Όλοι οι μεγάλοι της τεχνολογίας επενδύουν πλέον στις ηλεκτρονικές πληρωμές, όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη μελέτη του «Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» της πρώην υπουργού Άννας Διαμαντοπούλου.
H μελέτη υπογράφεται από τον καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργο Δουκίδη, και τον αναπληρωτή καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Παναγιώτη Κουρουθανάση, και επισημαίνει σειρά υπηρεσιών από παραδοσιακούς παίκτες της τεχνολογίας, αλλά και νέες επιχειρήσεις που προσπαθούν να επωφεληθούν από τη βραδυπορία των τραπεζών.
Μεταξύ των πρωτοβουλιών από καθιερωμένους ομίλους περιλαμβάνεται η υπηρεσία Friend-to-Friend Payment που έχει αναπτύξει το Facebook και υποστηρίζει τη μεταφορά κεφαλαίων μεταξύ χρηστών της πλατφόρμας Messenger, ή το Google Wallet, μέσω του οποίου μπορούν να πραγματοποιηθούν αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, όπως επίσης και να αποσταλούν χρήματα στο e-mail ή στο τηλέφωνο άλλων χρηστών. Αντίστοιχες υπηρεσίες προωθούν και οι Apple και Samsung, καθώς και κορυφαίοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι διεθνώς.
Ειδικά στην Ελλάδα, «η πλειονότητα των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο οικοσύστημα των FinTech επικεντρώνονται σε υπηρεσίες πληρωμών». Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται ήδη περισσότερα από 375 ιδρύματα πληρωμών κρατών-μελών του Ενιαίου Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) με αξιοποίηση του λεγόμενου EU Passporting, τα 10 από τα οποία έχουν αντιπροσώπους στην Ελλάδα. Πρόκειται για εταιρείες όπως η Easy Pay AD, IFS Currency, MoneyGram International, Xpress Money κ.ά. Δραστηριοποιούνται, επίσης, περισσότερα από 170 ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κρατών-μελών του ΕΟΧ, όπως η Revolut, η Ebury, η Prepay Technologies κ.ά. Ταυτόχρονα λειτουργούν και 9 αδειοδοτημένα ιδρύματα πληρωμών με έδρα την Ελλάδα (Acess Payment Services, Everypay, KMT, Smart Pay Services κ.ά.).
Οι ιδιαίτερες παρουσίες
Ιδιαίτερη σημασία έχει, όμως, η παρουσία δύο αδειοδοτημένων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος με έδρα την Ελλάδα, της Viva Wallet και της Tora Wallet, που ανήκει στον ΟΠΑΠ. Πρόσφατα και ο ΟΤΕ προχώρησε στην ίδρυση της νέας θυγατρικής Cosmote Payments και ξεκινά τη δραστηριοποίησή του στις ηλεκτρονικές πληρωμές. Ο παλαιότερος από τους τρεις παίκτες, η Viva συναλλάσσεται πλέον με 60.000 επιχειρήσεις και 280.000 ιδιώτες. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Viva Wallet, Χάρης Καρώνης, είχε υποστηρίξει τον Ιούλιου πως μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί επενδύσεις 35 εκατ. ευρώ.
Πέρσι η Viva Wallet εκκαθάρισε περί τα 14,4 εκατ. συναλλαγές με κάρτες, ενώ το 2018 προβλέπεται πως θα φτάσει τα 30 εκατ. συναλλαγές. Ήδη στο πρώτο εξάμηνο έχει εκκαθαρίσει 11,5 εκατ. συναλλαγές λόγω της ευρωπαϊκής επέκτασης, το 10% εκ των οποίων προέρχονται από το εξωτερικό. Το 2017 είχε έσοδα 20,4 εκατ. ευρώ (από 15,7 εκατ. ευρώ το 2016), καθώς και κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κοντά στο 1,3 εκατ. ευρώ. «Θέλουμε να αποδεικνύουμε πως αυτό που κάνουμε είναι κερδοφόρο», είχε τονίσει.
