Προ ημερών ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, ήταν ομιλητής σε συνέδριο Ευρωπαίων οικονομολόγων στο Παρίσι.
Πρόκειται για μια σημαντική ομιλία, η οποία θα μπορούσε να είναι τόσο καθοριστική για την ατζέντα των πολιτικών συζητήσεων της ΕΕ όσο και η έκθεση του ιδίου για την παραγωγικότητα του μπλοκ, η οποία αυτό το φθινόπωρο ταρακούνησε τους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες με τις αυστηρές προειδοποιήσεις της. Να διαβάστε ολόκληρη την ομιλία. Παρακάτω αναλύω τι μου έκανε εντύπωση.
Επαναλαμβάνει δύο βασικά διδάγματα της έκθεσης Ντράγκι: για να διορθώσει την υστέρηση της παραγωγικότητάς της έναντι των ΗΠΑ, η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, και να εξαλείψει τα εμπόδια που κατακερματίζουν το πραγματικό μέγεθος της πανευρωπαϊκής αγοράς.
Αλλά ο Ντράγκι δεν αρκείται στο να συγκεντρώνεται στα υπάρχοντα μηνύματά του. Άκουσα οικονομολόγους που ήταν παρόντες στην ομιλία να αρχίζουν να μιλούν για «Ντράγκι plus» για να περιγράψουν τη νέα ιδέα που ρίχνει τώρα στη συζήτηση ο «σούπερ Μάριο»: μια ανάλυση της συνολικής ζήτησης που είναι, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, πρωτότυπη και ακόμη και λίγο αιρετική.
Η ομιλία επιρρίπτει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αναπτυξιακή υστέρηση της Ευρώπης στην αδυναμία της εγχώριας ζήτησης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και ύστερα -που γρήγορα μετατράπηκε σε μια κρίση κρατικού χρέους στην ευρωζώνη. Στην ομιλία αναφέρθηκε πως:
Από το 2009 έως το 2019, η συλλογικά κυκλικά προσαρμοσμένη δημοσιονομική στάση της ευρωζώνης ήταν κατά μέσο όρο 0,3%, έναντι -3,9% στις ΗΠΑ. Και αν εξετάσουμε τα πρωτογενή ελλείμματα σε απόλυτους όρους, μετρούμενα σε ευρώ του 2023, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έριξε 14 φορές περισσότερα κεφάλαια στην οικονομία, 7,8 τρισ. ευρώ στις ΗΠΑ και 560 δισ. στην ευρωζώνη.
Αυτή η ανάλυση, για να το θέσουμε ήπια, δεν συγκεντρώνει τη συναίνεση των πολιτικών ηγετών της ΕΕ, τουλάχιστον όχι στις δημόσιες διαβουλεύσεις τους. Ο Ντράγκι σχεδόν υποστηρίζει τη συνεχή υψηλή πίεση της ζήτησης –ή αυτό που κατά καιρούς κάπως επιπόλαια λέγεται «υπερθέρμανση της οικονομίας»- ως ένα σημαντικό συστατικό της ανάπτυξης της προσφοράς ή της παραγωγικότητας. Ή, όπως το έθεσε ο ίδιος:
…η ευρωζώνη βιώνει μακρύτερες περιόδους όπου η οικονομία λειτουργεί κάτω από τις δυνατότητές της –και αυτή η ανικανότητα να διατηρηθεί η πίεση της ζήτησης στη συνέχεια ανατροφοδοτεί την αύξηση της παραγωγικότητας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Ντράγκι επαναλαμβάνει τους βασικούς μηχανισμούς που μελετώνται στην οικονομική βιβλιογραφία: οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη είναι προκυκλικές και συνδέονται με τη σειρά τους με την καινοτομία (όπου η Ευρώπη υστερεί). Παραθέτει μια μελέτη που διαπιστώνει ότι το ένα πέμπτο της αύξησης της παραγωγικότητας μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο με τον οποίο η αναμενόμενη ζήτηση δημιουργεί κίνητρα ώστε οι επιχειρήσεις να καινοτομούν.
