Το μέλλον της Ελλάδας είναι στα χέρια της ΕΚΤ και του προέδρου της, Μάριο Ντράγκι. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να είναι το κλίμα που επικρατεί στη χώρα. Μετά από χρόνια οικονομικών δυσκολιών και τρία bailouts, η χώρα αναζητά την καμπή.
Ενώ η οικονομία της ήταν στάσιμη το 2016, οι προσδοκίες είναι υψηλές ώστε να εμφανίσει τους πρώτους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ μετά από 10 χρόνια. Ωστόσο, ακόμη οι προβλέψεις είναι ασταθείς λόγω εξωτερικών παραγόντων και συμφωνιών με τους πιστωτές. Η Ευρωπαϊκή επιτροπή προβλέπει αύξηση κατά 2,7% του ΑΕΠ το 2017, με βάση τις εκτιμήσεις για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τόνωση με επενδύσεις των καθαρών εξαγωγών, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου θα παράσχει την σταδιακή «χαλάρωση των capital controls με το πέρασμα του χρόνου,», σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη της Κομισιόν (Νοέμβριος 2016).
«Οι προσδοκίες θετικής ανάπτυξης είναι λογικές» λέει ο Λουκάς Παπαδήμος, πρώην Πρωθυπουργός, «αλλά είναι σημαντικό να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι τέτοιες προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή ότι οι πολιτικές που συμφωνήθηκαν θα εφαρμοστούν εγκαίρως».
Σημειώνει πως περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή (fiscal consolidation) απαιτείται, ενώ και μια μακρά λίστα μεταρρυθμίσεων πρέπει να ενεργοποιηθεί για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των αγορών και των θεσμών.
Μια άλλη ανάγκη είναι η επιτυχής έκβαση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και η εφαρμογή του προγράμματος ανακούφισης χρέους. Έτσι, θα τονώσουν την εμπιστοσύνη και θα μειώσουν την αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, σύμφωνα με τον κ. Παπαδήμο. Τονίζει ωστόσο ο ίδιος ότι η ανακούφιση χρέους «δεν αρκεί για να φέρει ισχυρή ανάπτυξη στην Ελλάδα μακροπρόθεσμα. Η εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων θα είναι η βασική δύναμη που θα ωθήσει προς την κατεύθυνση εκείνη».
Στις αρχές Δεκεμβρίου κατά τη συνάντηση του Eurogroup, κάποια βραχυπρόθεσμα μέτρα ανακούφισης του χρέους αποφασίστηκαν, αλλά αυτό εν συνεχεία αναβλήθηκε. Δεν ήταν ξεκάθαρη η θέση ούτε για την τυχόν εφαρμογή της ελάφρυνσης μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018, ούτε για την παραμονή του ΔΝΤ εντός του προγράμματος ή όχι- στοιχεία τα οποία αναμένονταν από την ελληνική κυβέρνηση καθώς «θα ήταν πολύ σημαντικά προκειμένου να περιληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ» , σύμφωνα με έναν οικονομολόγο μιας από τις κορυφαίες ελληνικές τράπεζας.
Όλο το θέμα είναι εκεί: Στην ποσοτική χαλάρωση.
«Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι διαχειρίσιμο. Είναι ίσως από τα χαμηλότερα κόστη στην Ευρώπη. Ωστόσο είναι το απόλυτο νούμερο του χρέους που ανησυχεί τους πολλούς», λέει η Sabina Dziurman, διευθύντρια για την Ελλάδα και την Κύπρο στην EBDR, η οποία ξεκίνησε τη δράση της στην Ελλάδα το 2015. «Υπάρχει πολλή συζήτηση για το πώς η αγορά αντιλαμβάνεται την Ελλάδα. Αν η χώρα είχε πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση, αυτό θα βελτίωνε την εμπιστοσύνη και θα έβαζε ξανά την Ελλάδα στην κατηγορία των σταθερών χωρών».
