Eνέργεια: Ελλειψη επάρκειας στην Ελλάδα από το 2016

Ελλειμματική η επάρκεια ισχύος στην Ελλάδα από το 2016 μέχρι και το 2020, παρά τη σημαντική διείσδυση των ΑΠΕ, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαίου Διαχειριστή Μεταφοράς. Η κάλυψη μέσω εισαγωγών και οι αβεβαιότητες.

  • του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Eνέργεια: Ελλειψη επάρκειας στην Ελλάδα από το 2016

Παρά την εκτεταμένη διείσδυση των ΑΠΕ στα ενεργειακά συστήματα των χωρών της Ε.Ε., όλο και πιο έντονος γίνεται ο προβληματισμός για την ασφάλεια εφοδιασμού σε ηλεκτρική ενέργεια και την επάρκεια ισχύος.

Ήδη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Ρυθμιστών Ενέργειας (CEER) ανακοίνωσε την έναρξη διεξοδικής έρευνας μεταξύ των μελών του (όλες οι Αρχές της Ε.Ε.) για τη σημερινή, αλλά και τη μελλοντική κατάσταση των εθνικών συστημάτων αναφορικά με την επάρκεια ισχύος, στοχεύοντας σε πρώτη φάση στο να εφαρμόσει ενιαία μεθοδολογία ως προς τον καθορισμό της επάρκειας ισχύος και τη διαδικασία για τη βελτίωσή της, στο πλαίσιο λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Αναφορικά με την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην ετήσια έκθεση του Ευρωπαίου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO – E) (την Ελλάδα εκπροσωπεί ο ΑΔΜΗΕ), αναφέρεται ότι στην Ελλάδα η επάρκεια ισχύος θα είναι αρνητική από το 2016 και μετά. Επίσης, δεν υπάρχει υπερεπάρκεια σήμερα, καθώς το 2013 η επάρκεια ισχύος είναι λίγο μεγαλύτερη από 1.000 μεγαβάτ, ενώ μέχρι το 2015 θα μειώνεται περαιτέρω. Έτσι από το 2016 μέχρι και το 2020 η Ελλάδα γίνεται ελλειμματική και σύμφωνα με τον ENTSO – E η επάρκεια ισχύος θα είναι αρνητική κατά 1.000 μεγαβάτ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκατεστημένη ισχύς στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ, είναι περίπου στα 17.400 μεγαβάτ με μονάδες λιγνίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου της ΔΕΗ και των ιδιωτών. Ωστόσο από αυτήν την ισχύ, διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή είναι μόλις τα 10 - 11.000 μεγαβάτ, καθώς δεν υπολογίζονται οι μονάδες σε συντήρηση, οι μονάδες ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά κ.λπ.), οι υδροηλεκτρικές και οι μονάδες εκτός λειτουργίας λόγω βλαβών.

Από τις παραπάνω μονάδες που προσφέρουν εγγυημένη ισχύ, οι πιο ευέλικτες και αποδοτικές είναι αυτές του φυσικού αερίου. Μάλιστα την τελευταία πενταετία προστέθηκαν με επενδύσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ πέντε μονάδες των ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, συνολικής ισχύος 2.000 μεγαβάτ.

Η μέγιστη ζήτηση ηλεκτρισμού στη χώρα μας, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του ΑΔΜΗΕ, είναι ετησίως στα 10.000 μεγαβάτ, οπότε η επάρκεια που προκύπτει σήμερα είναι της τάξης των 1.000 μεγαβάτ. Έτσι, αν δεν υπήρχαν οι μονάδες φυσικού αερίου (της ΔΕΗ και των ιδιωτών) η χώρα θα αντιμετώπιζε από σήμερα πρόβλημα επάρκειας ισχύος. Αν αφαιρεθούν και οι μονάδες της ΔΕΗ τότε συνολικά θα λείψουν από το σύστημα 3.000 μεγαβάτ, οπότε το 2020 το έλλειμμα θα εκτιναχθεί στα 5.000 μεγαβάτ.

Αυτό θα είχε ως συνέπεια την κάλυψη των αναγκών της ζήτησης, ιδίως σε περιόδους αιχμής μέσω εισαγωγών, προοπτική ωστόσο που προκαλεί αβεβαιότητες λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων των διεθνών διασυνδέσεων του ελληνικού συστήματος και των περικοπών που κάνουν οι διαχειριστές των γειτονικών χωρών.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει η ανάγκη για μονάδες φυσικού αερίου για την κάλυψη της επάρκειας, και ιδιαίτερα των πιο σύγχρονων και αποδοτικών από αυτές, οι οποίες παράγουν με υψηλό βαθμό απόδοσης και άρα χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμου, ενώ διαθέτουν μεγάλη ευελιξία για γρήγορη και οικονομική ανταπόκριση στις απαιτήσεις της ζήτησης.

Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι στις εκθέσεις του ENTSO - E αλλά και του ΑΔΜΗΕ, με βάση τα σενάρια που χρησιμοποιούν για το διάστημα 2013 - το 2020, εμφανίζεται η ανάγκη εισαγωγής ρεύματος από το 2016 και μετά. Μάλιστα ο ENTSO - E εντοπίζει το πρόβλημα στην ανυπαρξία επενδύσεων σε θερμικές μονάδες. Οι τελευταίες που έγιναν άλλωστε σε καθεστώς ιδιαίτερα αντίξοο για αυτές ήταν εκείνες των ανεξάρτητων παραγωγών την τελευταία πενταετία.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v