία, ενώ ζει σήμερα τις συνέπειες της ύφεσης που λίγο-πολύ πλήττει τους πάντες, κινδυνεύει σύντομα να βρεθεί αντιμέτωπη με μια κοινωνία δύο ταχυτήτων: με κάποιους -λιγότερους- που θα μετέχουν στα οφέλη της ανάπτυξης και με άλλους, πολύ περισσότερους, που απλώς θα παρατηρούν μια ευημερία στους αριθμούς.

Ο περιορισμός αυτού του φαινομένου θα είναι για την Ελλάδα η πρόκληση της επόμενης ημέρας. Δεν θα επιτύχει, όμως, παρά μόνον αν ο προγραμματισμός ξεκινήσει από τώρα.

Ο κόσμος που ξέραμε αλλάζει. Και δεν φταίει μόνον η σπατάλη, η αύξηση των εξόδων του κάθε κράτους. Αυτό δείχνει η συνολικότητα της κρίσης στη Δύση, με επίκεντρο την Ευρώπη. Αυτό δείχνουν οι απανωτές υποβαθμίσεις στη φερεγγυότητα γιγαντιαίων οικονομιών, που στο τέλος του 20ού αιώνα θα θεωρούνταν... σενάρια αχαλίνωτης φαντασίας.

Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Βρετανία, ακόμη και η ίδια η Γερμανία, το άντρο της σταθερότητας και του εξαγωγικού σφρίγους, αμφισβητούνται ως απόλυτα ασφαλή καταφύγια για το χρήμα.

Την ίδια ώρα, καθώς η πίτα της παγκόσμιας οικονομίας αναδιανέμεται πλέον προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Κίνα), η σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων οικονομιών να μην προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις (τον κοινώς αποκαλούμενο νομισματικό πόλεμο) φαίνεται έτοιμη να σπάσει.

Το πρώτο βήμα το έκανε η Ιαπωνία, κουρασμένη από τις δεκαετίες αναπτυξιακής στασιμότητας. Η Κεντρική Τράπεζα τυπώνει χρήμα και προωθεί την έντονη υποτίμηση του γιεν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου, νεοτεριστικού «πειράματος» που έχει ήδη ονομαστεί Abenomics από το επώνυμο του πρωθυπουργού της χώρας.

Προς το παρόν, βέβαια, οι χώρες του G20 ξορκίζουν με κοινό ανακοινωθέν τα σενάρια για νομισματικούς πολέμους. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν άλλαξε ποτέ με λόγια.

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και απασχόλησης (που απαιτούνται για τη μείωση των χρεών και των ελλειμμάτων) φαντάζουν άπιαστο όνειρο για το «κατεστημένο» της παγκόσμιας οικονομίας. Ιδίως όταν για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες μεγάλο μέρος του παιχνιδιού παίζεται στις εξαγωγές.

Στην πράξη, λοιπόν, το σενάριο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων κερδίζει συνεχώς έδαφος, καθώς άλλες μέθοδοι αποτυγχάνουν και κάθε παίκτης αρχίζει να σκέφτεται «ο σώζων εαυτόν σωθείτω».

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι, αν συμβούν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, μάλλον δεν θα φέρουν αποτέλεσμα. Τουναντίον, θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα, δημιουργώντας ένα νέο καθοδικό σπιράλ.

Για λόγους που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενο σημείωμα και σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο υλοποίησης της παγκοσμιοποίησης, το κέντρο βάρος του κόσμου σταδιακά μετατοπίζεται, συμπαρασύροντας τον δυτικό τρόπο ζωής, αυτόν δηλαδή που όλοι εμείς έχουμε συνηθίσει.

Οι αλλαγές έχουν ήδη γίνει ορατές. Ελαστικοποίηση της εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των απολαβών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους. Δεν σταματούν όμως εκεί.

Σταδιακά αγγίζουν και τις ανώτερες τάξεις, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι αργά αλλά σταθερά σε ορισμένες χώρες πλησιάζουμε τα όρια της «επανάστασης» των οικονομικά ασθενέστερων. Συμμετοχή των μεγαλοκαταθετών στις τραπεζικές διασώσεις, «κούρεμα» των υποτίθεται «εξασφαλισμένων» ομολογιούχων, σκληρό κυνήγι στους off shore φορολογικούς παραδείσους συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα και για τους έχοντες.

Κοινώς, ο «πλούτος» αρχίζει να περιορίζεται σχεδόν για όλους, με εξαίρεση τους πραγματικούς «μεγιστάνες».

Ταυτόχρονα, ο άγριος ανταγωνισμός, το αγγλοσαξονικό «σκύλος τρώει σκύλο», μοιάζει να είναι η νόρμα της επόμενης καθημερινότητας. Είτε κάποιος αγωνίζεται να έχει εργασία, είτε και να διατηρήσει την επιχείρησή του σε ένα καθεστώς ανηλεούς ανταγωνισμού.