Αλλά έως τώρα, ο κ. Ντράγκι της ΕΚΤ έχει αρνηθεί στην Ελλάδα αυτή την πρόσβαση. Υπό το τρέχον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα 80 δισ. ευρώ έως τον Μάρτιο του 2017 και 60 δισ. ευρώ κάθε μήνα στη συνέχεια. Τα ελληνικά ομόλογα εξαιρούνται από τις αγορές σε μεγάλο βαθμό λόγω των απαιτήσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους καθώς και λόγω άλλων θεμάτων που σχετίζονται με την διαχείριση κινδύνου από την πλευρά της ΕΚΤ.
Και ενώ κάποια βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους συμφωνήθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου και θα μπορούσαν να οδηγήσουν «στην συνολική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060». «Όμως», σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του ESM, Klaus Regling, «η διαφωνία σχετικά με το χριστουγεννιάτικο βοήθημα που δόθηκε στους συνταξιούχους, το οποίο ανακοινώθηκε μετά τη συμφωνία, οδήγησε τον ESM στο να αναβάλει τα μέτρα ελάφρυνσης».
Τριβή εξάλλου υπάρχει και αναφορικά με ορισμένους από τους όρους του προγράμματος. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα δεν είναι απαραίτητη, αλλά κάποια κράτη μέλη της ευρωζώνης , συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, θέλουν να κρατήσουν το ΔΝΤ εντός. Ένα σημείο διαφωνίας ανάμεσα στο Eurogroup και το ταμείο είναι το πλεόνασμα του 3,5%, το οποίο απαιτείται να εμφανίσει η Ελλάδα το 2018 και να διατηρήσει μακροπρόθεσμα. Οι απόψεις εντός του Eurogroup αναφορικά με το για πόσα χρόνια μετά το 2018 θα πρέπει να διατηρήσει το πλεόνασμα του 3,5% η Ελλάδα, ποικίλουν ανάμεσα στα 3 και στα 10 χρόνια, σύμφωνα με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Το ΔΝΤ θεωρεί το 3,5% υπερβολικά δύσκολο και έχει επανειλημμένα πιέσει το Eurogroup να το αναθεωρήσει στο 1,5%, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστούν νέα μέτρα, επιβάλλοντας σκληρή λιτότητα στην Ελλάδα.
Τα μνημόνια που συνδέονται με τις χρηματοδοτήσεις της Ελλάδας έχουν ήδη έρθει μαζί με την ανάγκη μέτρων σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία σε μεγάλο βαθμό μεταφράζονται σε αυξήσεις φόρων σε αγαθά, υπηρεσίες, απασχόληση κα επιχειρήσεις.
«Ο κόσμος συγχέει τη δημοσιονομική προσαρμογή με τις μεταρρυθμίσεις», λέει ο Διονύσης Χιόνης, καθηγητής οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο στην Κομοτηνή. «Στην επταετή περίοδο της ελληνικής ύφεσης έχουμε ξοδέψει σημαντικούς πόρους μόνο στην δημοσιονομική προσαρμογή. Αν αντί για αυτό είχαμε και ορισμένες πολιτικές για την ανάπτυξη θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, την απασχόληση και την βιωσιμότητα του χρέους. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ανάπτυξη και για το λόγο αυτόν χρειάζεται ποσοτική χαλάρωση και δημόσιες επενδύσεις», τονίζει.
Η Ελλάδα είναι σε δύσκολη θέση. Τον Ιανουάριο του 2015 οι εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα μια κυβέρνηση αντι-λιτότητας και αντι-δημοσιονομικής προσαρμογής υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μια συμμαχία της ριζοσπαστικής αριστεράς που θέλησε να αντισταθεί στην Τρόικα. Αλλά τον Ιούλιο του 2015 η κυβέρνηση επέστρεψε στην Τρόικα και ζήτησε τριετές πρόγραμμα. Έχοντας την ανάγκη του ύψους 86 δισ. ευρώ νέου προγράμματος ο Πρωθυπουργός Τσίπρας παραιτήθηκε και προκήρυξε εκλογές για να επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.
