«Οι Δημοκρατίες», είπε πρόσφατα ο διάσημος ιστορικός και συγγραφέας Γιουβάλ Νόε Χαράρι, εκλεκτός των ανά των κόσμο φιλελεύθερων, «στηρίζονται στην εμπιστοσύνη, ενώ οι δικτατορίες στον φόβο». Αν είναι έτσι, τότε οι δημοκρατίες έχουν ολοένα και σοβαρότερο πρόβλημα.
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, τα προπύργια δηλαδή της Δυτικής Δημοκρατίας, η εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς μειώνεται συνεχώς. Ειδικά στην Ελλάδα, που είναι μια από τις χειρότερες περιπτώσεις στην Ευρώπη, οι έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει ανησυχητικά χαμηλή εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στους θεσμούς, από τη Βουλή και τα πολιτικά κόμματα, μέχρι τη Δικαιοσύνη (περίπου 70% δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε σε αυτή) και τα Μέσα Ενημέρωσης.
Κινούνται μάλιστα οι απορριπτικές γνώμες σε επίπεδα που θυμίζουν τις εποχές κρίσης των μνημονίων, χωρίς από ό,τι φαίνεται, να συγκινούνται οι περισσότεροι από τους «συστημικούς» πολιτικούς μας.
Δεδομένου όμως ότι αυτές τις μέρες διεξάγονται στις ΗΠΑ οι πιο κρίσιμες εκλογές για ολόκληρο τον κόσμο (και το αποτέλεσμα μπορεί να αργήσει πολύ να ξεκαθαρίσει), έχει αξία να εξετάσουμε λίγο περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί εκεί, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφει εδώ και δεκαετίες η φημισμένη Gallup.
Η πλειονότητα των πολιτών έχει ελάχιστη ή καθόλου εμπιστοσύνη στο Κογκρέσο (60%) και στην αμερικανική προεδρία (50%), ενώ εκείνοι που δεν εμπιστεύονται το Ανώτατο Δικαστήριο (38%) είναι αισθητά περισσότεροι από όσους το εμπιστεύονται (30%). Εντυπωσιακό και το ότι το 45% εμπιστεύεται λίγο ή καθόλου το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ενώ αρκετά/πολύ, μόλις το 21%.
Ελάχιστη εμπιστοσύνη έχουν οι Αμερικανοί και στο λεγόμενο «Big Business», σε ποσοστό 43%, ενώ μόλις το 16% δηλώνουν αρκετή ή μεγάλη. Όχι ό,τι καλύτερο, όταν μιλάμε για την πατρίδα του σύγχρονου καπιταλισμού. Πολύ χαμηλή βεβαίως είναι και η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ (από 12% στην τηλεόραση έως 18% στις εφημερίδες).
Ίσως το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μια πορεία που σχεδόν αδιάκοπα, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, είναι καθαρά πτωτική. Δηλαδή πολύ πριν εμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο ο Ντόναλντ Τραμπ, το 2015.
Κάτι που ισχύει και για τους δύο θεσμούς που διατηρούν ακόμη πλειοψηφικά ποσοστά εμπιστοσύνης των πολιτών, τις Ένοπλες Δυνάμεις (61%) και την Αστυνομία (51%).
Σύμφωνα εξάλλου με το Pew Research Center, το ποσοστό των Αμερικανών που εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους να κάνει «αυτό που είναι σωστό» έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και κινείται περίπου στο 20%, από το 2009 και μετά, πιθανώς λόγω της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008.
Εν ολίγοις, παρότι αυτό ίσως χαλάσει το αφήγημα πολλών, το «φαινόμενο Τραμπ» όπως και τα αντίστοιχα αντισυστημικά φαινόμενα στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα γενικότερων συνθηκών, αλλά και πράξεων και παραλείψεων του πολιτικού συστήματος, και όχι η αιτία.
Στην Ελλάδα, είναι υποθέσεις όπως αυτές των υποκλοπών και των Τεμπών, που έρχονται να κλονίσουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στους θεσμούς, μαζί με την αίσθηση ότι το «κράτος» δεν λειτουργεί καθόλου αποτελεσματικά και ότι η οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται, χωρίς να ωφελούνται οι πολλοί.
Τι δείχνει το επίπεδο της διαμάχης στις ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ, όμως, είδαμε το φαινόμενο ενός προέδρου, του Μπάιντεν, που μένει στη θέση του και κατεβαίνει ξανά υποψήφιος, ενώ είναι οφθαλμοφανές ότι βρίσκεται σε κατάπτωση, με ένα ολόκληρο πολιτικό και μιντιακό σύστημα να τον καλύπτει, ώσπου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Είδαμε τις δικαστικές διώξεις κατά Τραμπ σε βαθμό τόσο υπερβολικό (υποδηλώνοντας ξεκάθαρα πολιτικά κίνητρα), που να φωνάζουν ακόμη και ψύχραιμοι υποστηρικτές των Δημοκρατικών ότι θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι επί Τζο Μπάιντεν, η εμπιστοσύνη στον θεσμό της προεδρίας μειώθηκε μέσα σε 4 χρόνια κατά 13 μονάδες, από 39% το 2020 (επί Τραμπ), σε 26%!
Τώρα, βλέπουμε ένα διεθνές μιντιακό κατεστημένο που στηρίζει με χέρια και πόδια την υποψήφια πρόεδρο Χάρις, για την οποία ακόμη και οι ίδιοι οι υποστηρικτές της, τουλάχιστον στα «σοβαρά» ΜΜΕ, παραδέχονται ότι δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο, ούτε επικοινωνιακά ούτε και σε πολιτικό βάθος και πρόγραμμα! Το βασικό, αν όχι το μόνο, επιχείρημά τους είναι «ψηφίστε Χάρις, για να μη βγει ο ανισόρροπος και φασίστας Τραμπ».
