Οι εξελίξεις στα δύο καυτά μέτωπα της υδρογείου φανερώνουν την αποτυχία της πολιτικής της Δύσης τα τελευταία χρόνια, δημιουργώντας κινδύνους περαιτέρω σοβαρής κλιμάκωσης.
Στην Ουκρανία, είναι πλέον εμφανές, ακόμη και στα δυτικά ΜΜΕ που στήριξαν αναφανδόν αυτή την πολιτική, ότι ο πόλεμος έχει μπει σε τροχιά ήττας. Eνδεικτικά το τελευταίο διάστημα είναι το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα του Economist με τίτλο «Crunch time for Ukraine», ρεπορτάζ των FT σύμφωνα με το οποίο το 50-70% των νέων κληρωτών της Ουκρανίας σκοτώνεται ή τραυματίζεται μέσα σε λίγες μέρες από την άφιξή τους στο μέτωπο, αλλά και η χλιαρότητα στην υποδοχή του «σχεδίου νίκης» του Ζελένσκι στις ΗΠΑ, το οποίο σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg θεωρήθηκε «λίστα ευσεβών πόθων».
Οι πόλεμοι πολύ σπάνια κερδίζονται στο πεδίο της προπαγάνδας. Στην περίπτωση των Ουκρανών, η έμφαση στην προπαγάνδα οδηγεί σε ενέργειες πάνω από τις δυνατότητές τους, οι οποίες επιφέρουν τελικά τραγικά αποτελέσματα. Το πρώτο πολύ σοβαρό παράδειγμα ήταν η εντελώς αποτυχημένη αντεπίθεση του 2023. Το δεύτερο, η μίνι εισβολή των Ουκρανών στο Κουρσκ (η έκταση της οποίας περιορίζεται ήδη σημαντικά από τις ρωσικές αντεπιθέσεις), που ήταν ένα πυροτέχνημα χωρίς καμία επίδραση στα κύρια μέτωπα, εκτός από την αποδυνάμωση της ουκρανικής άμυνας.
Οι Ρώσοι προελαύνουν σχεδόν καθημερινά και απειλούν πλέον να αναδιπλώσουν τις γραμμές των Ουκρανών σε όλο το ανατολικό μέτωπο του Ντονμπάς, με επίκεντρο στρατηγικής σημασίας τοποθεσίες σε διάφορα σημεία, όπως το Τσάσοβ Γιαρ, το Τόρετσκ, το Κουράχοβο, το Βουχλεντάρ και το Ποκρόβσκ. Όπως φάνηκε και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πόλεμος φθοράς είναι αργόσυρτος, μέχρι να φτάσει σε σημείο καμπής ο ένας αντίπαλος. Μετά οι εξελίξεις μπορεί να είναι ταχύτατες.
Ταυτοχρόνως, τα βαθιά πλήγματα της Ρωσίας έχουν καταστρέψει τις δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρισμού της Ουκρανίας, σε ποσοστό που άλλοι εκτιμούν στο 50% κι άλλοι στο 70-80%. Το οποίο σημαίνει ότι ο χειμώνας θα είναι εξαιρετικά δύσκολος, οδηγώντας σε πτώση ηθικού, ενδεχομένως και σε νέο κύμα μετανάστευσης.
Όπως συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές, η Δύση φθάνει όλο και πιο κοντά σε ένα κρίσιμο δίλημμα: Είτε θα πρέπει να κλιμακώσει περαιτέρω είτε να αποδεχτεί ότι η Ουκρανία δεν θα νικήσει, ξεκινώντας διαπραγματεύσεις για ένα συμβιβασμό, ο οποίος όμως θα είναι σκληρός για τα συμφέροντά της. Ωστόσο, ο βασικότερος «παίκτης», οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν εισέλθει στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου. Για τους επόμενους μήνες, ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι «κουτσή πάπια».
Υπάρχουν φανατικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης αλλά και κράτη (κυρίως, αλλά όχι μόνο, της Βαλτικής) που ζητούν απελπισμένα την κλιμάκωση, είτε με άμεση είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είτε με χρήση δυτικών πυραύλων ακριβείας, για πλήγματα στο βάθος της Ρωσίας. Κάτι που θα σημάνει εντελώς νέο επίπεδο εμπλοκής στον πόλεμο «δια αντιπροσώπου» που διεξάγει η Δύση στην Ουκρανία.
Όμως ο Μπάιντεν, ούτε να διαπραγματευθεί συμβιβασμό μπορεί, λόγω εκλογών, ούτε να διακινδυνεύσει μια σκληρή απάντηση της Ρωσίας με κλιμάκωση σε διάφορα μέτωπα. Άλλωστε σοβαρό τμήμα του αμερικανικού μηχανισμού αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν όρια στην κλιμάκωση. Πέρα από τα οποία, όταν έχεις απέναντί σου μια στρατιωτική υπερδύναμη, έστω και μικρότερη σε συμβατική ισχύ αλλά και με διακριτική πλην σθεναρή υποστήριξη από την Κίνα, υπάρχει ο καθόλου αμελητέος κίνδυνος να ξεσπάσει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ισραήλ: Οι τακτικές νίκες και το φάσμα της στρατηγικής ήττας
Η κατάσταση είναι ίσως ακόμη πιο επικίνδυνη στη Μέση Ανατολή, όπου ο Νετανιάχου έχει «απασφαλίσει» επεκτείνοντας τον πόλεμο από τη Γάζα, στο μέτωπο του Λιβάνου, γνωρίζοντας και αυτός ότι η αντίδραση των ΗΠΑ μέσα σε εκλογική συγκυρία είναι ακόμη πιο αποδυναμωμένη, χάρη στο πανίσχυρο Εβραϊκό Λόμπι.
