Εδώ και δεκαετίες, το δημόσιο χρέος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη μεγαλώνει με ταχύτατους ρυθμούς. Το 2000 στην Αμερική αντιπροσώπευε το 33,27% του ΑΕΠ, σε σχέση με 41% το 1990. Το 2008, όμως, είχε ήδη φτάσει το 63,82% και στο τέλος του τρέχοντος έτους, αναμένεται να βρεθεί στο 124%.
Η σύγκριση συνολικά με την Ευρώπη δείχνει αντίστοιχες τάσεις αλλά σε μικρότερο βαθμό, καθώς περιλαμβάνονται κράτη διαφορετικών ταχυτήτων σε χρέη και ελλείμματα. Το 2007, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη βρισκόταν στο 66,1%, ενώ παρά τις προσπάθειες και τα διάφορα «σύμφωνα», στο τέλος του 2024 θα φτάσει στο 88,5%. Επιμέρους χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία, κινούνται σε επίπεδα πάνω από 100%, που σημαίνει ότι είναι ήδη υπερχρεωμένες.
Στο παρελθόν, τα κρατικά λεφτά δεν έφταναν για να καλύψουν κοινωνικές επιδιώξεις και η «λύση» βρισκόταν στην αύξηση του χρέους. Σήμερα, όμως, σε πολλές χώρες τα λεφτά δεν φτάνουν ούτε για τη συντήρηση των κεκτημένων, ενώ τα παραπάνω χρέη έγιναν επικίνδυνα.
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να αναστραφεί η κατάσταση, καθώς η πλήρης εξυγίανση των «κρατικών ισολογισμών» προϋποθέτει αφενός ισχυρή ανάπτυξη (για να μεγαλώνει ο παρονομαστής, το ΑΕΠ) κι αφετέρου πραγματικά πλεονάσματα κι όχι απλώς πρωτογενή (κρατικά έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες, εξαιρουμένων όμως των τόκων) για να μειώνεται το απόλυτο χρέος.
Οι λύσεις, σε αυτές τις περιπτώσεις, περιλαμβάνουν αύξηση της φορολογίας, ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα, μείωση των κρατικών δαπανών και τόνωση της ανάπτυξης.
Οι μεσοβέζικες λύσεις και το πριόνι του Μιλέι
Σε μια περίοδο συμπίεσης του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και δυσκολίας στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, λόγω «παγκοσμιοποίησης», οι περισσότερες κυβερνήσεις ακολουθούν διαχειριστική πολιτική του τύπου «λίγο απ' όλα». Λίγο φόροι, λίγο περικοπές δαπανών, λίγο τόνωση της ανάπτυξης.
Το πρόβλημα, όπως φαίνεται και από τις εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλές χώρες, είναι ότι αυτή η διαχειριστική πολιτική, ακόμη κι όταν φέρνει κάποια αποτελέσματα, συνήθως περιορισμένα, δεν ικανοποιεί τους πολίτες. Ιδίως όταν την ίδια περίοδο συζητούνται ευρέως ως «απαραίτητες», τεράστιες κρατικές δαπάνες, σε τομείς όπως η πράσινη μετάβαση και η άμυνα.
Κι ακόμη περισσότερο, όταν οι πολίτες αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι ο τρόπος λειτουργίας του κράτους, όπως και της υπερκείμενης Κομισιόν στην Ευρώπη, αντί να διευκολύνουν, δυσχεραίνουν την ανάπτυξη, μέσα από δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αναρίθμητους κανονισμούς και διάχυτη αναποτελεσματικότητα.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η αλόγιστη χρέωση των κρατών στηρίχθηκε εν μέρει σε υποτιθέμενες προσδοκίες για μελλοντική ανάπτυξη. Σήμερα, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ευρώπης δεν είναι ευοίωνες, ίσως ούτε και για τις ΗΠΑ, με βάση τις μεγάλες αλλαγές στη διεθνή ισορροπία οικονομικών και γεωπολιτικών δυνάμεων, που παρουσιάσαμε σε προηγούμενο σχόλιο.
Το αναπτυξιακό μοντέλο -όπως και οι συντεταγμένες στη φορολόγηση του πλούτου- επιβάλλονται πρακτικά διεθνώς και δεν επιτρέπουν παρεκκλίσεις σε επιμέρους χώρους.
