Τα σημάδια πολυδιάσπασης και ρευστοποίησης του πολιτικού συστήματος, που εμφανίστηκαν μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, έχουν οδηγήσει σε ανησυχίες για τις επόμενες εξελίξεις, καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις ανεβάζουν αθροιστικά την πρόθεση ψήφου προς τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της Βουλής στην περιοχή του 41%-47%, με το άθροισμα πρόθεσης ψήφου σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να περιορίζεται σε 33% έως 37,2%.
Στην εθισμένη σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις Ελλάδα, παρότι θεωρητικά τουλάχιστον απέχουμε περίπου τρία χρόνια από τις επόμενες εκλογές, η δήθεν «εύκολη» λύση είναι για αρκετούς η εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου. Ώστε αν δεν προκύψει κυβέρνηση με τον υφιστάμενο νόμο, να υπάρξει λύση σε αμέσως επόμενη εκλογή.
Το ζήτημα βεβαίως «καίει» περισσότερο τη Νέα Δημοκρατία, για δύο λόγους. Πρώτον, διότι έχει τη διακυβέρνηση της χώρας και παρά τη μεγάλη δημοσκοπική της πτώση (πρόθεση ψήφου μεταξύ 22% και 24% στις τελευταίες μετρήσεις) παραμένει με μεγάλη διαφορά πρώτο κόμμα.
Ο δεύτερος και ίσως λιγότερο ορατός λόγος έχει να κάνει με το εσωτερικό της ΝΔ. Με την αναταραχή που ενδέχεται να εμφανιστεί στις τάξεις της (δεδομένης της ήδη υφιστάμενης έντασης ανάμεσα στους κεντρώους και τους δεξιούς), εφόσον παγιοποιηθούν οι δημοσκοπικές ενδείξεις αδυναμίας στη διεκδίκηση της επόμενης κυβέρνησης. Ως γνωστόν, μία από τις σοβαρότερες συγκολλητικές ουσίες, εντός των κομμάτων, είναι η προοπτική της (κατά προτίμηση αυτοδύναμης) εξουσίας.
Οι πληροφορίες που κυκλοφορούν από καιρό, ότι εντός των κόλπων του κυβερνώντος κόμματος γίνεται επεξεργασία σχεδίων για την προς όφελός του αλλαγή του εκλογικού νόμου, κορυφώθηκαν το Σάββατο.
Σύμφωνα με πρωτοσέλιδο κύριο θέμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», κυοφορείται σχέδιο για αλλαγή του εκλογικού νόμου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αυτοδυναμία με ποσοστό 32:-33% (!) έναντι του 37%-38% σήμερα, αλλά και να αυξηθεί το όριο για είσοδο στη Βουλή, από το 3% στο 5%. Προκειμένου, προφανώς, να μην περάσουν την πόρτα της Βουλής διάφοροι «ενοχλητικοί» σχηματισμοί.
Ο πρωθυπουργός απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει με σαφήνεια τις επίμονες πληροφορίες, κατά τη συνέντευξή του στη ΔΕΘ, λέγοντας ότι και το 2023 υπήρχαν αμφιβολίες για την αυτοδυναμία αλλά τελικά επετεύχθη. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να τις επιβεβαιώσει, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε επίσημη απόδειξη πρόωρης πολιτικής ηττοπάθειας. Ωστόσο, σύμφωνα με κυβερνητικές διαρροές που αποτύπωσε στο πρωτοσέλιδο της Κυριακής το «Πρώτο Θέμα», ο πρωθυπουργός φέρεται να έχει πει «δεν συνηθίζω να αλλάζω το γήπεδο αλλά πάντα προέχει για εμάς η σταθερότητα της χώρας».
Τα όρια της αντιπροσωπευτικότητας και τα μαθήματα από το εξωτερικό
Το φαινόμενο της αλλαγής εκλογικού νόμου «σουρ μεζούρ», στα μέτρα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, δεν είναι βέβαια καινούργιο. Σε αντίθεση με τις πιο σοβαρές χώρες της Ευρώπης, τα εκλογικά συστήματα τα αλλάζουμε περίπου σαν τα πουκάμισα, παίζοντας με τα όρια και τον τρόπο επίτευξης της αυτοδυναμίας.
Το 1985, για παράδειγμα, το τότε ΠΑΣΟΚ έλαβε 161 έδρες με ποσοστό 45,82%, το 2007 η ΝΔ πήρε 158 έδρες με ποσοστό 41,83%. Το 2019, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη πήρε 158 έδρες με ποσοστό 39,85%.