Το Ισραήλ σημειώνει εντυπωσιακές τακτικές νίκες, ορισμένες εξ αυτών με σημαντικά επιχειρησιακά αποτελέσματα, όπως η εξόντωση του αρχηγού της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, χωρίς όμως να μειώνονται οι πιθανότητες στρατηγικής ήττας. Διότι εμπλεκόμενο στην ουσία σε ένα πολυμέτωπο πόλεμο φθοράς, αυξάνει τους κινδύνους για την επιβίωσή του, χωρίς να λογαριάζει το ενδεχόμενο διεθνοποίησης της σύρραξης, τις επιπτώσεις στην οικονομία του (ήδη ήρθε η νέα υποβάθμιση από το Moody’s) αλλά και τα αμείλικτα δημογραφικά δεδομένα.
Οι νίκες του Ισραήλ φανερώνουν τις ξεχωριστές δυνατότητές του, σε ορισμένους τομείς, με αποκορύφωμα τις μαζικές εκρήξεις ηλεκτρονικών συσκευών και τα πλήγματα «αποκεφαλισμού» εναντίον της Χεζμπολάχ. Ωστόσο, όπως είχαμε εξαρχής προβλέψει, οι επιχειρήσεις στη Γάζα συμπληρώνουν σε μερικές μέρες 12 μήνες. Η Χαμάς έχει αποδυναμωθεί, όμως δεν έχει εξουδετερωθεί, ενώ μεγάλος αριθμός ομήρων παραμένει στα χέρια της. Από την άλλη, το λουτρό αίματος στη Γάζα δημιουργεί δεκάδες χιλιάδες νέους φανατικούς, πρόθυμους να πάρουν τα όπλα, τώρα ή, ακόμη περισσότερο, στο μέλλον.
Ομοίως, η Χεζμπολάχ μπορεί να χάνει τους αρχηγούς της και να υφίσταται σοβαρά πλήγματα, από τη φύση της όμως είναι δύσκολο να ηττηθεί ουσιαστικά, χωρίς την πλήρη «κατάληψη και διακράτηση» των περιοχών του Λιβάνου, στις οποίες δραστηριοποιείται.
Κατά πάσα πιθανότητα, το Ισραήλ σύντομα θα εισβάλει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς στρατιωτικής δυσκολίας (κυρίως στη διακράτηση) και ευρύτερων επιπτώσεων στην περιοχή και στον μουσουλμανικό κόσμο, πέρα κι από τις πιθανότητες άμεσης εμπλοκής του Ιράν. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, τη μέχρι τώρα στάση της Τουρκίας στις εξελίξεις και την ενεργό ανάμειξή της στην ευρύτερη περιοχή, από τη Συρία και το Ιράκ έως τη Λιβύη και την Αφρική.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Νετανιάχου και οι φανατικοί ακροδεξιοί υποστηρικτές της διεξάγουν τις επιχειρήσεις με έναν τρόπο που ακυρώνει το δυτικό πρότυπο του «ηθικού πολέμου», ως προς τις παράπλευρες απώλειες σε αμάχους. Όχι μόνο στη Γάζα πλέον, αλλά και στον Λίβανο, γεγονός που έχει παγκόσμιες συνέπειες, καθώς η Δύση εμφανίζεται να μην αντιδρά, ενισχύοντας την αίσθηση των υπολοίπων ότι υπάρχει υποκρισία με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Για το ίδιο το Ισραήλ, η διεθνής απομόνωση που υφίσταται δεν έχει προηγούμενο και ενδέχεται να του κοστίσει πολύ ακριβά στο μέλλον.
Δυστυχώς για όλο τον Δυτικό κόσμο, η αμερικανική πολιτική επί Μπάιντεν, παρότι παρουσιάζεται ως επιτυχής, ήταν απολύτως επικίνδυνη και αποτυχημένη. Απέδειξε ότι η λεγόμενη «αποτρεπτική ισχύς» των ΗΠΑ έχει μειωθεί σε πρωτόγνωρο βαθμό, χωρίς αυτό να ισορροπείται από αποτελεσματικές προσαρμογές πολιτικής, με βάση τις νέες συνθήκες.
Αποδείχτηκε επίσης ότι αυτή η μείωση αποτρεπτικής ικανότητας δεν αφορά μόνον τους αντιπάλους αλλά και τους «πιστούς» συμμάχους, όπως το Ισραήλ, ενώ συνέβη και το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια υπερδύναμη. Να αποδεικνύονται οι απειλές της «κούφιες», όπως έγινε με τις σαρωτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Υπάρχει όμως περιθώριο και για χειρότερα ενδεχόμενα. Αφορούν το διάστημα που ήδη έχει ξεκινήσει και θα λήξει τυπικά με την ανάληψη καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου. Έως τότε, ανάλογα και με την επιλογή του αμερικανικού λαού, πολλά μπορεί να συμβούν.
Δεν είναι μόνο ο κατά τα φαινόμενα ανεξέλεγκτος Νετανιάχου. Εάν η κατάσταση στην Ουκρανία χειροτερέψει, υπάρχει και το ενδεχόμενο «οικειοθελούς» περαιτέρω εμπλοκής κάποιων κρατών του ΝΑΤΟ, κυρίως παραμεθόριων, στη σύρραξη της Ουκρανίας, κάτι που έχει αποφευχθεί ως τώρα με αμερικανικές παρεμβάσεις.