Εν ολίγοις, ο δρόμος της απλής διαχείρισης ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγάλα αδιέξοδα, καταλήγοντας ίσως σε φαινόμενα όπως αυτό του Αργεντινού προέδρου Χαβιέρ Μιλέι. Ο οποίος εκλέχθηκε μετά από δεκαετίες κρίσης, κραδαίνοντας ένα… αλυσοπρίονο και υποσχόμενος να «τσακίσει» το κράτος. Υπόσχεση που μέχρι στιγμής φαίνεται να υλοποιεί με ζήλο.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι και στις ΗΠΑ, παρά την προνομιακή τους θέση σε ό,τι αφορά τα υπέρογκα ελλείμματα και χρέη (αφού το δολάριο είναι το μόνο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), εκλέχθηκε η παράταξη Τραμπ περιλαμβάνοντας στο πρόγραμμά της μια μεγάλη υπόσχεση: Να βάλει μαχαίρι στο ομοσπονδιακό κράτος (ώστε να μειωθεί το έλλειμμα) και να πατάξει τη γραφειοκρατία, με ισχυρό «σηματωρό» τον καινοτόμο, συχνά και άτεγκτο επιχειρηματία Ελον Μασκ. Ο Μιλέι μάλιστα επισκέφθηκε πρόσφατα τις ΗΠΑ για να μεταφέρει τις εμπειρίες του στον πριονισμό.
Στην Ευρώπη, τον προμαχώνα του μεγάλου κράτους, με διαφορετικές πολιτικές αναφορές από τις ΗΠΑ, τέτοια φαινόμενα δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη. Εάν όμως δεν αλλάξουν οι συνθήκες, μάλλον θα εμφανιστούν προσεχώς. Θα τα επιβάλει η δυσπραγία της συγκυρίας.
Η φοβία της κυβέρνησης και οι «καυτές πατάτες»
Στην ευάλωτη Ελλάδα με το τεράστιο χρέος, το ογκώδες αλλά και ξεχαρβαλωμένο κράτος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκλέχθηκε δύο φορές με άνετη πλειοψηφία, υποσχόμενη σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Μετά από σχεδόν πεντέμισι χρόνια, οι αλλαγές είναι σχεδόν οριακές, διότι έχει επικρατήσει μια καθαρά «διαχειριστική» νοοτροπία, με αυστηρή μεν τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, που όμως δεν ανασυγκροτεί το κράτος. Φτάσαμε μάλιστα να χαρακτηρίζεται από φιλικά ΜΜΕ ως «μεταρρύθμιση» το ξεμπέρδεμα των αρμοδιοτήτων για τα… φρεάτια των δήμων!
Αντί να πατάξει τη γραφειοκρατία, επιχειρεί κυρίως να την ψηφιοποιήσει. Η αξιολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων έμεινε στα χαρτιά. Οι σπατάλες που γίνονται παραμένουν τεράστιες, ο αριθμός των κρατικών οργανισμών και παραφυάδων εξακολουθεί να ζαλίζει, ενώ ο ιδιωτικός τομέας συνεχίζει να ζητά άρση σημαντικών εμποδίων στη λειτουργία του.
Ακόμη και στον τομέα της ρύθμισης των αγορών και του ανταγωνισμού, έναν από τους βασικότερους, είτε μιλάμε για μικρό είτε για μεγάλο κράτος, τα αποτελέσματα είναι ελάχιστα, όπως φαίνεται και από τις προσπάθειες της κυβέρνησης να καταπολεμήσει την ακρίβεια.
Σήμερα, έχοντας ήδη σπαταλήσει το πολιτικό κεφάλαιο του «41%» για ανούσιους λόγους, η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε φάση φοβίας του πολιτικού κόστους, παρότι απέχει περίπου 2,5 χρόνια από τις εκλογές.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντί να επιχειρήσει να γράψει ιστορία τολμώντας, φαίνεται ότι προτιμά να πάει πιο σίγουρα στη διεκδίκηση τρίτης θητείας για την παράταξή του. Πολλές «καυτές πατάτες» μένουν όμως στο τραπέζι για τους επόμενους.
Το 2026, ή έστω το 2027, το ευρωπαϊκό RRF που αποτελεί ατμομηχανή ανάπτυξης θα έχει τελειώσει. Και το 2032 ξεκινά ξανά η αποπληρωμή του υπέρογκου κρατικού χρέους, σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον πολύ πιο δυσοίωνο από το παρελθόν.