Πάνω στα συντρίμμια μιας αλόγιστης παγκοσμιοποίησης, που ωφέλησε οικονομικά κυρίως την Κίνα και τις ανερχόμενες μεγάλες δυνάμεις του παγκόσμιου Νότου, συγκρούονται σήμερα εντός της Δύσης δύο μεγάλα δόγματα πολιτικής.
Το πρώτο, που κυριαρχεί ήδη από την εποχή πoυ ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, στηρίζεται σε ένα ψυχροπολεμικό ιδεολόγημα (της εποχής Ρόναλντ Ρέιγκαν) κατά το οποίο υπήρχε τότε, απέναντι στη Δύση, μια «αυτοκρατορία του κακού».
Αυτή τη φορά δεν είναι η Σοβιετική Ένωση, αλλά ένας «άξονας των δικτατοριών» μεταξύ Ρωσίας, Κίνας, Ιράν και Βορείου Κορέας, που συγκρίνεται μάλιστα με τον «άξονα» του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, μεταξύ ναζιστικής Γερμανίας, φασιστικής Ιταλίας και αυτοκρατορικής Ιαπωνίας.
Κατά την άποψη αυτή, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ουσιαστικά έχει ήδη ξεκινήσει και πρέπει να κερδηθεί με κάθε κόστος και θυσία, από την πλευρά της Δύσης. Οι οπαδοί της θέλουν μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη, επιστροφή ή επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας και αναπόφευκτα, περιορισμό του κοινωνικού κράτους.
Στις ΗΠΑ, αυτό το δόγμα διεθνούς πολιτικής εκφράζεται σήμερα από τους Δημοκρατικούς, αλλά και κάποιους Ρεπουμπλικάνους, όπως επίσης και από το κατεστημένο των αμερικανικών μηχανισμών εξουσίας, το λεγόμενο «βαθύ κράτος».
Στην Ευρώπη, η επιρροή του είναι σήμερα διάχυτη σε διάφορες χώρες, έχοντας μεταλαμπαδευτεί από τις ΗΠΑ. Ο πυρήνας του, ωστόσο, βρίσκεται στα Βόρεια κράτη που βρέχονται από τη θάλασσα της Βαλτικής (ιδίως εκείνα που ιστορικά έχουν λόγους να φοβούνται τη Ρωσία) και στη Μεγάλη Βρετανία.
Το πραγματικό υπόβαθρο του νέου ψυχρού πολέμου
Πίσω όμως από τις ιδεολογικές διακηρύξεις για την ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας και την προάσπιση των «κανόνων της διεθνούς τάξης», με κάθε μέσο, βρίσκονται και καθαρά πρακτικοί λόγοι. Οι σοβαρές μεταβολές εις βάρος της Δύσης στην οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα.
Όπως παρουσιάστηκε σε προηγούμενο σημείωμα, μέσα σε λίγες δεκαετίες η Κίνα έγινε υπερδύναμη, νέες οικονομικές δυνάμεις αναδύθηκαν ανά τον κόσμο και η Δύση έχασε την καθαρή πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια σκηνή. Η δυτικού τύπου Δημοκρατία, αντί να ενισχυθεί διεθνώς, βρέθηκε σε υποχώρηση όχι μόνο εκτός αλλά και εντός της Δύσης. Ο νέος κόσμος αποδείχτηκε ότι δεν είναι «κατ’ εικόνα και καθ' ομοίωσή» της, όπως κάποιοι προέβλεπαν.
Όσοι ανήκουν στο συγκεκριμένο δόγμα πολιτικής, στο «διεθνές κόμμα του πολέμου», όπως το αποκαλούν σκωπτικά οι αντίπαλοί του, πιστεύουν ότι η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, πρέπει τώρα να κινηθεί σκληρά ανταγωνιστικά σε όλα τα επίπεδα, ώστε να διατηρήσει την εναπομένουσα υπεροχή της. Αν αργήσει, υποστηρίζουν, η μάχη είναι χαμένη.
Ανάλογη οπτική για τη συγκυρία έχει και η δεύτερη σχολή, η οποία όμως, όπως εκφράζεται στις ΗΠΑ από μεγάλο τμήμα της παράταξης Τραμπ, επιλέγει διαφορετική οδό.
Θεωρεί ότι οι εξελίξεις μάλλον δεν είναι αναστρέψιμες. Ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον αντικειμενική δυνατότητα να σηκώσουν το βάρος που απαιτεί ο ρόλος του παγκόσμιου χωροφύλακα. Βλέπει ότι ο κόσμος γίνεται αναπόφευκτα πολυπολικός και θέλει να μεγιστοποιήσει την ισχύ της Αμερικής, και όχι γενικώς της Δύσης, στον βαθμό που επιτρέπει το νέο περιβάλλον, αντί να επιδιώξει ανώφελα τη διατήρηση κεκτημένων της μονοπολικής εποχής.
Συνεπώς, υποστηρίζει αυτό το δόγμα, οι ΗΠΑ πρέπει να επικεντρωθούν στον μεγάλο τους οικονομικό και γεωπολιτικό αντίπαλο, την Κίνα, αλλά και να αυξήσουν την οικονομική ισχύ τους, ακόμη και εις βάρος των παραδοσιακών συμμάχων τους ανά τον κόσμο, επικεντρώνοντας σχεδόν απόλυτα στην πολιτική «πρώτα η Αμερική».
Δείχνουν αυτοί οι άνθρωποι γύρω από τον Τραμπ, όπως και ο ίδιος, να αντιμετωπίζουν τη διεθνή πολιτική με όρους καθαρά συναλλακτικούς, χωρίς ιδεολογική προκάλυψη και παγκοσμιοποιημένο μεγαλοϊδεατισμό, επιδιώκοντας όμως ταυτόχρονα να υποβοηθήσουν την επικράτηση κυβερνήσεων αντίστοιχης αντισυστημικής και «εθνοκεντρικής» αντίληψης, στον ευρύτερο χώρο εντός της Δύσης. Με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ανοιχτή στήριξη του Έλον Μασκ προς το AfD στη Γερμανία και το Reform στη Μεγάλη Βρετανία, που ήδη προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις.
Κατά την άποψή τους, οι πολιτικές της προεδρίας Μπάιντεν και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών στο Ουκρανικό ήταν καταστροφικές. Ήταν εκείνες που, εκκινώντας από μεγαλοϊδεατισμό, οδήγησαν σε ένα σοβαρότατο στρατηγικό σφάλμα. Έσπρωξαν τη Ρωσία βαθιά στην αγκαλιά της Κίνας, δυσχεραίνοντας πολύ περισσότερο την αντιμετώπιση της δεύτερης.
Στις παρυφές αυτής της αντίληψης, που βλέπει ότι οι ισορροπίες έχουν μεταβληθεί δραστικά, ίσως ανεπίστρεπτα, κινούνται σήμερα και οι συγκριτικά λίγοι οπαδοί της Realpolitik που εκτιμούν ότι η Δύση πρέπει να κινήσει πλέον η ίδια τις διαδικασίες για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας τάξης, με τρόπο που να εκφράζει τις νέες οικονομικές και γεωπολιτικές ισορροπίες, μέσα και από διεθνή φόρα όπως ο ΟΗΕ και το ΔΝΤ.
Πιστεύουν ότι μόνο έτσι θα αποφευχθούν συγκρούσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέους καταστρεπτικούς πολέμους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αλλά και -εξίσου σημαντικό- θα αποφευχθεί η περαιτέρω αποξένωση του «Παγκόσμιου Νότου», που παρά τις έντονες πιέσεις, δεν πήρε θέση υπέρ της Δύσης, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Πρόκειται για μια θέση που σταδιακά κερδίζει κάποιο έδαφος στην Ευρώπη, λόγω και της δυσμενούς εξέλιξης του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς όμως να έχει βρεθεί στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου, καθώς έχει περιθωριοποιηθεί από τη δημόσια ισχύ των οπαδών της αντιπαράθεσης.
Το μεγάλο δίλημμα για την Ευρώπη
Προς το παρόν, οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη (περιλαμβανομένης και της ελληνικής) συνεχίζουν να κινούνται στο «πολεμικό» κλίμα των Δημοκρατικών, αναμένοντας τι αλλαγές θα επιφέρει η διακυβέρνηση Τραμπ, καθώς τα τελευταία χρόνια, με αφορμή το Ουκρανικό, η Ευρωπαϊκή Ένωση μεταλλάχθηκε σε ένα υβρίδιο του αμερικανοκρατούμενου ΝΑΤΟ.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχουν μόνο δύο επιλογές, δεδομένων των όσων έχουν μεσολαβήσει στις σχέσεις με τη Ρωσία: Είτε οι χώρες της Ευρώπης θα αυξήσουν δραματικά τις αμυντικές τους δαπάνες και θα συνεχίσουν να υφίστανται το βαρύ οικονομικό κόστος που προκάλεσε ο πόλεμος, ιδίως σε θέματα ενέργειας, μια επιλογή με ήδη σοβαρές κοινωνικοπολιτικές συνέπειες, είτε θα πρέπει να επιδιώξουν σταδιακή επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία, για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Πρόκειται για ένα δίλημμα που, ανάλογα και με τις κινήσεις της προεδρίας Τραμπ, δεν αποκλείεται να διχάσει την Ευρώπη με τρόπο πρωτόγνωρο. Πολλές Βόρειες χώρες νιώθουν έντονα την απειλή της Ρωσίας. Με αφορμή την Ουκρανία, η Σουηδία και η Φινλανδία εγκατέλειψαν τη μακροχρόνια ουδετερότητά τους, ενώ οι τρεις μικρές χώρες της Βαλτικής αλλά και η Πολωνία τήρησαν στάση έντονα εχθρική προς τη Ρωσία, κι έχουν λόγους να φοβούνται.
Αντίθετα, σε χώρες της Κεντρικής αλλά και της Νότιας Ευρώπης, ως ένα βαθμό και στις γαλλόφωνες χώρες, η αίσθηση του «ρωσικού κινδύνου» είναι για πολλούς λόγους περιορισμένη έως ελάχιστη.
Αρκετά λοιπόν θα εξαρτηθούν από τις εκλογές και τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις σε μεγάλες και μικρότερες χώρες, από τη Γαλλία και τη Γερμανία ως την Αυστρία, την Τσεχία και τη Ρουμανία, κυρίως λόγω του «συναινετικού» τρόπου (με δικαίωμα βέτο) με τον οποίο λαμβάνονται υποχρεωτικά πολλές σημαντικές αποφάσεις, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο ΝΑΤΟ.
Ακόμη περισσότερα όμως θα εξαρτηθούν από τη γραμμή που θα υιοθετήσει η ομάδα του Αμερικανού προέδρου, όταν οι γεωπολιτικές απόψεις που υποστηρίζει ότι θέλει να υλοποιήσει, έλθουν αντιμέτωπες με τα τετελεσμένα της υφιστάμενης διεθνούς κατάστασης, το βαθύ κράτος στις ΗΠΑ και την κριτική των μεγάλων διεθνών ΜΜΕ, δυνάμεων σχεδόν απόλυτα ταγμένων στο δόγμα της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Σε αυτά τα σημεία θα κριθεί η επικράτηση μεταξύ των δύο αντιλήψεων, καθορίζοντας όλες τις υπόλοιπες εξελίξεις, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές, για τα επόμενα χρόνια. Η προοπτική για ένα αυθύπαρκτο ευρωπαϊκό δόγμα, που θα έβαζε πρώτο το συμφέρον της Γηραιάς Ηπείρου απέναντι στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ο οποίος ήδη απειλεί να τη συνθλίψει οικονομικά, δείχνει προς το παρόν απόμακρη.