Έχοντας χαρακτηρίσει το υπέρμετρα μεγάλο μερίδιο της Αμερικής στις παγκόσμιες χρηματαγορές ως «τη μητέρα όλων των φουσκών» στο τελευταίο άρθρο μου, η βασική αντίδραση που είχα, ακόμα και από τους λίγους εκείνους που μοιράζονται την άποψή μου, ήταν πως δεν υπάρχει ένδειξη πως αυτή η φούσκα θα ξεφουσκώσει σύντομα.
Σχεδόν κανένας δεν προβλέπει ένα άμεσο «μπαμ». Σχεδόν όλοι οι αναλυτές της Wall Street προβλέπουν πως οι αμερικανικές μετοχές θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν έναντι του υπόλοιπου κόσμου το 2025.
Ολος αυτός ο ενθουσιασμός, όμως, απλώς τείνει να επιβεβαιώνει πως η φούσκα βρίσκεται ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Αν η πλειοψηφούσα γνώμη για την «αμερικανική εξαίρεση» είναι τόσο συντριπτική, ποιος απομένει για να ακολουθήσει το ρεύμα και να το «φουσκώσει» ακόμα περισσότερο;
Η βεβαιότητα της Wall Street έχει περάσει και στα δημοφιλή media, που συχνά πιάνουν τις τάσεις της αγοράς μόνο όταν είναι ήδη παγιωμένες και βρίσκονται κοντά στο τέλος τους. Ο ντόρος περί της αμερικανικής ανωτερότητας είναι τώρα αυτός που παίζει στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα podcasts, τις στήλες των εφημερίδων και τα κύρια άρθρα περιοδικών, που έχουν ιστορικό να δείχνουν προς τη λάθος κατεύθυνση αναφορικά με τις μελλοντικές τάσεις.
Οι «ταύροι» λένε πως η Αμερική μπορεί να παραμείνει κυρίαρχη, χάρη στα εντυπωσιακά κέρδη των μεγάλων εταιρειών της χώρας. Αλλά η ανάπτυξη των αμερικανικών κερδών δεν θα έμοιαζε τόσο εξαιρετική αν δεν υπήρχαν τα υπερφυσικά κέρδη των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, και οι τεράστιες κρατικές δαπάνες.
Με την πάροδο του χρόνου, τα υπερφυσικά κέρδη χάνονται λόγω ανταγωνισμού. Η ανάπτυξη και τα κέρδη επίσης έχουν ενισχυθεί τεχνητά από τις μακράν πιο μεγάλες δαπάνες, που δημιουργούν ελλείμματα, που έχουν καταγραφεί ποτέ σε μια τέτοια φάση ενός οικονομικού κύκλου.
Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως, με τους ισολογισμούς των αμερικανικών νοικοκυριών και εταιρειών να είναι σε καλή κατάσταση, η οικονομική άνθιση θα έχει διάρκεια. Οι λίγοι που ανησυχούν για τα σχέδια του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τους δασμούς ή τη μετανάστευση τείνουν να πιστεύουν πως θα βλάψουν τις ξένες οικονομίες περισσότερο απ’ ό,τι την αμερικανική.
Αλλά κάθε ήρωας έχε και ένα μοιραίο ελάττωμα. Το ελάττωμα της Αμερικής είναι ο έντονα αυξανόμενος εθισμός της στο κρατικό χρέος.
Οι υπολογισμοί μου δείχνουν πως πλέον χρειάζονται σχεδόν 2 δολάρια νέου κρατικού χρέους για να δημιουργηθεί ένα επιπλέον 1 δολάριο ανάπτυξης του αμερικανικού ΑΕΠ – μια αύξηση 50% σε σχέση με μόλις πριν πέντε χρόνια. Αν οποιαδήποτε άλλη χώρα ξόδευε έτσι, οι επενδυτές θα έφευγαν μαζικά, αλλά για την ώρα, νομίζουν πως η Αμερική μπορεί να τη γλιτώσει από οτιδήποτε, καθώς είναι η κορυφαία οικονομία του κόσμου και εκδότρια αποθεματικού νομίσματος.
Πιο πιθανό είναι πως, κάποια στιγμή το επόμενο έτος, οι επενδυτές θα αντιδράσουν και θα απαιτήσουν υψηλότερα επιτόκια ή μια επίδειξη δημοσιονομικής πειθαρχίας, που ενδεχομένως θα πυροδοτηθεί από ένα ακόμα μεγαλύτερο έλλειμμα ή ακόμα μεγαλύτερες δημοπρασίες ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου.