Η Revolut, που ιδρύθηκε το 2015 στη Βρετανία από τους Nikolay Storonsky και Vlad Yatsenko, δεν κρύβει τους στόχους της, σύμφωνα με τον κ. Λιτσικάκη: Θέλει να μετατραπεί στο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του κόσμου, με 100 εκατομμύρια πελάτες μέσα στην προσεχή πενταετία. Η εταιρεία, ένας από τους ηγέτες στην ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά του FinTech, έχει μέχρι σήμερα εξασφαλίσει χρηματοδότηση 336 εκατ. δολάρια και αποτιμάται κοντά στο 1,7 δισεκατομμύριο δολάρια.
Διαθέτει πλέον περισσότερους από 3 εκατομμύρια συνδρομητές στην Ευρώπη και έχει επεξεργαστεί συναλλαγές συνολικής αξίας 22 δισ. δολαρίων, μέσω της εφαρμογής Revolut που λειτουργεί σε φορητές συσκευές. Στην Ελλάδα, όπου διαθέτει γραφείο από τον περασμένο Απρίλιο, «είχαμε στόχο τις 150.000 πελάτες μέχρι το τέλος του έτους και ήδη έχουμε ξεπεράσει τις 140.000», δηλώνει o Country Manager της Revolut για την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Μάλτα, Δ. Λιτσικάκης. Το αποτέλεσμα δεν πρέπει να εκπλήσσει καθώς μέχρι σήμερα η Revolut αυξάνει την πελατειακή της βάση κατά περίπου 8.000 συνδρομητές (που κατεβάζουν την εφαρμογή για φορητή συσκευή και εγγράφονται) ημερησίως!
Πριν από λίγες ημέρες, η γερμανική N26 ένας από τους ισχυρότερους ανταγωνιστές των Revolut και Viva στην ευρωπαϊκή αγορά ανακοίνωσε πως επεκτείνεται και σε νέες χώρες. Η N26 είναι πλέον διαθέσιμη και στη Δανία, τη Νορβηγία, την Πολωνία και τη Σουηδία. Η γερμανική εταιρεία δραστηριοποιείται πλέον σε 22 αγορές της Ευρώπης και τον περασμένο Οκτώβριο ανακοίνωσε πως ξεπέρασε το 1,5 εκατομμύριο χρήστες, οι οποίοι πραγματοποιούν ηλεκτρονικές συναλλαγές περί το 1 δισ. ευρώ το μήνα.
Τα οφέλη για την Ελλάδα
Στη μελέτη του «Δικτύου» επισημαίνεται πως η Ελλάδα μπορεί να αποκομίσει σημαντικά οφέλη από την ανάπτυξη του FinTech, δηλαδή την παροχή χρηματοοικονομικών προϊόντων με χρήση καινοτόμων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Μάλιστα, η ραγδαία ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την έκρηξη της ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) και των συναλλαγών μέσω φορητών συσκευών (η χρήση του mobile banking τριπλασιάστηκε στη χώρα μας μεταξύ 2015 και 2017), μπορεί να στηρίξει θεσμικές παρεμβάσεις και άλλα κίνητρα για την ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος εταιρειών που θα εξειδικεύονται στον συγκεκριμένο κλάδο.
Οι δύο καθηγητές επισημαίνουν στη μελέτη πως το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον σε συνδυασμό με την αδόμητη και μικρή ελληνική αγορά δυσχεραίνει την πλήρη εμπορική αξιοποίηση των FinTech startups. Ταυτόχρονα, καινοτόμες ιδέες δεν μπορούν να αναπτυχθούν πλήρως εξαιτίας των περιορισμών του νομοθετικού πλαισίου με αποτέλεσμα ώριμα επιχειρηματικά μοντέλα να παροτρύνονται να δραστηριοποιηθούν στο εξωτερικό ή να εξετάζουν αλλαγή του επιχειρηματικού τους αντικειμένου.