Προσβάλλοντας, βεβαίως, περίπου τους μισούς Αμερικανούς.
Μπορεί να αποδειχτεί αρκετό, μπορεί και όχι. Τα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις δεν επιτρέπουν προβλέψεις, παρότι φαίνεται να υπάρχει μια «ανομολόγητη» αίσθηση, σε αμφότερα τα στρατόπεδα, ότι μάλλον θα κερδίσει ο Τραμπ.
Πιθανόν να παίξει σημαντικό ρόλο ότι ο τελευταίος, πέραν του πασίγνωστου Ελον Μασκ, στηρίζεται αυτή τη φορά από μια τριάδα νεαρών σε ηλικία πολιτικών, τον υποψήφιο αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς, τον έως πρότινος υποψήφιο για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων Bιβέκ Ραμασουάμι και την Τούλσι Γκάμπαρντ, που υπήρξε βουλευτής και ταχέως ανερχόμενο στέλεχος των Δημοκρατικών, πριν αλλάξει πολιτικό στρατόπεδο.
Και οι τρεις επιδεικνύουν ρητορική δεινότητα και έχουν μεγάλη απήχηση, όταν στην αντίπαλη παράταξη, πλην της Χάρις, εμφανίζεται κυρίως ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Τιμ Γουόλς, που δυστυχώς δεν δείχνει να έχει κανένα πολιτικό χάρισμα! Στους Δημοκρατικούς, έχει μείνει ο συνταξιοδοτημένος πρόεδρος Ομπάμα να προσπαθεί να δανείσει ένα μέρος από την αδιαμφισβήτητη λάμψη του στην Κάμαλα Χάρις, μαζί με πληθώρα διάσημων καλλιτεχνών.
Είναι άξιο περίσκεψης πώς ένα εδραιωμένο σύστημα εξουσίας με ιστορία 200 ετών, στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου, δεν έχει καταφέρει να βρει καλύτερους αντιπάλους στον Τραμπ και στην ομάδα του. Το ότι η προεκλογική μάχη στις ΗΠΑ διεξάγεται με αυτό τον τρόπο, ανάμεσα στο κακό και στο χειρότερο, αποτελεί σύμπτωμα ευρείας παρακμής, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για τη Δύση.
Τα σημάδια της είναι πια ορατά και στην οικονομική πολιτική, στα τεράστια ελλείμματα και στο διαρκώς αυξανόμενο χρέος. Το ερώτημα είναι αν αυτή η παρακμή θα μείνει χωρίς εμφανή εκδήλωση και στον επιχειρηματικό τομέα, όπου οι ΗΠΑ συνεχίζουν να πρωτοστατούν.
Στους δημοκρατικούς θεσμούς, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο, πολιτικοί του «κατεστημένου», στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, καταφεύγουν σε μεθόδους και τερτίπια που κάποτε θα ήταν μονοπώλιο των λαϊκιστών αναξιόπιστων αντιπάλων τους.
Ίσως να θεωρούν ότι έχουν εξασφαλισμένους τους -κατ' αυτούς- «σκεπτόμενους» πολίτες και ότι πρέπει να απευθυνθούν στους υπόλοιπους σε άλλο επίπεδο, λησμονώντας ότι όσα λένε και κάνουν, τα παρατηρούν και οι μεν και οι δε.
Ίσως να θεωρούν ότι η «μαχόμενη» δημοκρατία δεν μπορεί να αγωνίζεται με καθαρό θεσμικά τρόπο, ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», σε μάχες που θέλουν κάθε φορά να βαπτίζουν ως «ιδεολογικές» και μέχρις εσχάτων. Τα βλέπουμε τα δείγματα αυτά, όχι μόνο στη διαμάχη για την προεδρία στις ΗΠΑ αλλά και στις αιματηρές συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, όπου η παραπληροφόρηση και η υποκρισία δεν αποτελούν χαρακτηριστικά μόνο των αντιπάλων της Δύσης.
Ίσως αυτό να είναι ευκολότερο από το να ασχοληθούν με τα μεγάλα λάθη, με τα προβλήματα, με τις πολιτικές και μιντιακές πρακτικές που έχουν δημιουργήσει το χάσμα εμπιστοσύνης, τη δυσαρέσκεια μιας ολοένα και μεγαλύτερης μερίδας των πολιτών, ή με τη συγκυρία, οικονομική και γεωπολιτική, που αλλάζει σε παγκόσμιο επίπεδο. Σίγουρα είναι πιο εύκολο αλλά όχι και τόσο αποτελεσματικό σε μια δημοκρατία, να θεωρείς ότι εσύ κινείσαι σωστά και ο «απαίδευτος» λαός κάνει λάθος.
Είτε χάσει είτε κερδίσει ο Τραμπ, όσο το «κατεστημένο» της Δύσης δεν προσαρμόζεται στις προσδοκίες των πολιτών και δεν αντιμετωπίζει τα υπαρκτά αίτια, περιοριζόμενο σε αφορισμούς για τα social media, την παραπληροφόρηση και την επιρροή αντίπαλων καθεστώτων της Ανατολής, όσο καλλιεργεί εύφορο έδαφος για την άνθηση του αντισυστημισμού, τόσο αυξάνει τις πιθανότητες περαιτέρω πολιτικής και οικονομικής αναταραχής.
Ενδεχομένως και της ανατροπής του.