«Μετά τη διαμάχη με τους δανειστές και την αποδοχή του τρίτου προγράμματος, η κυβέρνηση πολύ γρήγορα εργάστηκε επί των μεταρρυθμίσεων και εντός ενός έτους καταφέραμε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις από ό,τι κατορθώθηκαν στα προηγούμενα έξι χρόνια. Έπρεπε να κάνουμε όλες τις μεταρρυθμίσεις που είχαν μείνει από τα προηγούμενα προγράμματα», λέει ο Νίκος Ξυδάκης, αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών και αρμόδιος για θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής. «Είναι ένα τεράστιο πρόγραμμα και πολύ επώδυνο για την κοινωνία και δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι η ανάκαμψη θα έρθει αυτόματα. Χρειαζόμαστε ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ και όχι αυτό το θηριώδες πλεόνασμα στα επόμενα χρόνια- αυτό είναι μυθοπλασία».
Περίπου το 92% των ελληνικών νοικοκυριών έχει επηρεαστεί από την οικονομική κρίση στη χώρα και μόνο το 1% πιστεύει ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν καλύτερη το 2016 από ό,τι το 2012, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η Παγκόσμια τράπεζα και η EBDR.
Τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στην έκθεση «Life in Transition» προέκυψαν από συνεντεύξεις σε 51.000 νοικοκυριά σε 34 χώρες συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Περαιτέρω σημειώνεται πως μόλις 6% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η πολιτική θέση της χώρας ήταν καλύτερη το 2016 από ό,τι το 2012 και συνολικά το 24% των ερωτηθέντων είναι ικανοποιημένοι με τις ζωές τους- το χειρότερο ποσοστό, μαζί με εκείνο της Γεωργίας, ανάμεσα σε όλες τις χώρες που μετείχαν στην έρευνα.
Αλλά οι διαδηλώσεις δεν είναι τόσο μαζικές όσο ήταν κατά την ακμή της κρίσης, λέει η κ. Dziurman της EBDR. «Οι άνθρωποι υπέφεραν σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα λιτότητας αλλά φαίνεται ότι σταμάτησαν αναγνωρίζοντας την ανάγκη της αλλαγής ή ίσως απλώς εξαντλήθηκαν», λέει η ίδια. «Οι άνθρωποι δέχονται τις μεταρρυθμίσεις με τρόπο που ποτέ κανείς δεν περίμενε ότι θα το έκαναν». Ο κ. Ξυδάκης, ο οποίος στο παρελθόν ήταν αρχισυντάκτης στην μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας, την Καθημερινή, λέει ότι η κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις ήταν εξαιρετικά επώδυνη και ήρθε με «υψηλό πολιτικό κόστος».
«Η στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης είναι εύκολο να συνοψιστεί: να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και να πάρει την ποσοτική χαλάρωση ώστε να στείλει ένα καλό μήνυμα στην οικονομία και την αγορά και να ξεκινήσει τη σταθεροποίηση του όλου συστήματος», αναφέρει, προσθέτοντας ότι όλες οι δυνάμεις έχουν ριχθεί στο κλείσιμο της αξιολόγησης. «Αγγίξαμε τον πάτο», λέει. Η Ελλάδα δεν είναι τεράστια οικονομία- το ΑΕΠ μας είναι τώρα 175 δισ. ευρώ. Ακόμη και μια βελτίωση κατά 1 δισ. ευρώ θα μπορούσε να κάνει μεγάλη διαφορά για εμάς. Τα θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδα δεν είναι χειρότερα από αυτά πολλών άλλων χωρών, αλλά στοιχειώνονται από τα περασμένα χρόνια. Πρέπει να επισκευάσουμε τη φήμη μας και να φέρουμε κάποια καλά νέα τελειώνοντας την αξιολόγηση και παίρνοντας την ποσοτική χαλάρωση».
Καθώς το ελληνικό πρόγραμμα πλησιάζει στο τέλος του, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται υπό όλο και μεγαλύτερη πίεση να δείξει στις διεθνείς αγορές ότι είναι ικανή να διατηρήσει τη χώρα χωρίς έκτακτη βοήθεια. Υπάρχουν προσδοκίες ότι η Ελλάδα θα εκδώσει ένα εθνικό ομόλογο το 2017 ώστε να δηλώσει ότι επέστρεψε στην κανονικότητα και μπορεί να έχει πρόσβαση στις αγορές. Αλλά οι ειδικοί λένε ότι πρώτα τα ελληνικά ομόλογα πρέπει να περιληφθούν στην ποσοτική χαλάρωση. Οπότε όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον κ. Ντράγκι.