Σε πρόσφατο άρθρο του, ο γνωστός σχολιαστής των Financial Times Γκίντεον Ράχμαν υποστήριξε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το αντίθετο του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Εκεί που ο δεύτερος πίστευε στο ελεύθερο εμπόριο, ο πρώτος θέλει να επιβάλει δασμούς στα ξένα προϊόντα. Κι απ' ό,τι δηλώνει, θέλει να περιορίσει δραστικά τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών ως «χωροφύλακα» της παγκόσμιας τάξης, αντίθετα με τον τότε προκάτοχό του.
Αυτό που φαίνεται να παραγνωρίζει ο κ. Ράχμαν, μαζί με τους περισσότερους αρθρογράφους της περιόδου μας, είναι πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος και η συγκριτική ισχύς των ΗΠΑ και της Δύσης, σε σχέση με την περίοδο του Ρέιγκαν αλλά και την έναρξη του 21ου αιώνα.
Ίσως διότι οι αλλαγές έγιναν με πρωτοφανή ταχύτητα. Ίσως διότι επαναπαύθηκε η κυριαρχία των ΗΠΑ στον τομέα των υπηρεσιών και του διαδικτύου της Δύσης, που συνιστά μεγάλο μέρος της σημερινής «αντιληπτής» πραγματικότητας. Όπως και να έχει, ο κόσμος δεν αλλάζει απλώς. Φαίνεται να βρίσκεται στο τέλος μιας εποχής.
Όταν τελείωνε η δεύτερη θητεία του Ρέιγκαν, το 1989, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν την πρώτη θέση στο ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP) με 5,64 τρισ. διεθνή δολάρια, η Ιαπωνία τη δεύτερη με 2,3 τρισ., ενώ στην τρίτη και την τέταρτη θέση βρίσκονταν η Γερμανία και η Γαλλία, με τη Βρετανία να ακολουθεί από κοντά.
Η κυριαρχία της Δύσης ήταν σχεδόν απόλυτη, η Σοβιετική Ένωση ήταν υπό διάλυση και το ΑΕΠ της Κίνας, σε όρους PPP, ήταν λιγότερο από το 1/5 του αμερικανικού και λίγο μικρότερο από αυτό της Γαλλίας.
Με δεδομένα 2023, αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα, η Κίνα βρίσκεται στην πρώτη θέση, πολύ μπροστά από τις ΗΠΑ, στην τρίτη θέση είναι η Ινδία, στην τέταρτη η Ιαπωνία και στην πέμπτη η Ρωσία. Καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι πλέον μέσα στην πεντάδα. Η Γερμανία είναι 6η, ενώ Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο έχουν βρεθεί πίσω από τη Βραζιλία και την Ινδονησία, στην ουρά της 10άδας!
Η δραματική αλλαγή ισορροπιών σε παραγωγή και τεχνολογία
Ίσως ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η ταχύτατη μείωση στο χάσμα της τεχνολογίας και η ανατροπή συσχετισμών στην παραγωγή. Το έτος 2000, η Δύση ήταν απολύτως κυρίαρχη διαθέτοντας περίπου το 75% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής.
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, η Κίνα είναι πλέον η μεγαλύτερη βιομηχανική υπερδύναμη στον κόσμο, με ποσοστό που φτάνει το 35% της παγκόσμιας παραγωγής. Το οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο… 45% το έτος 2030, έναντι 38% για ολόκληρη τη Δύση, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα.
Μέσα στο ίδιο περίπου διάστημα, η Κίνα εμφανίζεται να έχει «πάρει κεφάλι» σε 57 από 64 κρίσιμες τεχνολογίες, σύμφωνα με μελέτη ημικρατικού Ινστιτούτου αμυντικής πολιτικής της Αυστραλίας, δείχνοντας ότι η εποχή της στήριξής της στο φτηνό εργατικό δυναμικό και στις «αντιγραφές» περνά στο παρελθόν. Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ προηγούνται σε επτά τομείς -όταν το διάστημα 2003-2007 προηγούντο σε 60- και η Ευρώπη σε... κανέναν.
