Τον Ιούλιο του 2018, σε συνέντευξη του στους Financial Times, ο Χένρι Κίσινγκερ βετεράνος πλέον της διπλωματίας και της γεωπολιτικής, είχε πει για τον Ντόναλντ Τραμπ: «Πιστεύω ότι μπορεί να είναι μια από αυτές τις μορφές της ιστορίας που εμφανίζονται από καιρού εις καιρόν για να σηματοδοτήσουν το τέλος μιας εποχής και να την υποχρεώσουν να εγκαταλείψει τα παλιά προσχήματα. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το γνωρίζει αυτό, ή ότι έχει εξετάσει κάποια σοβαρή εναλλακτική. Θα μπορούσε απλώς να είναι ένα ατύχημα».
Σχεδόν επτά χρόνια αργότερα, κατόπιν της δεύτερης πανηγυρικής εκλογής του Τραμπ, είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν πρόκειται απλώς για ατύχημα.
Πριν ακόμη αναλάβει επισήμως την προεδρία, με τον χαρακτηριστικά «μη πολιτικά ορθό» τρόπο του, ήρθε να ξεκαθαρίσει ότι αντιλαμβάνεται όλη την αμερικανική ήπειρο ως «οχυρό» των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Αναβιώνει επισήμως με τα όσα είπε για Γροιλανδία, Καναδά και Παναμά, το δόγμα Μονρόε περί αμερικανικής κυριαρχίας στο δυτικό ημισφαίριο, ενώ μέσω των δηλώσεων του για τα «δίκια» της Ρωσίας στην Ουκρανία, δείχνει ότι αποδέχεται την ύπαρξη ζωτικών σφαιρών επιρροής τρίτων, τουλάχιστον όταν αυτές δεν αφορούν την Κίνα.
Σκοπός του είναι η ισχυροποίηση των ΗΠΑ, ακόμη και εις βάρος των παραδοσιακών συμμάχων της, καθώς αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις με αντίληψη μηδενικού αθροίσματος. Κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει, συνήθως ο λιγότερο ισχυρός. Δεν ενδιαφέρεται για τους κανόνες της διεθνούς τάξης που επέβαλε η χώρα του ως μοναδική υπερδύναμη, διότι θεωρεί (και δεν κάνει λάθος) ότι ανήκουν στο παρελθόν.
Ευρώπη: Μετά την υποταγή, η ταπείνωση
Το ευρωπαϊκό κατεστημένο δικαιολογημένα βρίσκεται σε πανικό. Έχοντας δηλώσει πλήρη υποταγή στις επιδιώξεις της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης, εις βάρος των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων του στην υπόθεση της Ουκρανίας, νιώθει τώρα την ταπείνωση από τη νέα διοίκηση.
Δεν είναι μόνο η στάση του Έλον Μάσκ, με την πλήρη ανοχή του Τραμπ, ενάντια στην κυβέρνηση Στάρμερ στη Βρετανία, ή υπέρ του αντισυστημικά δεξιού AfD στη Γερμανία. Ούτε απλώς η προκλητική ρητορική του επερχόμενου προέδρου έναντι της Δανίας, ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η νέα -καθαρά υπερβολική- απαίτηση του για υπερδιπλασιασμό των αμυντικών δαπανών σε 5% του ΑΕΠ από κάθε χώρα του ΝΑΤΟ.
Παρότι δεν τόλμησαν να βγάλουν άχνα για τις πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις του Τραμπ, τόσο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, όσο και η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, δεν έχουν λάβει πρόσκληση για την τελετή ανάληψης καθηκόντων του νέου προέδρου, αντίθετα με πολλούς άλλους διεθνείς ηγέτες.
Είναι πιθανό λοιπόν ότι το πολιτικό κατεστημένο πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως και η ηγεσία των Βρυξελλών, που συντάχθηκαν έως και σκανδαλωδώς, με τις πολιτικές της προηγούμενης αμερικανικής προεδρίας, θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται σε μεγάλη δυσμένεια, με διαστάσεις ενδεχομένως επικίνδυνες για την πολιτική επιβίωση τους. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, την οποία το ευρωπαϊκό κατεστημένο θεωρεί «ακροδεξιά», βρέθηκε προσκεκλημένη του Τραμπ στο σπίτι του.
Σήμερα, τα διλήμματα για την Ευρώπη, που αφελώς πίστεψε ότι αρκεί η «ήπια ισχύς» της, υπό την στρατιωτική ομπρέλα των ΗΠΑ, εκτιμώντας πως ότι συνέβη για περίπου 80 χρόνια, θα συνεχιστεί στο διηνεκές, ενδέχεται να αποδειχθούν αξεπέραστα.
