Ανοικτά είναι όλα τα ενδεχόμενα, ως προς το αποτέλεσμα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), που διενεργεί στις εγχώριες συστημικές τράπεζες ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), καθώς υπάρχουν αλλαγές και διευκρινίσεις, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα, καθιστώντας συνάμα δύσκολη τη διατύπωση εκτιμήσεων.
Παρότι η μεθοδολογία της πανευρωπαϊκής άσκησης δεν προέβλεπε εξαρχής καθορισμό ελάχιστων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στα δύο σενάρια, οι τράπεζες εισέπρατταν ως τον Φεβρουάριο την αίσθηση ότι θα τεθούν άτυπα όρια. Διατυπώνονταν, μάλιστα, εκτιμήσεις ότι για το δυσμενές σενάριο ο ελάχιστος δείκτης θα ήταν πέριξ του 6%, οι οποίες αναπαράχθηκαν σε εκθέσεις αναλυτών.
Η παραπάνω εκτίμηση διαψεύστηκε καθώς διευκρινίστηκε, με σαφή τρόπο, ότι το αποτέλεσμα της άσκησης θα κριθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά περίπτωση και όχι με «οδηγό» κάποιους άτυπους δείκτες ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας.
Επιπρόσθετα, προέκυψαν αλλαγές στη διαδικασία της άσκησης, που πιθανώς να επηρεάσουν το αποτέλεσμα και το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσής της. Ειδικότερα, ενώ το αρχικό πλάνο προέβλεπε δύο περιόδους διαβούλευσης - αξιολόγησης στοιχείων, προστέθηκε άλλη μία.
Έτσι, η υποβολή των οριστικών στοιχείων από τις τράπεζες δεν θα γίνει στις 2 Απριλίου, όπως προβλεπόταν αρχικά, αλλά στις 16 Απριλίου. Ο τρίτος γύρος αξιολόγησης στοιχείων αποτελεί πρόσθετο «εργαλείο» στα χέρια του επόπτη, ώστε να εμβαθύνει στα νούμερα, υπολογίζοντας καλύτερα τις συνέπειες της άσκησης προσομοίωσης στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Με βάση τα οριστικά στοιχεία, που θα έχει στη διάθεσή του στις 16 Απριλίου ο SSM, θα βγάλει τα νούμερα για το πόσο υποχωρεί η κεφαλαιακή επάρκεια, ανά τράπεζα, με το βασικό και το δυσμενές σενάριο. Η σκυτάλη θα περάσει στο Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο θα κρίνει, κατά περίπτωση, το αν προκύπτουν ή όχι κεφαλαιακές ανάγκες.
Ελλείψει ελάχιστων κεφαλαιακών δεικτών, η ΕΚΤ έχει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας ως προς τον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος. Μπορεί για παράδειγμα, σε μια τράπεζα ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, υπό το δυσμενές σενάριο, να υποχωρεί στο 5%, αλλά ο τελικός λογαριασμός κεφαλαιακών αναγκών να είναι τέτοιος που να μπορεί να καλυφθεί από capital plan.
Το τι θα συνυπολογίσει η ΕΚΤ, κατά την αξιολόγηση, δεν έχει γίνει γνωστό, οι αναλυτές όμως εκτιμούν ότι θα παίξουν ρόλο στοιχεία όπως η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και οι προβολές για την επίπτωση στα κεφάλαια από την προβλεπόμενη μείωσή τους.
Την έλλειψη ορατότητας αυξάνει το γεγονός ότι 18 με 20 Απριλίου, όταν και εκτιμάται ότι ο SSM θα ολοκληρώσει την επεξεργασία των στοιχείων, ως τις 4 Μαΐου, προκαθορισμένη ημερομηνία ανακοίνωσης του αποτελέσματος, μεσολαβούν δύο εβδομάδες ζυμώσεων. Περίοδος που μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερη καθώς είναι πιθανόν να μετατεθεί κατά μερικές ημέρες η ημερομηνία ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων και στην οποία θα κυριαρχήσουν, σύμφωνα με αναλυτές, πολιτικά κριτήρια.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ενώ στο διάστημα 18 με 20 Απριλίου, οι διοικήσεις θα αποκτήσουν από τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις του SSM μια πρώτη εικόνα για το αποτέλεσμα της άσκησης ανά τράπεζα, αυτή μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική από την τελική. Επιπρόσθετα, η έλλειψη ελάχιστων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας καθιστά τρομερά δύσκολη, σύμφωνα με αναλυτές, τη διατύπωση εκτιμήσεων για το αποτέλεσμα.
Το ισχυρό πλεονέκτημα των τραπεζών, σύμφωνα με τους ίδιους, είναι οι υψηλοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην αφετηρία του stress test (ισολογισμοί 31ης Δεκεμβρίου 2017) καθώς και οι καλύτερες μακροοικονομικές παράμετροι της άσκησης σε σχέση με τις αντίστοιχες του 2015.
Πλεονεκτήματα που δεν μπορούν να οδηγήσουν, όμως, σε σαφείς εκτιμήσεις, αν ο επόπτης δεν χρησιμοποιήσει, ούτε άτυπα, ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και αντίθετα αξιολογήσει στοιχεία όπως το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο των NPEs.