Η πρώτη τεχνική ανάλυση του 2022 επιχειρεί να δείξει το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και πού φαίνεται να οδηγείται η χρηματιστηριακή αγορά για το νέο έτος.
Για ακόμη μια χρονιά, τα σημάδια στην αγορά είναι αντικρουόμενα. Όπως και πέρυσι αλλά και το 2020, η πορεία της αγοράς θα επηρεαστεί από την πανδημία, το γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον, αλλά και ειδικότερα από την απόφαση των εγχώριων επενδυτών και των ξένων διαχειριστών να επενδύσουν περισσότερα κεφάλαια στην εγχώρια αγορά μετοχών.
Από την πορεία των δεικτών και των αξιών των συναλλαγών είναι φανερό ότι το εγχώριο χρηματιστήριο δεν έχει προσελκύσει ξένους επαγγελματίες επενδυτές. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι το ΧΑ δεν δείχνει να αποτελεί ελκυστικό περιβάλλον επένδυσης για τη νέα γενιά των εγχώριων επενδυτών.
Βάσει πρόσφατων μελετών και στατιστικών στοιχείων για την επενδυτική συμπεριφορά των επενδυτών στην Ελλάδα, η νέα γενιά -οι ηλικίες πλέον των επενδυτών ξεκινάνε από τα 16 έτη σε πολλές περιπτώσεις- μπορεί ήδη να επενδύει με ευκολία σε πιο ανεπτυγμένες μετοχικές αγορές του εξωτερικού, όπως π.χ. των ΗΠΑ, αλλά και πιο περίπλοκες αγορές όπως η αγορά των κρυπτονομισμάτων και των NFTs. Την ίδια στιγμή, όμως, αγνοεί πλήρως την εγχώρια αγορά μετοχών. Αυτό είναι το στοίχημα της εγχώριας αγοράς μετοχών, αφού κάθε αγορά μετοχών στο εξωτερικό που έχει βάθος και ισχυρή παρουσία, το πρώτο pool από το οποίο αντλεί κεφάλαια και επενδυτές είναι το εγχώριο retail.
Σε θεμελιώδες επίπεδο, η αγορά προέρχεται από μια πολύ σημαντική αύξηση τόσο των κερδών ανά μετοχή (EPS) το 2021 όσο και του επιπέδου της οικονομίας. Αυτές οι πρωτόγνωρες θετικές εξελίξεις δεν αποτυπώθηκαν στις τιμές του Γενικού Δείκτη, αφού η επίδοσή του κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα σε σχέση με τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού αλλά αρκετά υψηλότερα σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές γενικότερα.
Για το 2022, η εγχώρια αγορά μετοχών εκτιμάται ότι θα επιδείξει σημαντική αύξηση στα EPS με +17%, από τα υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τις διεθνείς αγορές, ενώ και το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί, βάσει των εκτιμήσεων, σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από το δυνητικό growth της χώρας, ίσως το υψηλότερο στην Ε.Ε.
Στη θεωρία, αυτά τα δύο στοιχεία θα έπρεπε να αποτελούν εχέγγυα για μια άνοδο της αγοράς φέτος σε ποσοστά άνω του 20%. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Factset, το ασφάλιστρο κινδύνου της χώρας είναι ακόμη ιδιαίτερα υψηλό, της τάξεως του 8,2% τον Δεκέμβριο του 2021, όταν π.χ. ο αντίστοιχος δείκτης είναι στο 4,7% για την αγορά των ΗΠΑ. Το ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών (Equity Risk Premium) προβλέπει πόσο η απόδοση της αγοράς των μετοχών θα υπερτερεί των επενδύσεων χωρίς κίνδυνο (risk free) μακροπρόθεσμα και ο υπολογισμός του γίνεται βάσει των εκτιμώμενων αναμενόμενων αποδόσεων των μετοχών και την αφαίρεσή τους από την εκτιμώμενη αναμενόμενη απόδοση των ομολόγων χωρίς κίνδυνο.
Πιο τεχνικά, ωστόσο, τόσο ο Γενικός Δείκτης όσο και ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης, μετά την κατάρρευσή τους το Νοέμβριο του 2020 στις 470 μονάδες και τις 1.135 μονάδες αντίστοιχα, έχουν ήδη επιστρέψει έως και 90% υψηλότερα.
Από τον Απρίλιο του 2021, οι δύο εγχώριοι δείκτες βρίσκονται σε ένα σφιχτό range διαπραγμάτευσης από τις 850-930 μονάδες ο Γενικός Δείκτης και από τις 2.050-2.240 μονάδες ο αντίστοιχος δείκτης των blue chips.
Φυσικά και οι επιμέρους μετοχές δεν κινούνται απαραίτητα σε range, με κάποιες να υπεραποδίδουν σημαντικά και αυτό είναι το εργαλείο της ενεργητικής διαχείρισης και του stock picking. Η τεχνική πορεία της αγοράς θα οδηγηθεί από την επιβεβαιωμένη διάσπαση ενός από τα παραπάνω επίπεδα. Η επιβεβαιωμένη διάσπαση π.χ. των 930 μονάδων (για άλλους οι 945 μονάδες είναι το σημείο καμπής για την αγορά) από τον Γενικό Δείκτη θα δώσει ώθηση να κινηθεί προς τους επόμενους στόχους των 1.000, 1.150 και 1.350 μονάδων.
Το αντίστοιχο trigger point της υψηλής κεφαλαιοποίησης είναι το επίπεδο των 2.350 μονάδων. Ο απώτερος στόχος είναι οι 2.800 μονάδες. Στον αντίποδα, η επιβεβαιωμένη διάσπαση του κάτω ορίου του Γενικού Δείκτη θα φέρει στο προσκήνιο τις 800 και τις 670 μονάδες.
Για τον δείκτη των τραπεζών, η τεχνική εικόνα είναι πολύ πιο δύσκολη να αναλυθεί. Στο μακροπρόθεσμο διάγραμμα, ο δείκτης των τραπεζών παραμένει σε range trading για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως ακριβώς και η θεμελιώδης πορεία του δείκτη.
Το 2022, ωστόσο, οι τράπεζες θα εισέλθουν σε νέα κατάσταση λειτουργίας με πολύ πιο διαχειρίσιμη μη εξυπηρετούμενη έκθεση, αυξημένα κεφάλαια και κέρδη. Η προεξόφληση των θετικών στοιχείων θεωρητικά πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και με ανοδική διαφυγή από τις 600 προς τις 740 μονάδες και έπειτα τις 860 μονάδες.