Διότι η κρίση οικονομικής και γεωπολιτικής ασφάλειας που δημιουργήθηκε μετά τον άφρονα πόλεμο της Ουκρανίας, συνδυάζεται με μια πολιτική κρίση συνεχούς ανόδου των μη συστημικών δεξιών σχηματισμών. Παρατάξεων με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, που σε αρκετά σημεία ταυτίζονται με τις αντιλήψεις της παράταξης Τραμπ και κινούνται ενάντια στις υπερεθνικές πολιτικές της «κεντρικής διοίκησης» των Βρυξελλών.
Πρόκειται για μια δομική αποτυχία της «συστημικής» ευρωπαϊκής πολιτικής, που κατάφερε με τις πράξεις και παραλείψεις της σε κρίσιμα θέματα, από τα ταυτοτικά ζητήματα, την πράσινη μετάβαση και τη μετανάστευση, ως τον πόλεμο της Ουκρανίας και τις ενεργειακές/οικονομικές συνέπειες του, να στρέψει εναντίον της μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ίσως ακούγεται υπερβολικό, είναι όμως πολύ πιθανό ότι οι πολιτικές εξελίξεις των επομένων 2-3 ετών στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της ΕΕ να προσαρμοστεί στις νέες διεθνείς συνθήκες, περιλαμβανομένου του παράγοντα Τραμπ, θα κρίνουν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αγωνίες της Ελλάδας εντείνονται
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η σχεδόν απόλυτη ευθυγράμμιση μεταξύ του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού κατεστημένου, αποτέλεσε επί πέντε χρόνια μια ιδανική συνθήκη εξωτερικής πολιτικής, που τώρα φαίνεται να διαταράσσεται, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ταύτιση του πρωθυπουργού με την πολιτική των Δημοκρατικών, και τα ευρωπαϊκά κράτη που την υιοθέτησαν σχεδόν απολύτως, ίσως εξελιχθεί σε σοβαρό μειονέκτημα.
Το μόνιμο, άλλωστε, δίλημμα της Ελλάδας είναι ότι εξαρτάται οικονομικά (λόγω και του χρέους) από τους εταίρους της στην Ευρώπη, αλλά στηρίζει την ασφάλεια της έναντι της Τουρκίας, στον αμερικανικό παράγοντα. Γεγονός που απαιτεί την τήρηση λεπτών ισορροπιών.
Στην περίοδο Τραμπ, δημιουργούνται νέες αβεβαιότητες. Ο τελευταίος δείχνει να σέβεται ιδιαίτερα το «δίκαιο της ισχύος», περιφρονώντας όσους εμφανίζονται αδύναμοι, ενώ είχε και έχει φιλικές σχέσεις με τον πρόεδρο Ερντογάν.
Ο φόβος των εγχώριων κύκλων δεν αφορά μόνο το ενδεχόμενο αμφιλεγόμενης στάσης του στην περίπτωση μεγάλης έντασης με τη γείτονα. Ενέχει και την πιθανότητα να συμψηφίσει ελληνικά συμφέροντά σε μια συναλλακτική διαδικασία διαπραγμάτευσης με την Τουρκία επί γενικότερων περιφερειακών θεμάτων, στη Συρία και αλλού.
Σε μια εποχή μεγάλης αβεβαιότητας και καθιέρωσης της «σκληρής ισχύος», οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Άμυνας Νίκου Δένδια αντηχούν εξαιρετικά επίκαιρες: «Η πλήρης αστάθεια στον κόσμο σήμερα είναι η νέα σταθερά. Πρέπει, λοιπόν, να ετοιμαστούμε για μια Ελλάδα η οποία θα ζήσει σε έναν κόσμο συνεχώς αυξανόμενων προκλήσεων.
Πρέπει να είναι κατανοητό ότι η προστασία της Πατρίδας είναι μια συλλογική προσπάθεια και μπορεί να πετύχει μόνον ως συλλογική προσπάθεια. Και πρέπει να διατηρήσουμε το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας στρατευμένο στο κοινό εθνικό μας αφήγημα».
Η μετατροπή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, από στράτευμα «καιρού ειρήνης», που φαίνεται εντυπωσιακό στα χαρτιά, σε ετοιμοπόλεμη δύναμη για την αποτροπή συγκεκριμένων σεναρίων, είναι απαραίτητο στοιχείο αυτής της εποχής, που θα κρατήσει πολύ περισσότερο από την προεδρική θητεία του Τραμπ.
Δεν θα χρησιμεύσει, όμως, εάν δεν υπάρξει και η πολιτική βούληση για σκληρότερη διπλωματική στάση, όπου το απαιτούν τα συμφέροντα της χώρας.