Τέτοιου είδους οικονομικές αλλαγές, όμως, έχουν πάντα κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο.

Τα χρόνια της ευμάρειας στη Δύση, δεκαετίες ολόκληρες, έφεραν μαζί τους μια πρωτόγνωρη πολιτική και πολιτιστική ανεκτικότητα, που δεν ανακόπηκε ούτε από την έξαρση της θρησκευτικής και πολιτισμικής τρομοκρατίας που υπηρέτησε η Αλ Κάιντα.

Όμως, εκεί που απέτυχε ο μακαρίτης Μπιν Λάντεν (αποτελώντας την προσωποποίηση του «κακού» στις αρχές του αιώνα μας) ίσως να πετύχουν, υπόγεια, σταδιακά, οι γεωοικονομικές αλλαγές που έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση.

Το περιστατικό στη Μανωλάδα, πρωτόγνωρο για τη μεταπολεμική Ελλάδα, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η πόλωση γύρω μας, η άνοδος των νοσταλγών της χουντικής... ευμάρειας, η ευκολία απαξίωσης συλλήβδην των «δημοσίων υπαλλήλων», όλα προσπαθούν να μας πουν κάτι.

Το θέμα είναι αν το καταλαβαίνουμε.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Απτόητες από τις τραγικές συνέπειες της κρίσης στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν στη συγκυβέρνηση ακολουθούν τη μέθοδο της «ποσόστωσης» προκειμένου να βολέψουν όπου μπορούν τα «δικά τους» παιδιά, όποιας ηλικίας κι αν είναι.

Εδώ και αρκετό διάστημα παρατηρούνται τοποθετήσεις διαφόρων κομματικών και «συμπαθούντων» σε ηγετικές θέσεις του δημόσιου τομέα, για τις οποίες είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα, είτε έχουν τα τυπικά, όχι όμως και τα ουσιαστικά, ήτοι το απαιτούμενο κύρος και την αναγνώριση του χώρου στον οποίο θα κινηθούν.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια ώρα που διεξάγεται η προσπάθεια ανάτασης της οικονομίας, την ώρα που υποτίθεται πως ψάχνουμε τους πιο ικανούς για να φέρουν σε πέρας το έργο της «αναδιάρθρωσης», της «μεταρρύθμισης», του «εκσυγχρονισμού» στον δημόσιο τομέα.

Το πιο φοβερό όμως είναι ότι δεν τους σταματά ούτε ο νόμος! Διότι όπου δεν τους βολεύει σπεύδουν να τον αλλάξουν.

Θέλετε καραμπινάτο και ολόφρεσκο παράδειγμα από το ρεπορτάζ του Euro2day.gr;

Η αλλαγή μελών στο εποπτικό συμβούλιο του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), όπου προέκυψε πρόβλημα στην τακτοποίηση «ημετέρων».

Διότι ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη να πιστοποιήσει ότι τα προτεινόμενα πρόσωπα έχουν «εξειδικευμένη εμπειρία στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας», όπως ορίζει ο Νόμος 4001 του 2011.

Έτσι η σύγκληση του εποπτικού βρίσκεται σε εκκρεμότητα όπως και η αλλαγή της διοίκησης του Διαχειριστή, που είναι και ο αντικειμενικός σκοπός, αφού σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες και τον Ελληνικό Νόμο το εποπτικό συμβούλιο είναι αυτό που ορίζει τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου.

Προ του αδιεξόδου λοιπόν βρέθηκε η εύκολη λύση. Δηλαδή η τροποποίηση του Νόμου 4001. Έτσι στο νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ, που παρουσίασε το ΥΠΕΚΑ, περιέχεται τροπολογία που καταργεί την απαίτηση εξειδικευμένης εμπειρίας των μελών του, όπως προέβλεπε ο Νόμος, μια και τα προτεινόμενα μέλη πολύ απλά ΔΕΝ έχουν εξειδικευμένη εμπειρία.

Όλα αυτά για να ικανοποιηθεί η «συμφωνία» ποσόστωσης μεταξύ των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση, ώστε στα όργανα του σημαντικού, για την ομαλή ηλεκτροδότηση της χώρας οργανισμού, να τοποθετηθούν πρόσωπα με κομματικά διαπιστευτήρια.

Ας υποφέρει όσο θέλει η Ελλάδα. Ο… Γκρούεζας δε χαμπαριάζει από κρίσεις. Διότι σχεδόν όλα τα κόμματα της χώρας «προσκυνούν» στο είδωλό του.
Το κείμενο αυτό θα είναι μάλλον σύντομο, διότι χθες αφιέρωσα πάρα πολλές ώρες στο να μάθω ορισμένα πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Το περιβόητο ΤΧΣ, που έχει ήδη υπό τον έλεγχό του ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η Proton και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ενώ σύντομα ενδέχεται να έχει στον έλεγχό του και κάποια ή κάποιες από τις «συστημικές» τράπεζες της χώρας.