Αυτές οι απαιτήσεις θα «απογαλακτίσουν» τις ΗΠΑ από την εξάρτησή τους από τις κρατικές δαπάνες, προσωρινά τουλάχιστον, και με τη σειρά τους θα υπονομεύσουν την οικονομική ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτή είναι μια «φούσκα» στις επιδόσεις της Αμερικής σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, και όχι μια μανία στην αμερικανική αγορά του στυλ της δεκαετίας του 1990. Άρα, μπορεί να ξεφουσκώσει με καλοήθη τρόπο αν οι εναλλακτικές αρχίζουν να μοιάζουν πιο ελκυστικές.
Ίσως η Γερμανία και η Γαλλία θα συμμορφώσουν τα των οικονομικών τους, όπως έκαναν πριν από μια δεκαετία η Ελλάδα και η Ισπανία όταν βρέθηκαν υπό πίεση. Ίσως το Πεκίνο, υπό την πίεση των δασμών του Τραμπ και της ισχνής εγχώριας ζήτησης, θα ενισχύσει επιτέλους την κατανάλωση για να σταθεροποιήσει την οικονομία.
Υπνωτισμένοι, όμως, από την «αμερικανική εξαίρεση» οι αναλυτές μπορούν να μιλάνε μόνο για το πώς οι ΗΠΑ είναι εδώ και έναν αιώνα η πρώτη αγορά του κόσμου. Ξεχνουν πως σε έξι από τις τελευταίες 11 δεκαετίες, η χρηματιστηριακή αγορά της χώρας υστερούσε έναντι του υπόλοιπου κόσμου, πιο πρόσφατα τη δεκαετία του 2000 όταν απέφερε μηδενικές αποδόσεις και οι αναδυόμενες αγορές τριπλασιάστηκαν σε αξία.
Καθώς έκλεινε εκείνη η δεκαετία, η συμπεριφορά στις αναδυόμενες αγορές απηχούσε τη βεβαιότητα που ακούω τώρα για τις ΗΠΑ: «πού αλλού θα πάει το χρήμα;»
Η απίστευτη υπεραπόδοση σε σύγκριση με άλλες χώρες θα μπορούσε να τελειώσει αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί στις ΗΠΑ, ή ανεβάσει ταχύτητα σε άλλες μεγάλες δυνάμεις, ή για απρόβλεπτους λόγους. Έτσι τελειώνουν συχνά οι φούσκες: απρόσμενα.
Οι δυο πιο πρόσφατες μανίες στις παγκόσμιες αγορές ήταν το boom στα εμπορεύματα, που άρχισε να «σκάει» το 2011 λόγω της αύξησης της προσφοράς, και η φούσκα της κινεζικής ανάπτυξης, που κατέρρευσε το 2021 εξαιτίας της κρατικής κατασταλτικής παρέμβασης στον τομέα των ακινήτων.
Όσο περισσότερο διαρκεί μια τάση, τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αποκτούν οι επενδυτές και τόσο πιο αδιακρίτως αγοράζουν στην ακραία έξαρσή της.
Στα τελευταία στάδια μιας φούσκας, οι τιμές συνήθως ανεβαίνουν παραβολικά (σημ.μτφ. δηλαδή ανεβαίνουν σχεδόν κατακόρυφα και η καμπύλη που απεικονίζει την κίνησή τους γίνεται σχεδόν κάθετη) , και τους τελευταίους έξι μήνες οι τιμές των αμερικανικών μετοχών έχουν ξεπεράσει τις άλλες με το μεγαλύτερο περιθώριο για οποιαδήποτε συγκρίσιμη περίοδο εδώ και τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα.
Όταν πετάς σε τόσο «λεπτό αέρα», δεν χρειάζονται πολλά για να σταματήσουν οι μηχανές. Όλα τα κλασικά σημάδια των ακραίων τιμών, των αποτιμήσεων και του συναισθήματος υποδηλώνουν ότι το τέλος είναι κοντά.
Ήρθε η ώρα να ποντάρουμε κατά της «αμερικανικής εξαίρεσης».
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος της Rockefeller International. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «What Went Wrong With Capitalism».
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation