Την ώρα που η καθεστηκυία πολιτική τάξη της Δύσης βρίσκεται σε πλήρη αναστάτωση από την εκλογή Τραμπ και τα πρόσωπα που τοποθετεί στην κυβέρνηση του, οι Ρώσοι συνεχίζουν να προελαύνουν με επιταχυνόμενους ρυθμούς, σχεδόν σε όλα τα μέτωπα της Ουκρανίας από το Βορρά ως το Νότο, επιδιώκοντας νέα τετελεσμένα.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ο Γερμανός καγκελάριος Σόλτς, παρότι σε φάση αποδρομής, άνοιξε το χορό των επαφών με τον Πούτιν, αναζητώντας διπλωματική διέξοδο, όπως είχαμε εκτιμήσει προς μηνός ότι μοιραία θα συμβεί. Η κίνηση του αντικατοπτρίζει τα δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί στο πεδίο, αλλά και την ανάγκη της Γερμανίας να παίξει κάποιο ρόλο στις εξελίξεις, καθώς η εκλογή Τράμπ δρα ως επιταχυντής.
Ίσως λοιπόν αυτή είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να εξετάσουμε τα μοιραία λάθη ΗΠΑ και Ευρώπης, στην υπόθεση της Ουκρανίας, λάθη που ήδη πληρώνονται ακριβά- κυρίως αλλά όχι μόνο από τον πληθυσμό της-και θα έχουν στρατηγικές συνέπειες στη πορεία του χρόνου.
Το πρώτο και θεμελιώδες λάθος, ήταν η αγνόηση -για πρώτη φορά στην ιστορία- των συμφερόντων μιας μεγάλης πυρηνικής και στρατιωτικής δύναμης, πάνω στο μαλακό της υπογάστριο. Το πιθανότερο είναι ότι η αλαζονεία των Αμερικανών νεοσυντηρητικών, που επανεφήυραν τον εαυτό τους ως «liberal γεράκια» στο Δημοκρατικό κόμμα, μεταστάθηκε σε μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής και των «καθοδηγητών κοινής γνώμης», οδηγώντας σε τρεις λανθασμένους υπολογισμούς:
1. Ότι η Ρωσία δεν θα έχει τη στρατιωτική και το κυριότερο, την οικονομική και βιομηχανική ισχύ, για να ανταπεξέλθει σε έναν πόλεμο υψηλής εντάσεως στον οποίο ο αντίπαλος της έχει την υποστήριξη του ΝΑΤΟ, εξαιτίας και των πρωτοφανούς εύρους κυρώσεων που θα υποστεί
2. Ότι η Κίνα θα μείνει σε ρόλο απόλυτης ουδετερότητας, χωρίς να προσφέρει βοήθεια και στήριξη στα ρωσικά συμφέροντα.
3. Ότι ο υπόλοιπος κόσμος (δηλαδή ο αποκαλούμενος σήμερα «Παγκόσμιος Νότος») θα απομονώσει τη Ρωσία, συντασσόμενος, λιγότερο ή περισσότερο στο πλευρό της Δύσης.
Αυτοί άλλωστε ήταν και οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους η Ουκρανία πείστηκε να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη, δύο μήνες μετά την έναρξη του πολέμου. Η Δύση ήταν πεπεισμένη ότι μπορεί να καταγάγει περήφανη νίκη, γονατίζοντας μια από τις δύο ανταγωνιστικές προς αυτή μεγάλες δυνάμεις, σε ένα «πόλεμο δια αντιπροσώπου».
Μετά από σχεδόν τρία χρόνια, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η οικονομία της Ρωσίας αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς, αντίθετα με την ευρωπαϊκή που έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, ενώ οι στρατιωτικές της δυνάμεις έχουν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο το πάνω χέρι στα μέτωπα, ξεπερνώντας τις μεγάλες αστοχίες του 2022.
Η Κίνα στηρίζει τη Ρωσία σε όλους τους τομείς εκτός από την παροχή ολοκληρωμένων όπλων, κι όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη τελευταία σύνοδο των BRICS, ο υπόλοιπος κόσμος (όλες σχεδόν οι μεσαίες δυνάμεις, Ινδία, Ινδονησία, Βραζιλία, Ιράν, Σαουδική Αραβία κλ.π.) συνομιλεί με τον Πούτιν αναγνωρίζοντας του μάλιστα, ηγετική διεθνή θέση.
Πρόκειται λοιπόν για καθαρή αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής (υποστηριζόμενης κυρίως από τις χώρες της ευρύτερης Βαλτικής και της Μεγάλης Βρετανίας), που ενδέχεται να μείνει στην ιστορία ως μνημείο γεωπολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Ακόμη και στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Δύσης και Συμφώνου της Βαρσοβίας, με το απολύτως ξεκάθαρο ιδεολογικό υπόβαθρο, κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν αποτόλμησε τέτοια μεγάλης έντασης και διάρκειας εμπλοκή πάνω στα σύνορα του πυρηνικού αντιπάλου του. Ενώ η κρίση της Κούβας το 1962, το πιο σοβαρό περιστατικό, έδειξε ξεκάθαρα τι θα μπορούσε να συμβεί.