Η τάση προς τα κάτω δεν είναι τυχαία. Αντικατοπτρίζει τη σταδιακή μείωση της κυριαρχίας του δικομματισμού και κατόπιν των εκλογών του 2023, τη διαφαινόμενη έλλειψή του. Υπάρχουν όμως και κάποια πραγματικά όρια, τα οποία θέτει η αντιπροσωπευτικότητα της Δημοκρατίας και η ψυχολογική σημασία των αριθμών.
Το τρέχον όριο αυτοδυναμίας στην περιοχή του 37%-38% διατηρεί ένα φύλλο συκής έναντι της περιοχής του 40% που ήταν το σύνηθες. Το 32%-33%, δηλαδή μόλις στο 1/3 των εγκύρων, παρότι αρκετοί θα το υποστηρίξουν ίσως ως αναγκαίο κακό για την επίτευξη «κυβερνητικής σταθερότητας», ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς.
Η Δημοκρατία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική. Αυξάνοντας το όριο εισόδου στη Βουλή και μειώνοντας δραστικά έτι περισσότερο τα όρια της αυτοδυναμίας, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος όχι μόνο νέας σημαντικής αύξησης της αποχής αλλά και περαιτέρω «ριζοσπαστικοποίησης» μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, που δεν ικανοποιούνται από τις τρέχουσες πολιτικές και θα αισθανθούν ότι περιορίζεται τεχνηέντως ακόμη περισσότερο η δυνατότητά τους να εκφραστούν μέσω των εκλογών.
Τα παραδείγματα από την Ευρώπη, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να κάνουν πως δεν τα βλέπουν, δείχνουν στην πράξη ότι η Δημοκρατία πρέπει να αγωνίζεται ενάντια στα άκρα, με ρηξικέλευθες πολιτικές που εκφράζουν τον κόσμο και ικανοποιούν τις ανάγκες του, κι όχι με τεχνάσματα. Ιδίως όταν η αντίδραση εκδηλώνεται τόσο από τα Αριστερά όσο και από τα Δεξιά.
Το «τρικ» του Μακρόν με το μέτωπο της Αριστεράς, που πέτυχε χάρη στο καθιερωμένο εκλογικό σύστημα δύο γύρων της Γαλλίας, στέρησε από τη Λεπέν τη πρώτη θέση στη Βουλή. Πλην όμως, προκειμένου να μείνει εκτός κυβέρνησης η Αριστερά (που βγήκε πρώτη), η νέα κυβέρνηση που θέλει να περάσει ο Γάλλος πρόεδρος υποχρεωτικά εξαρτάται πλέον από τη θέληση της ακροδεξιάς παράταξης, που ανάχθηκε πλέον, για πρώτη φορά, σε ρυθμιστή.
Ομοίως, το «τείχος ασφαλείας» του γερμανικού πολιτικού συστήματος απέναντι στα άκρα μοιάζει σταδιακά, αλλά σταθερά, να καταρρέει. Στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, προκειμένου να κυβερνήσουν οι Χριστιανοδημοκράτες χωρίς το ακροδεξιό AfD συνομιλούν πλέον με το επίσης «ακραίο» BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ, που αναδείχθηκε τρίτο κόμμα, έχοντας μόλις μερικούς μήνες ζωής!
Την ίδια ώρα, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν υποσκελιστεί στις μετρήσεις από το AfD σε ολόκληρη τη Γερμανία, ενώ οι Φιλελεύθεροι με τα τρέχοντα δημοσκοπικά ποσοστά δεν θα περάσουν καν την πόρτα του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, όπως και το κόμμα της παραδοσιακής Αριστεράς Die Linke.
Όσοι πίστευαν ότι η αύξηση των σύγχρονων «ακραίων» αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο διαψεύδονται εδώ και πολλά χρόνια στην πράξη. Διότι η ίδια η συγκυρία, οικονομική, γεωπολιτική και κοινωνική (σε μεγάλο βαθμό, απότοκο μεγάλων συστημικών λαθών του παρελθόντος) είναι εξαιρετικά απαιτητική διεθνώς, ενώ οι κυβερνήσεις εμφανίζονται έως στιγμής αδύναμες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα φαινόμενα πολυκρίσης, που δεν αναμένεται -δυστυχώς- να εκλείψουν.
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, κι αν δεν αντιμετωπιστεί με νέες αποτελεσματικές πολιτικές, τα διαφόρων ειδών τεχνάσματα απλώς θα παρατείνουν λίγο μια ενδιάμεση κατάσταση. Η οποία όμως, από ένα σημείο και ύστερα, ενισχύει την αντίδραση έως ότου επέλθει το αναπόφευκτο.