Η προσπάθειά μου αυτή δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, πρέπει να ομολογήσω, κι όχι γιατί δεν προσπάθησα.

Το γεγονός ότι εκτός από τον ιδρυτικό νόμο υπάρχουν... 13 τροποποιητικά κείμενα (τροπολογίες ή πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που αλλάζουν διάφορα άρθρα, εδάφια, παραγράφους κ.λπ. του νόμου που διέπει τη λειτουργία του) αποδείχτηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την όποια δημοσιογραφική μου δεινότητα.

Το χειρότερο είναι ότι προκειμένου να βρει κάποιος αυτές τις (εκατοντάδες;) τροποποιήσεις πρέπει από την ιστοσελίδα του ΤΧΣ να κατεβάσει έγγραφα σε μορφή pdf, κάθε ένα εκ των οποίων περιλαμβάνει άλλους νόμους, άλλες τροπολογίες για λιγότερο ή περισσότερο άσχετα θέματα, τα οποία αν δεν θέλει να τα διαβάσει ολόκληρα πρέπει να τα ερευνήσει με λέξεις κλειδιά, αν δεν ατυχήσει να πέσει σε έγγραφο-φωτογραφία, που δεν ερευνάται με κανέναν άλλο τρόπο, πλην της πλήρους ανάγνωσης.

Το πιο ωραίο όμως είναι ότι αυτά τα 13 ξεχωριστά νομικά κείμενα (που στις περισσότερες περιπτώσεις λένε ακαταλαβίστικα πράγματα όπως ότι «στο άρθρο 4 παράγραφος 7 εδάφιο γ προστίθεται η φράση «και όποιες άλλες αρμοδιότητες δεν αναφέρονται ρητά στο άρθρο 8», χωρίς περαιτέρω... περιττές επεξηγήσεις) περιλαμβάνουν προσθήκες, αλλαγές και τροποποιήσεις σε έναν νόμο που ψηφίστηκε επίσης από τη Βουλή μόλις τον... Ιούλιο του 2010.

Δεκατρία τροποποιητικά κείμενα ψήφισε η Βουλή μας για έναν νόμο που πέρασε από τα χέρια της κάτι λιγότερο από... τρία χρόνια πριν! Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής, αλλά νομίζω ότι πρέπει να είναι παγκόσμιο... ρεκόρ.

Και παρ' όλα αυτά, στο site του έγκριτου ΤΧΣ που θα ελέγξει κάμποσες τράπεζες προκειμένου να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον δεν υπάρχει μια κωδικοποιημένη έκδοση, ένα ενιαίο πλήρες κείμενο, για τη νομοθεσία που το διέπει!

Δεν ξέρω αν η άλλη όψη αυτού του τραγέλαφου συνδέεται με κάποιο τερατώδες σχέδιο των δικηγόρων, ώστε να χρεώνουν αστρονομικές αμοιβές, προκειμένου να βρουν άκρη σε αυτό το χάος. Ομολογώ όμως ότι χθες κατάλαβα πόσo δύσκολη είναι η δουλειά τους, τουλάχιστον σε αυτήν τη χώρα.

Μπορώ όμως να αντιληφθώ γιατί η Ελλάδα όχι απλώς δεν θέλει, αλλά και δεν δύναται, δεν μπορεί βρε αδελφέ, πώς το λένε, να αλλάξει με τους ρυθμούς που ίσως θα ήθελε ο κ. Σόιμπλε (τον έβαλα στον τίτλο γιατί ξέρω τη συμπάθεια που του έχουν οι περισσότεροι, το ομολογώ και αυτό) και οι λοιποί δανειστές μας ανά τη Βόρειο Ευρώπη.

Γιατί ακόμη κι αν θέλαμε (κάτι που δεν είναι και πολύ σίγουρο, όπως θα έχετε διαπιστώσει), έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε τη συγκρότηση, την οργάνωση, τα «διοικητικά» περιθώρια για να γίνουμε όπως θα ήθελαν.

Ένα νομοσχέδιο, 13... εκατοντάδες τροποποιήσεις, πώς διάολο να πάει μπροστά αυτή η χώρα;

Κι ας μην πει κάποιος ότι αυτό δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Διότι όντως «το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι». Και το «κεφάλι», για να πάει μπροστά μια χώρα, είναι το θεσμικό της πλαίσιο.

Κι αν θες μερικές... εβδομάδες για να μάθεις ακριβώς τι προβλέπει, ε, τότε ναι. Ειδικά στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό ότι θα το γράψεις στα παλιά σου τα παπούτσια και θα εύχεσαι να μην σε... βρουν. Ή θα πας σε άλλη χώρα να κάνεις τη δουλειά σου.

v