Ποιος αλήθεια περίμενε ότι η Ρωσία θα άφηνε την παραμεθόριο Ουκρανία, ένα κράτος με 40 εκατομμύρια πληθυσμό προ του πολέμου, τεράστια έκταση και στρατηγική σημασία, να περάσει ανεμπόδιστα στο αντίπαλο στρατόπεδο;
Το στρατηγικό αδιέξοδο και ο επίλογος του δράματος
Το αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι η Δύση εμφανίζεται πλέον σε στρατηγικό αδιέξοδο. Όπως είχαμε έγκαιρα επισημάνει ήδη με την έναρξη του πολέμου, η αναμέτρηση αυτή, άπαξ και ξεκίνησε, θα αποτελούσε βαρόμετρο της ισχύος της Δύσης, ιδίως των ΗΠΑ, το οποίο παρακολουθείται με απόλυτο ενδιαφέρον. Όχι μόνο από την Κίνα ή το Ιράν, αλλά από όλες τις αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις, ανά τον κόσμο.
Προφανώς μια ήττα, θα κοστίσει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχει καθαρή οδός για τη νίκη, ούτε καν για ένα «εύσχημο» συμβιβασμό. Η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί υπαρξιακό ζήτημα την έκβαση του πολέμου, κι εκτός αν υπάρξουν εντυπωσιακές ανατροπές στη πορεία του, που προς ώρας δεν διαφαίνονται, θα θέσει τουλάχιστον τρεις καίριους όρους:
Αποστρατικοποίηση και αυστηρή ουδετερότητα της Ουκρανίας, (που είναι και ο πιο σημαντικός), παραμονή των εκτάσεων που έχουν προσαρτηθεί στη Ρωσία, εγγυήτριες δυνάμεις και από τα δύο στρατόπεδα, που κατά πάσα πιθανότητα, θα περιλαμβάνουν την Κίνα.
Σε μια προσπάθεια να αλλάξει τους συσχετισμούς, η πλευρά της Δύσης έχει δύο λύσεις. Θα μπορούσε να κλιμακώσει περαιτέρω, (escalate to deescalate) παρέχοντας πχ. στην Ουκρανία πυραύλους ακριβείας για κρούσεις στο βάθος της Ρωσίας, η «περιορισμένη» χρήση των οποίων σε ρωσικό έδαφος εγκρίθηκε από τις ΗΠΑ μόλις χθες, σύμφωνα με διαρροές σε μεγάλα διεθνή μέσα.
Η δεύτερη είναι να εμπλακεί ευθέως μέσω του ΝΑΤΟ, ή καλύτερα μιας «συμμαχίας των προθύμων», καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι αρκετά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ θα αρνηθούν να εμπλακούν σε τέτοια περιπέτεια.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το πρόβλημα αφορά τις δυνατότητες της Ρωσίας (που παραμένει η τρίτη υπερδύναμη στρατιωτικά και η πρώτη σε αριθμούς πυρηνικών όπλων) και των εμφανών και αφανών υποστηρικτών της, να ανταποδώσουν.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν σοβαροί φόβοι ότι εάν δοθούν πύραυλοι ακριβείας σε ικανούς αριθμούς για πλήγματα βαθιά μέσα στη Ρωσία, τότε η τελευταία θα αντιδράσει, μεταξύ άλλων πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα, δηλαδή με την παροχή σύγχρονων πυραύλων ακριβείας για βαθιές κρούσεις και λοιπών ειδικών όπλων και μέσων), σε άλλες εχθρικές προς τη Δύση δυνάμεις. Όπως για παράδειγμα το Ιράν, αλλά και οι Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, που έχουν απέναντι τους πληθώρα ναυτικών μονάδων της Δύσης.
Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και η Γερμανία, αρνήθηκαν ως τώρα να τους παράσχουν, μαζί με έναν ακόμη: O αριθμός τέτοιων πυραύλων που μπορεί να διαθέσει η Δύση στην Ουκρανία, δεν εκτιμάται ότι μπορεί να αλλάξει την τροχιά του πολέμου.
Στη δεύτερη περίπτωση, της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής «προθύμων» κρατών του ΝΑΤΟ, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα οδηγηθούμε σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, κάτι που οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, ευλόγως δεν θέλουν να ρισκάρουν.
Αυτή η καυτή πατάτα περνά τώρα στο πιάτο του απρόβλεπτου Ντόναλντ Τραμπ. Κατά πάσα πιθανότητα, οι προεκλογικές του υποσχέσεις ότι θα τελειώσει τον πόλεμο «σε μια ημέρα», ή έστω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δεν θα ευοδωθούν.
Αφενός διότι η εξωτερική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, με εδραιωμένες γραφειοκρατίες, δικλείδες πολιτικής ισχύος και ποικίλα συμφέροντα, είναι σαν ένα αεροπλανοφόρο. Απαιτεί χρόνο και χώρο για να αλλάξει -αν αλλάξει- κατεύθυνση. Κι αφετέρου, διότι η Ρωσία του Πούτιν δεν έχει σήμερα λόγους να μην ζητήσει επιτακτικά ικανοποίηση των όρων της, ένα «χάπι» που θα δυσκολευτούν να καταπιούν οι ΗΠΑ.
Πιθανώς να υπάρξουν στη πορεία σημαντικές ανατροπές, τόσο πριν όσο και μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Τραμπ. Όμως, εκτός κι αν προκύψουν απρόοπτα στο εσωτερικό της Ουκρανίας, ή της Ρωσίας, από ισχυρές ρωγμές δυναμικότητας που αμφότερες μπορεί να κρύβουν επιμελώς, μάλλον έχουμε αρκετό δρόμο ακόμη ως τον επίλογο του δράματος.
Ίσως οι δηλώσεις του Ζελένσκι ότι ο η Ουκρανία «πρέπει να κάνει τα πάντα» για να τελειώσει ο πόλεμος μέσω διπλωματίας, τον επόμενο χρόνο, να αποτυπώνουν αντοχές. Άρα και τα όρια ενός πιθανού χρονοδιαγράμματός.
Κάθε πρόβλεψη όμως, είναι προς το παρόν παρακινδυνευμένη.