Τη δική της πρόταση για την επόμενη ημέρα της υγειονομικής κρίσης, η οποία συνδέεται με τη διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας, αλλά και τη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με άξονες την αυτοδυναμία της παραγωγής πρώτων υλών, την επαρκή χρηματοδότηση της έρευνας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, κατέθεσε η CEO του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη, μέλος του Δ.Σ. του ΣΕΒ και πρόεδρος του Global Compact Network Hellas, κυρία Ιουλία Τσέτη, στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (10-15 Μαΐου, Ζάππειο Μέγαρο).
Η κυρία Τσέτη συμμετείχε σε πάνελ με άλλους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας υπό τον τίτλο «Health Systems of tomorrow: Pharma Policies for Growth» και είχε την ευκαιρία να μιλήσει τόσο ως επικεφαλής ενός μεγάλου ελληνικού ομίλου - που απαρτίζεται από τις βιομηχανίες Uni-pharma και InterMed, την εμπορική εταιρεία στην Κύπρο Pharmabelle και την πρότυπη βιομηχανία εκχύλισης φαρμακευτικών φυτών UniHerbo- όσο και με τη διπλή της θεσμική ιδιότητα, του μέλους του ΣΕΒ και της προέδρου του GCNH.
Η τοποθέτηση της κυρίας Τσέτη αναλυτικά, έχει ως εξής:
«Η πανδημία όντως μας αφύπνισε και μας έμαθε να λειτουργούμε με σοφία, υπευθυνότητα και αλληλεγγύη. Οι επιδράσεις της είναι καταλυτικές σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, της οικονομίας, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σε όλο τον πλανήτη. Ένα από τα συμπεράσματα της πανδημίας είναι ότι οι κρίσεις απαιτούν συνεργασίες, αλληλεγγύη και κοινωνική συνοχή. Η post pandemic day απαιτεί αμφιδέξιους ηγέτες, με ενσυναίσθηση, ευαισθησία, γνώσεις, νηφαλιότητα και λογική σκέψη. Ηγέτες που εμπνέουν και μετουσιώνουν τους στόχους και τους αριθμούς σε πράξη και ευημερία.
Το μεγάλο στοίχημα της επανεκκίνησης της οικονομίας παγκοσμίως, πρέπει να είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας- εκατομμύρια εκ των οποίων χάθηκαν την τελευταία χρονιά- και η στροφή σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με βασικό άξονα τη βιομηχανική παραγωγή, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ένα από τα κυρίαρχα θέματα που αναδείχθηκαν κατά τη βίωση αυτής της κρίσης, είναι η αυτοδυναμία της παραγωγής, πρώτων υλών και τελικών προϊόντων τροφίμων και φαρμάκων.
Έτσι, η απάντηση της υγειονομικής κρίσης για τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, είναι η επαρκής χρηματοδότηση της έρευνας για δημιουργία νέων μορίων, η συνεργασία των ερευνητικών ομάδων, η σύνδεση της παραγωγής με την καινοτομία. Και, φυσικά, η ενδυνάμωση και η χρήση της τεχνολογίας, της τηλεϊατρικής και της ψηφιακής μεταρρύθμισης στην υπηρεσία της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας. Είναι επίκαιρο όσο ποτέ να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή και η παραγωγή στην Ευρώπη να γυρίσει πίσω από εκεί που ξεκίνησε.
Να κερδίσουμε τις θέσεις εργασίας που χάσαμε και την ανάπτυξη που μας πρέπει. Παράλληλα με την ψηφιακή επανάσταση, υφαίνεται ήδη και μία δεύτερη επανάσταση, αυτή της βιοτεχνολογίας, η οποία μας εκπλήσσει εντυπωσιακά. Και, εάν υπήρχε ακόμη πιο εντατική και ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των ερευνητικών ομάδων παγκοσμίως, θα είχαμε πολύ νωρίτερα θεαματικά αποτελέσματα, αναφορικά με καινοτόμες θεραπείες, όχι μόνο κατά της Covid-19, αλλά και για άλλες ασθένειες που παραμένουν ακόμη και σήμερα ανίατες».