Επίσης, αρκετά καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα παραμένουν σε αρχικό στάδιο εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς δέσμευσης από τα μέλη της ομάδας στην ανάπτυξη MVP προϊόντος (δηλαδή προϊόντος που να είναι σε στάδιο ώστε να δοκιμαστεί στην αγορά).
Τέλος, η αναγκαστική εσωστρέφεια του ελληνικού τραπεζικού κλάδου λόγω της οικονομικής ύφεσης επηρέασε τους τρόπους υποστήριξης καινοτόμων FinTech επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Την ίδια στιγμή, όμως, καταγράφονται και θετικά στοιχεία για την ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος νέων εταιρειών στον τομέα του FinTech. Για παράδειγμα, «οι κανονιστικές εξελίξεις (π.χ. PSD2) επιταχύνουν την ανάπτυξη και τη διάθεση των κατάλληλων εργαλείων (π.χ. APIs και τραπεζικά δεδομένα) για υλοποίηση και πειραματισμό καινοτόμων FinTech επιχειρηματικών μοντέλων». Επίσης, «οι τράπεζες/πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών είναι διατεθειμένοι να υποστηρίξουν περαιτέρω το FinTech startup οικοσύστημα στους σημαντικούς accelerators/ incubators (π.χ. BeFinnovative, The Egg, VivaNest) παρέχοντας εργαλεία ανάπτυξης των startups (π.χ. δικτύωση με επενδυτές, αλληλεπίδραση με ανώτατα στελέχη των φορέων, διερεύνηση των τρόπων αξιοποίησης των εμπορικών αποτελεσμάτων των startups στις δραστηριότητές τους)».
Στη μελέτη επισημαίνεται πως στην Ελλάδα «αναγνωρίζονται οι απαιτήσεις αδειοδότησης και λειτουργίας μόνο δύο μορφών FinTech (ιδρύματα πληρωμών και ηλεκτρονικού χρήματος). Δεν υπάρχει μηχανισμός ταχείας αναγνώρισης νέων μορφών FinTech (π.χ. blockchain, P2P lending) με αποτέλεσμα η κείμενη νομοθεσία να μην μπορεί να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες λειτουργίας και αδειοδότησής τους». Επιπλέον, «δίνεται έμφαση στη διασφάλιση της σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας στην αγορά και λιγότερο στην ανάπτυξη, προώθηση και υποστήριξη της καινοτομίας με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυστηρά κριτήρια αδειοδότησης για μικρές/νεοφυείς επιχειρήσεις και γραφειοκρατία».
Ιδιαίτερα για νεοφυείς επιχειρήσεις και καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα «η διαδικασία αδειοδότησης μπορεί να δημιουργήσει καθυστερήσεις στην εμπορική διάθεση των υπηρεσιών και, δυνητικά, στην απώλεια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από την έγκαιρη εισαγωγή της υπηρεσίας στην αγορά».
Επίσης, «δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμα κοινά αποδεκτές διαδικασίες με τις οποίες FinTech του εξωτερικού ή νεοσύστατες FinTech στην Ελλάδα θα εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στις εθνικές υποδομές πληρωμών και στα συστήματα των τραπεζών ή λοιπών εμπλεκόμενων στον κλάδο. Οι διεπαφές επικοινωνίας (APIs) βασίζονται στις υλοποιήσεις των τραπεζών (π.χ. open APIs τραπεζών) και θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν την ύπαρξη διεθνών σχετικών προτύπων (π.χ. ISO 20022). Η απουσία κοινών προτύπων μπορεί να δημιουργήσει φραγμούς εισόδου και διεύρυνσης του κλάδου από FinTech του εξωτερικού και από ενδιαφερόμενες ελληνικές επιχειρήσεις».