Αν ο ρόλος της πίεσης της ζήτησης στην πλευρά της προσφοράς αποκτούσε κεντρικό ρόλο στη συζήτηση για την πολιτική, αυτό θα ήταν σημαντικό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα επειδή ο Ντράγκι αποδίδει την αδύναμη εγχώρια ζήτηση εν μέρει σε ενεργές πολιτικές επιλογές της ΕΕ και όχι σε απλή κακή τύχη. Αλλά η βασική συμβολή της ομιλίας του είναι πως συνδέει αυτή την ιδέα με αποδεκτές αναλύσεις για το πώς και γιατί πρέπει να αλλάξει η αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ.
Υποστηρίζει, για παράδειγμα, πως ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός της ενιαίας αγοράς αμβλύνει την επίπτωση που θα είχε η μεγαλύτερη πίεση της ζήτησης στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο άμεσο «φρένο» που βάζουν οι διασυνοριακές τριβές στις ευκαιρίες ανάπτυξης, και εν μέρει στο ότι σημαίνουν πως ένα μεγαλύτερο μέρος οποιασδήποτε ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης διαρρέει προς άλλες οικονομίες.
Ο υπαινιγμός είναι πως η ΕΕ χρειάζεται μια συνδυασμένη αναπτυξιακή στρατηγική: στροφή των δαπανών προς επενδύσεις μέσω καλύτερων κεφαλαιαγορών, μείωση εσωτερικών εμπορικών τριβών και ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης (ιδιαίτερα της επενδυτικής ζήτησης), ταυτόχρονα.
Αυτό σημαίνει την εγκατάλειψη του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται στις εξαγωγές και στη χαμηλή αύξηση των μισθών για τη διατήρηση του μεριδίου αγοράς. Αλλά, όπως υπονοεί ο Ντράγκι, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ μπορεί να σημαίνει πως το παλιό μοντέλο είναι νεκρό ούτως ή άλλως.
Θα μπορούσε κανείς να προβάλλει κάθε είδους αντίρρηση για τον ρεαλισμό αυτών των συστάσεων, αρχίζοντας με τη δυσκολία εξεύρεσης χρήματος: οι κυβερνητικές κρίσεις σε Γαλλία και Γερμανία προκύπτουν από την ανικανότητα να βρεθεί ευρεία πολιτική συμφωνία για ζητήματα προϋπολογισμού (ο προϋπολογισμός στο Παρίσι, οι κανόνες χρέους και ελλείμματος στη Γερμανία).
Ο Ντράγκι έχει κάποιες απαντήσεις, που αναμφίβολα θα αμφισβητηθούν έντονα. Η μια είναι ανησυχητικά ελκυστική: αφού οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η ισχυρή εγχώρια ζήτηση αλληλοενισχύονται, υπάρχει μια «δωρεάν ευκαιρία».
Άλλες περιλαμβάνουν την εξοικονόμηση τόκων μέσω χαμηλότερου δανεισμού και ένα εκτιμώμενο πρόσθετο περιθώριο 100 δισ. δολαρίων ετησίως για δαπάνες δημοσίων επενδύσεων βάσει των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, αν όλες οι χώρες επιλέξουν μια επταετή, αντί για την τετραετή, περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αλλά το θέμα εδώ είναι πιο θεμελιώδες. Μέχρι τώρα, η ίδια η ιδέα πως η ανεπαρκής εγχώρια ζήτηση είναι η ρίζα της οικονομικής υποτονικότητας της ΕΕ έχει σε μεγάλο βαθμό εξοβελιστεί από τις συζητήσεις πολιτικής που είχαν σημασία.
Η ενεργός διαφωνία αναφορικά με το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση, όσο έντονη και αν ήταν, θα σήμαινε πως η παραδοχή ότι έχει σημασία, έχει γίνει κοινός τόπος στους κυβερνητικούς κύκλους της ΕΕ.
Αυτό θα ήταν πράγματι μια κοπερνίκεια επανάσταση.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation