Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Οκτ 21 2024

H πραγματική «ισορροπία δυνάμεων» Ελλάδας-Τουρκίας

H πραγματική «ισορροπία δυνάμεων» Ελλάδας-Τουρκίας

Οι τρέχουσες επαφές μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας διεξάγονται στο πλαίσιο ενός καυτού διεθνούς σκηνικού, με σοβαρές εστίες στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, που αλλάζει τα δεδομένα δεκαετιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, απλουστευτικοί διαχωρισμοί που τείνουν να επικρατήσουν σε μερίδα της κοινής γνώμης, μεταξύ «πατριωτών» και «μειοδοτών», είναι πολλαπλώς επικίνδυνοι.

Το πιο παράδοξο είναι ότι αρκετοί από τους υπερ-πατριώτες αναλύουν με διαφορετικό τρόπο τα δεδομένα στη σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Κυρίως διότι στην περίπτωση της Ρωσίας, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζουν τον ρόλο των «σφαιρών επιρροής» και της εγγενούς ανισότητας μεταξύ δυνάμεων διαφορετικού επιπέδου, στις διεθνείς σχέσεις.

Και από την άλλη, δείχνουν να θεωρούν, για παράδειγμα, πως η Ελλάδα θα πρέπει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις και το casus belli της Τουρκίας, Φανερώνοντας έτσι ότι ο γεωπολιτικός ρεαλισμός τους εξαντλείται, όταν αφορά τα ελληνικά θέματα.

Κάποιοι άλλοι, περισσότερο διακριτικοί, αποφεύγουν τον σκόπελο επιλέγοντας τη στρατηγική της ακινησίας. Δεν κάνουμε τίποτα και δεν συζητούμε τίποτα, μεταθέτοντας το πρόβλημα για κάποιο (απροσδιόριστο) μέλλον.

Και οι δύο προσεγγίσεις σφάλλουν επικίνδυνα σε ό,τι αφορά τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, κάτι που δυστυχώς ενθαρρύνεται από τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται, από πολιτικούς και ΜΜΕ, οι συσχετισμοί ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες.

Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να μετράμε πυραύλους, άρματα μάχης και αεροπλάνα των δύο πλευρών, διότι αυτά απεικονίζουν μια φωτογραφία της στιγμής, και όπως αποδείχτηκε στην περίπτωση της Ουκρανίας, δεν εξηγούν επαρκώς τις πιθανές εκβάσεις. Ούτε «θαυματουργά όπλα» που κερδίζουν σοβαρές πολεμικές αναμετρήσεις υπάρχουν ούτε οι μάχες κερδίζονται «στα χαρτιά».

Οι βασικές συνιστώσες της στρατιωτικής ισχύος σε έναν διευρυμένο χρονικό ορίζοντα εξαρτώνται ποσοτικά (δεν υποτιμούμε τον ποιοτικό παράγοντα και το φρόνημα) από το μέγεθος της εκάστοτε οικονομίας, το ύψος των αμυντικών της δαπανών και το μέγεθος της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με τον πληθυσμό και το δημογραφικό.

Τα παραπάνω, δε, σε συνδυασμό με τη γεωγραφία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική σημασία μιας χώρας, επιδρώντας καταλυτικά ως προς την εύνοια μεγάλων δυνάμεων και συμμαχιών.

Πώς εξελίχθηκαν οι συσχετισμοί εδώ και δεκαετίες

Προκειμένου να φανεί ο ρόλος του χρόνου και αν αυτός λειτουργεί υπέρ ή εναντίον μας, θα σημειώσουμε ότι το 1921, λίγο πριν τη «Μικρασιατική καταστροφή», η Ελλάδα είχε πληθυσμό 5,83 εκατομμύρια και η Τουρκία τον υπερδιπλάσιο, με 14,1 εκατομμύρια ανθρώπους.

Το 1960, η Ελλάδα είχε 8,27 εκατ. πληθυσμό, με ΑΕΠ 4,34 δισ. δολάρια, ενώ η Τουρκία είχε πλέον υπερτριπλάσιο πληθυσμό στα 27,5 εκατομμύρια, με ΑΕΠ στα 7,57 δισ. δολάρια, κάτι λιγότερο από το διπλάσιο της χώρας μας.

Το 2023 ο πληθυσμός της χώρας μας βρέθηκε στα 10,4 εκατ. ανθρώπους και της Τουρκίας στα 87,2 εκατ. κατοίκους. Πλέον η γειτονική χώρα δεν έχει διπλάσιο ή τριπλάσιο πληθυσμό, έχει σχεδόν εννεαπλάσιο, με περαιτέρω τάσεις αύξησης της διαφοράς. Επιπλέον η διάμεση ηλικία στην Τουρκία είναι στα 32,5 χρόνια και στην Ελλάδα 45,7 χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το αξιόμαχο ανθρώπινο δυναμικό. Σημειωτέον ότι με βάση τις προβολές για τo έτος 2050, η Τουρκία αναμένεται να έχει πλέον πληθυσμό κοντά στα 94 εκατομμύρια, ενώ η Ελλάδα θα έχει περίπου 7,5-8 εκατ. κατοίκους.

Στον οικονομικό τομέα, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλύτερα. Το ΑΕΠ της χώρας μας το 2023 ήταν 225 δισ. ευρώ και της Τουρκίας 1,02 τρισεκατομμύριο δολάρια, περίπου 4,5 φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό, ενώ συνεχίζει να αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς, παρά τη νομισματική/πληθωριστική κρίση των προηγούμενων ετών.

Εάν μάλιστα συγκριθούμε σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity), ένα μέτρο διεθνούς σύγκρισης οικονομιών με διαφορετικά νομίσματα και επίπεδα τιμών, η διαφορά γίνεται ιλιγγιώδης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Τουρκία είχε ΑΕΠ 2023 σε όρους PPP περίπου 3,77 τρισεκατομμύρια δολάρια και η Ελλάδα 426,75 δισ. δολάρια, σχεδόν εννιά φορές μικρότερο!

Συνέπεια αυτών των διαφορών είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα, δαπανώντας το 3% του ονομαστικού ΑΕΠ της, είχε αμυντικές δαπάνες 6,22 δισ. ευρώ το 2023, ενώ η Τουρκία δαπανώντας τα υπερδιπλάσια, περίπου 15,8 δισ. δολάρια, δέσμευσε μόλις το 1,5% του ΑΕΠ της.

Το τελευταίο διάστημα ωστόσο έχει αρχίσει διεθνώς και η καταμέτρηση των αμυντικών δαπανών μεταξύ διαφόρων χωρών σε όρους «στρατιωτικού PPP». Χωρίς να έχουμε βρει στοιχεία για αμφότερες τις χώρες, είναι φανερό ότι το χάσμα των αμυντικών δαπανών γίνεται ακόμη μεγαλύτερο (σ.σ. τα στοιχεία 2019 για την Τουρκία σε όρους Military PPP, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό CEPR, τη φέρνουν στην 8η θέση παγκοσμίως, πάνω από χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία!).

Μεταξύ άλλων γίνεται λόγος για χάσμα διότι, αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία διαθέτει ισχυρή πολεμική βιομηχανία, η οποία ήδη το προηγούμενο έτος κατατασσόταν στη 12η θέση παγκοσμίως, σε εξαγωγές, μπροστά από την Ολλανδία και δύο θέσεις πίσω από το Ισραήλ, με μερίδιο αγοράς 1,6%.

Με άλλα λόγια, είτε μας αρέσει είτε όχι, η σημερινή Τουρκία είναι 18η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε όρους ΑΕΠ, 12η σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, με πολύ σοβαρές αμυντικές δαπάνες σε παγκόσμια κλίμακα, μεγάλες ένοπλες δυνάμεις και διεθνώς ισχυρή εγχώρια πολεμική βιομηχανία.