Στο μεταξύ, η Ινδία κατατάσσεται τώρα στην πρώτη πεντάδα χωρών για 45 από τις 64 τεχνολογίες (αύξηση από 37 πέρυσι) και έχει εκτοπίσει τις ΗΠΑ ως δεύτερη χώρα σε δύο νέες τεχνολογίες.
Το γεγονός λοιπόν ότι οι ΗΠΑ, κάποτε βασικός μοχλός της παγκοσμιοποίησης, αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού βάζοντας δασμούς (κάτι που διστακτικά αρχίζει να ακολουθεί και η Ευρώπη) δεν οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους. Οφείλεται στην αγωνία της να προστατεύσει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, ό,τι απομένει από την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Ακόμη και εις βάρος της Ευρώπης.
Οι επιπτώσεις στη γεωπολιτική και την άμυνα
Πόσοι άραγε έχουν συνειδητοποιήσει ότι για πρώτη φορά μετά από αιώνες, αντί για ευρωπαϊκά όπλα και στρατεύματα σε άλλες περιοχές του κόσμου, στον πόλεμο της Ουκρανίας βλέπουμε το αντίθετο;
Ιρανική τεχνολογία σε drones και πυραύλους, οβίδες από τη Βόρειο Κορέα (οι δυνατότητες των δύο χωρών υποτιμώνται συστηματικά από τα ΜΜΕ της Δύσης), αθρόες πωλήσεις μερών και εξαρτημάτων που έχουν και στρατιωτική χρήση από την Κίνα, τροφοδοτούν τη Ρωσία. Κι αν επαληθευτούν οι πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών της Δύσης, συντόμως επίλεκτα στρατεύματα της Βορείου Κορέας θα εμπλακούν στις μάχες για την περιοχή του Κουρσκ. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ανατροπή, που, όμως, περνά σχεδόν απαρατήρητη.
Και δεν είναι η μόνη.
To 1956, στη λεγόμενη «κρίση του Σουέζ», μικρές στρατιωτικές δυνάμεις από τη Βρετανία, τη Γαλλία και το Ισραήλ, εισέβαλαν στην Αίγυπτο και επέβαλαν σε διάστημα περίπου 10 ημερών, τους όρους τους σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες διόδους στην περιοχή.
Σήμερα, οι ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης αδυνατούν να διακόψουν, εδώ και ένα χρόνο, τον μερικό αποκλεισμό που έχουν επιβάλει οι Χούθι, μια ημικρατική οντότητα της Υεμένης, που χρησιμοποιεί κυρίως φθηνά συστήματα νέας τεχνολογίας, στην Ερυθρά Θάλασσα.
Πόσοι αναγνώστες αλλά και «policy makers», εντός και εκτός Ελλάδας, γνωρίζουν ότι στον κρίσιμο τομέα της ναυπήγησης πλοίων, η Κίνα εκτιμάται από αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ότι διαθέτει πλέον… 232 φορές την παραγωγική δυναμικότητα των ΗΠΑ, με τον κάποτε απαράμιλλο ναυτικό στόλο;
Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες στον κόσμο ανήκουν πλέον στην Κίνα, το ίδιο και οι πέντε στις 10 μεγαλύτερες, με μεγάλες διαφορές στον τζίρο από τις υπόλοιπες. Όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί, τέσσερις είναι αμερικανικές και μόνο μία, η Airbus, είναι ευρωπαϊκή.
Όλα αυτά εξηγούν και τις αντικρουόμενες τάσεις στις ΗΠΑ, μεταξύ των «γερακιών» που θέλουν πάση θυσία να διατηρήσουν τη λεγόμενη Pax Americana, κι εκείνων στο επιτελείο του Τραμπ που φαίνεται να θεωρούν ρεαλιστικά ότι η διεθνής ισχύς των ΗΠΑ βρίσκεται σε φθίνουσα τροχιά. Θέλουν να ασχοληθούν κυρίως με τον περιορισμό (containment) του βασικού αντιπάλου, δηλαδή της Κίνας, αρνούμενοι όσο μπορούν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα. To αν θα τα καταφέρουν, στην τρέχουσα καυτή συγκυρία, μένει να φανεί.
Η Ευρώπη μεταξύ σφύρας και άκμονος
Σε αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη αντιλαμβάνεται πλέον τις συνέπειες από τη διαχρονική εκχώρηση της ασφάλειάς της στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταπολεμικά, καθώς καλείται να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες αλλά και να «χρεωθεί» τον πόλεμο της Ουκρανίας. Μια ματιά στο άρθρο που έγραψε τον Φεβρουάριο του 2024 ο σήμερα εν αναμονή αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, είναι αρκετή για να καταλάβει κάποιος τη συλλογιστική του νέου administration.
Αυτό προκαλεί πανικό στους κόλπους των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη περισσότερο στις μικρές χώρες της Βαλτικής, συν τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Στον πυρήνα της Κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία-Γερμανία) συμβαίνει διότι αντιλαμβάνονται ότι άνοιξαν μέτωπο με τη Ρωσία, ως παρακολούθημα των ΗΠΑ, χωρίς να έχουν υπολογίσει σωστά συσχετισμούς και συνέπειες.
Στη περιοχή της Βαλτικής, τα πράγματα είναι χειρότερα. Σουηδία και Φινλανδία αποκήρυξαν την ουδετερότητα δεκαετιών και στράφηκαν εναντίον της Ρωσίας, με αμφίβολο πλέον αντίκρισμα. Λιθουανία, Εσθονία και Λετονία, πολύ μικρές χώρες, πρακτικά ανήμπορες να αντισταθούν στη Ρωσία για πάνω από μερικές μέρες, έχουν βάσιμες αμφιβολίες αν η νέα αμερικανική ηγεσία θα δεχόταν ενεργοποίηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ και εμπλοκή σε μια ενδεχομένως πυρηνική σύγκρουση, για να τις υπερασπιστεί.
Από αυτούς τους υπαρκτούς φόβους προκύπτουν και οι μεγαλοστομίες των τελευταίων μηνών, που αναπαράγονται άκριτα από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, περί μετατροπής της ΕΕ και σε αμυντική ένωση, της δημιουργίας πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού και της αυτόνομης ή έστω ημιαυτόνομης αμυντικής πολιτικής.
Το όλο εγχείρημα είναι πολύ αμφίβολο για πολιτικούς και πρακτικούς λόγους. Όλες οι χώρες της Ευρώπης δεν έχουν τις ίδιες αντιλήψεις, ιδεολογικές, οικονομικές και γεωπολιτικές, σε σχέση με το δίπολο Ανατολής-Δύσης και τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με Κίνα και Ρωσία, ενώ οι περισσότερες δεν διαθέτουν το δημοσιονομικό υπόβαθρο για να κάνουν «κούρσες» εξοπλισμών, χωρίς να προκαλέσουν σοβαρή κοινωνική αναταραχή στο εσωτερικό τους. Κι όσες το κάνουν, θα φροντίσουν να γίνει υπό τον απόλυτο εθνικό τους έλεγχο.
Στην πραγματικότητα, μια απόπειρα χειραφέτησης της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας θα αποτελέσει ένα ακόμη δείγμα ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Πριν από δεκαετίες, είχε ειπωθεί σκωπτικά ότι το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε στην Ευρώπη «για να κρατήσει τις ΗΠΑ μέσα, τους Ρώσους έξω και τη Γερμανία κάτω». Στην εποχή μας, τυχόν δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου, από τον μεγάλο ηττημένο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (που εξακολουθεί να αποτελεί αμερικανικό αμυντικό προτεκτοράτο), θα είναι ίσως το μόνο απτό δείγμα αυτονόμησης της Ευρώπης, απέναντι στους μεγάλους γεωπολιτικούς παίκτες.
Διότι «ευρωπαϊκή άμυνα» χωρίς πυρηνικά όπλα, υπό τον έλεγχο κάθε μιας από τις τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις ξεχωριστά, είναι μάλλον αδύνατο να υπάρξει…