Σε ερώτηση της δημοσιογράφου κ. Βασιλικής Αγγουρίδη -υπεύθυνης για τον συντονισμό του συγκεκριμένου πάνελ- «Πού πρέπει να στηριχθεί η φαρμακοβιομηχανία, πώς πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον της και πώς σχολιάζετε τη δήλωση της Άγκελας Μέρκελ, η οποία πριν από λίγο καιρό, είχε στηλιτεύσει την πολιτική της Ευρώπης, δηλώνοντας ότι η Ε.Ε. με τη στρατηγική της, ουσιαστικά εξεδίωξε τις φαρμακοβιομηχανίες από το ευρωπαϊκό έδαφος, με αποτέλεσμα να καταστήσει τις ΗΠΑ ίσως την ισχυρότερη φαρμακοβιομηχανία τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο», η κυρία Τσέτη απάντησε τα εξής:
«Η αυτοκριτική της καγκελαρίου Μέρκελ πρέπει να γίνει βάση για να πράξουμε και εμείς από την πλευρά μας τη δική μας αυτοκριτική. Γιατί απέτυχε η Ευρωπαϊκή Ένωση να στηρίξει έναν δυναμικό και αναντικατάστατο κλάδο, όπως η φαρμακοβιομηχανία; Γιατί στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας η Ευρώπη δεν έδειξε την αλληλεγγύη της στα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα απόλυτα αναγκαίος εξοπλισμός για τους πολίτες να μη φθάσει ποτέ στον προορισμό του; Αυτό ήταν μία αποτυχία της συνοχής της ευρωπαϊκής οικογένειας…
Η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης τη δεκαετία του 1970 δεν συντελέστηκε σε μία ημέρα, έγινε σταδιακά, ως απότοκος των κέντρων κόστους, των υψηλών εργατικών, αλλά παράλληλα συνδικαλιστικών και περιβαλλοντικών λόγων. Το τίμημα της εποχής εκείνης ήταν βαρύ και είναι ξεκάθαρο ότι έφθασε μέχρι τις ημέρες μας. Διότι όταν χτυπάς την καρδιά της οικονομίας, που είναι η παραγωγή, χτυπάς τις κοινωνίες.
Επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να συμβεί ξανά αυτό. Στόχος όλων όσοι ασχολούμαστε με θεσμικούς ρόλους, αλλά και με τη βιομηχανία, είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να ενισχύσουμε την παραγωγή στην Ευρώπη -φυσικά και στην Ελλάδα- ενισχύοντας παράλληλα την καινοτομία και την έρευνα, υπό το πρίσμα της περιβαλλοντικής και βιώσιμης διάστασης.
Να απενοχοποιήσουμε τα κέρδη
Να απενοχοποιήσουμε τα κέρδη, η βιομηχανία να έχει έσοδα για τις παραγωγικές μονάδες και τους ανθρώπους της, διότι μόνο με βιώσιμες και υγιείς επιχειρήσεις μπορούν να στηριχθούν οι οικονομίες και οι κοινωνίες. Να πάψουν οι απεχθείς φόροι -όπως clawback και rebate- οι οποίοι ξεκίνησαν από τα πρώτα χρόνια της οικονομικής ύφεσης, φρενάροντας τη φαρμακοβιομηχανία, με αποτέλεσμα να αιμοδοτεί διαρκώς το κράτος, μη έχοντας τη δυνατότητα να υλοποιεί επενδύσεις.
Η πανδημία -όσο οδυνηρή κι αν είναι- μας έδωσε μια ευκαιρία να αφυπνιστούμε και να αντιληφθούμε ότι στο μέλλον πρέπει να είμαστε περισσότερο συνεργάσιμοι και αλληλέγγυοι και να στραφούμε στο μοντέλο των “Big Pharma”, αξιοποιώντας στο έπακρο την τεχνολογία, την τηλεϊατρική, και τις δυνατότητες που μας δίνει η ψηφιακή μεταρρύθμιση.
Είναι αδήριτη ανάγκη να ενισχύσουμε την παραγωγή, να γίνουμε κόμβος καινοτομίας και αριστείας και να αγκαλιάσουμε δυναμικότερα τις ψηφιακές πλατφόρμες. Άλλωστε, και το ευνοϊκό χρηματοδοτικό περιβάλλον του Ταμείου Ανάκαμψης μας δίνει αυτή τη δυνατότητα, την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε με σοφία. Όπως με σοφία θα πρέπει να ενστερνιστούμε και τις αρχές του Οικουμενικού Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών, όπως βιώσιμη ανάπτυξη, κατάργηση της διαφθοράς, κατάργηση της παιδικής εργασίας, στήριξη του περιβάλλοντος.
Ως πρόεδρος του Global Compact Network Hellas πιστεύω ακράδαντα ότι όλα τα παραπάνω έχουν νόημα εφόσον συμβαδίζουν με τις 10 αρχές και 17 στόχους του ΟΗΕ.
Οι προκλήσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ, μπορεί σήμερα να βιώνουμε μία πρόκληση δημόσιας υγείας, αλλά είναι βέβαιο ότι μας αναμένουν και άλλες κρίσεις μελλοντικά. Μόνο με κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη και μακρόπνοο σχεδιασμό, που θα προστατεύει τις παραγωγικές μονάδες, τις θέσεις εργασίας και την αξία των προϊόντων, θα μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε!».