Συμμαχίες, εξοπλισμοί και γεωπολιτική συγκυρία

Τα μεγέθη αυτά αποδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν «καμώνεται» την περιφερειακή δύναμη, είναι περιφερειακή δύναμη, με μεγάλη γεωπολιτική σημασία. Γεγονός που της επιτρέπει να ελίσσεται ανάμεσα στα συμφέροντα των υπερδυνάμεων και των σχηματισμών τους, με έναν τρόπο που δεν μπορεί να ακολουθήσει η χώρα μας, για αντικειμενικούς λόγους.

Με αυτούς τους συσχετισμούς, εύλογα η Ελλάδα στηρίζεται στις εδραιωμένες συμμαχίες της αλλά και στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Αρκεί να αναγνωρίζει και τους περιορισμούς που έχουν ήδη καταδειχθεί, στην περίπτωση της Ουκρανίας. Η πιθανότητα να πολεμήσουν άλλοι μαζί μας ή να παράσχουν «άνευ όρων» στήριξη, όχι με λόγια αλλά με έργα, δεν είναι μεγάλη.

Κατά συνέπεια, εύλογοι και οι εξοπλισμοί μας, στον βαθμό που δεν αποσκοπούν δήθεν σε «υπεροπλία» έναντι της Τουρκίας, κάτι που όπως φάνηκε κι από τα παραπάνω είναι μάλλον ακατόρθωτο διαχρονικά (και περιττό αφού η γείτονα έχει ευρύτερες φιλοδοξίες και ανοικτά μέτωπα συμφερόντων σε άλλα σύνορά της), αλλά στη δυνατότητα αποτροπής, κι αν χρειαστεί αντιμετώπισης συγκεκριμένων σεναρίων, σε ευαίσθητες περιοχές για τα ελληνικά συμφέροντα.

Ταυτόχρονα, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η συγκυρία μάλλον δεν πρόκειται να γίνει καλύτερη, όπως φαίνεται από τις μακροπρόθεσμες τάσεις, που ήδη καταγράψαμε. Γεγονός που δεν ευνοεί τη λεγόμενη «στρατηγική ακινησία» της χώρας μας, μια διπλωματική τακτική που απλώς αναλώνει χρόνο. Αρκεί κάποιος να συνδυάσει τα στοιχεία που παρατέθηκαν, για να αντιληφθεί τη σταδιακή μεταβολή συσχετισμών εις βάρος της Ελλάδας, που επιτρέπουν τόσα χρόνια στην Τουρκία να αυξάνει προοδευτικά τις επιδιώξεις της, αντί να τις μειώνει, βγάζοντας συμπεράσματα για το αν ο χρόνος δουλεύει υπέρ μας.

Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όμως, λόγω της ευρύτερης γεωπολιτικής αναταραχής, το τελευταίο που επιθυμούν οι βασικοί μας σύμμαχοι είναι η ένταση στη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, βάζοντας κάποιο «φρένο» στη διεκδίκηση επιδιώξεων εκ μέρους του Ερντογάν, κάτι στο οποίο φαίνεται να στηρίζεται και η τρέχουσα πολιτική στα ελληνοτουρκικά, του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία, ίσως πράγματι να κρύβεται μια ευκαιρία για τη χώρα μας, αρκεί να αποφασίσει ρεαλιστικά ποιες ακριβώς είναι οι δικές της επιδιώξεις σε μια διαπραγμάτευση, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι μάλλον θα είναι δύσκολο, ακόμη και στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, να δικαιωθεί 100% η ελληνική πλευρά. Θα δεχτεί η Ελλάδα όποιο αποτέλεσμα προκύψει;

Δεδομένων των πολιτικών συσχετισμών, εντός και εκτός του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και του κλίματος που έχει καλλιεργηθεί σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, τέτοιες αποφάσεις φαίνονται σήμερα δύσκολες, αν όχι αδύνατες. Ουδόλως αυτό αλλάζει την πραγματικότητα που περιγράψαμε, η οποία μπορεί να γίνει πολύ πιο επικίνδυνη, στο πιθανό πλέον ενδεχόμενο οι εξελίξεις στην Ουκρανία να οδηγήσουν σε περαιτέρω ενίσχυση του αναθεωρητισμού διεθνώς.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v