Ανησυχίες εκφράζει η ΕΚΤ για τις νομικές αλλαγές στην Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου που επιτρέπουν την χρήση του αναβαλλόμενου φόρου από τις τράπεζες, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η ΕΚΤ προβληματίζεται από τις αλλαγές σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, καθώς ενδέχεται να εκθέτουν τους φορολογούμενους σε ρίσκα, σε περίπτωση που οι τράπεζες αντιμετωπίσουν προβλήματα τα επόμενα χρόνια, υπονομεύοντας έτσι την αποτελεσματικότητα του stress test.
«Δεν μας αρέσει, αλλά δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό», δήλωσε αξιωματούχος της ΕΚΤ για την αλλαγή στην αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου.
Όπως αναφέρει η WSJ, οι ανησυχίες της ΕΚΤ κατατέθηκαν σε αιτιολογημένη γνώμη που δημοσίευσε σχολιάζοντας νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση των εν λόγω φορολογικών στοιχείων από την Πορτογαλία, μετά από αντίστοιχες κινήσεις από Ιταλία και Ισπανία. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε τελικά από το πορτογαλικό κοινοβούλιο, ενώ αντίστοιχη νομοθεσία ενέκρινε και η Ελλάδα.
Στο επίκεντρο του προβληματισμού της ΕΚΤ είναι η μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε φορολογική απαίτηση. Για να ενισχύσουν την αξία τους, οι τράπεζες προσθέτουν αυτά τα φορολογικά στοιχεία ενεργητικού στα κεφαλαιακά τους «μαξιλάρια».
Σύμφωνα με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, τα αναβαλλόμενα φορολογικά στοιχεία που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία θα πρέπει να αφαιρούνται σταδιακά από τα βασικά κεφάλαια μιας τράπεζας έως το 2018, από τη στιγμή που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα εάν η τράπεζα αντιμετωπίσει προβλήματα προτού αποδοθούν οι φόροι. Αυτή η νομοθετική αλλαγή θα επέφερε σοβαρό πλήγμα στις τράπεζες της νότιας Ευρώπης, καθώς συγκέντρωσαν φορολογικά στοιχεία δισεκατομμυρίων κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η αντίδραση των κυβερνήσεων ήταν να επιτρέψουν στις τράπεζες να μετατρέψουν μέρος του αναβαλλόμενου φόρου σε φορολογική απαίτηση, ή να τις στηρίξουν με κρατικές εγγυήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι φορολογικές απαιτήσεις μπορούν να εξοφληθούν όχι μόνο όταν η τράπεζα εμφανίσει κέρδη, αλλά και αν έλθει αντιμέτωπη με ζήτημα αφερεγγυότητας, όπως για παράδειγμα εάν τα κεφάλαιά της υποχωρήσουν κάτω από τα ελάχιστα αποδεκτά από τις ρυθμιστικές αρχές.
Σε μια τέτοια συγκυρία, τονίζει η WSJ, οι κυβερνήσεις ενδέχεται να αναγκαστούν να αναλάβουν μερίδιο στις τράπεζες αυτές. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι μπορούν να το κάνουν χωρίς να επιβάλλουν ζημιές σε μετόχους και ομολογιούχους χαμηλής εξασφάλισης, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις διασώσεις.