Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Δεν θα το ακούσετε πουθενά, ιδίως στην προεκλογική περίοδο, αλλά το δίλημμα της χώρας μας αφορά σήμερα την επιλογή μεταξύ καταστροφής και «δημιουργικής καταστροφής».

Απόλυτη καταστροφή, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα είναι αν επικρατήσουν οι λαϊκιστικές δυνάμεις, που πάντα υπάρχουν και σε περίοδο κρίσεων βρίσκουν ευήκοον ουν σε σημαντικό μέρος της κοινωνίας, είτε από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά.

Εκείνες οι δυνάμεις που υπόσχονται ανέξοδα επιστροφή στην παράδοξη ευμάρεια του πρόσφατου παρελθόντος, εκείνες που πρεσβεύουν απλές -τάχα- λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Εκείνες που προτείνουν, με περισσή ευκολία, ακόμη και την επιστροφή στη δραχμή.

Η αλήθεια είναι ότι απλές λύσεις δεν υπάρχουν. Στην καλύτερη περίπτωση θα περάσουν πολλά χρόνια έως ότου το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα επανέλθει στα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας.

Το σίγουρο είναι ότι η ανάκαμψη δεν θα προκύψει με την εφαρμογή παλαιών και αποτυχημένων συνταγών. Με άλλα λόγια, το κράτος πρέπει να αλλάξει και το οικονομικό μοντέλο πρέπει να στηθεί σε άλλες βάσεις.

Όλα αυτά έχουν ειπωθεί πολλάκις. Αυτό που δεν έχει ειπωθεί αρκούντως είναι ότι τέτοιου είδους ομελέτες δεν γίνονται χωρίς σπασμένα αβγά. Ας ξεκινήσουμε από το πιο βασικό:

Όταν περιορίζονται οι δαπάνες του κράτους κι αυξάνονται τα έσοδά του, σε μια έως πρότινος κρατικοδίαιτη οικονομία όπως η ελληνική, νομοτελειακά μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Μεγάλες οι περικοπές στην κρατική «ασωτία», μεγάλες και οι περικοπές στο εισόδημα του πολίτη, έως ότου αλλάξει το οικονομικό μοντέλο.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν αντίστοιχες νομοτέλειες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κλάδο των Media. H δραματική συρρίκνωσή του, σε σχέση με τα παράλογα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος, αναπόφευκτα επιφέρει λουκέτα, μειώσεις μισθών και απολύσεις.

Το κακό με τη χώρα μας είναι ότι και οι ανισορροπίες στον ιδιωτικό τομέα, όπως αυτή του κλάδου των Media, δεν είναι εξαίρεση, αλλά κανόνας. Αποτελούν προϊόν του σπάταλου κράτους-πελάτη, του υπέρμετρου δανεισμού και του στρεβλού καταναλωτικού μοντέλου που υιοθετήσαμε.

Με άλλα λόγια, πέρα από την επιβεβλημένη «επανίδρυση του κράτους» που επαγγέλθηκε, αλλά ουδέποτε ξεκίνησε ο Κώστας Καραμανλής, χρειάζεται και εκτεταμένη αναδιάρθρωση του ιδιωτικού τομέα, που θα έχει επίσης μεγάλες παρενέργειες.

Όσο κι αν το εξωραΐσουμε αυτό, θεωρητικά, η ουσία είναι ότι οι ζωές πάρα πολλών ανθρώπων άλλαξαν και αλλάζουν προς το χειρότερο, είτε γιατί μειώνεται το εισόδημά τους, είτε γιατί μένουν άνεργοι.

Κι επειδή οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν νέες δεξιότητες από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε βεβαίως στη δύση του βίου τους, η πλήρης απορρόφηση των εκτεταμένων κοινωνικών και οικονομικών κραδασμών, που μοιραία προκύπτουν από τα παραπάνω δεδομένα, είναι πρακτικά αδύνατη.

Υπάρχει όμως η δυνατότητα μετατροπής αυτής της επαπειλούμενης καταστροφής σε «δημιουργική καταστροφή», από την οποία θα προκύψει μια νέα, καλύτερη Ελλάδα.

Αρκεί να τηρηθούν τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις:

Η πρώτη αφορά τον παράγοντα χρόνο. Τα ασφυκτικά περιθώρια προσαρμογής που θέτουν ακόμη και σήμερα οι δανειστές μας αλλάζουν τις συνθήκες ταχύτερα απ' ό,τι επιτρέπουν οι δυνατότητες προσαρμογής της κοινωνίας, αλλά και της οικονομίας.

Η δεύτερη αφορά τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και την οργανωμένη προσπάθεια στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο. Κάτι τέτοιο, όμως, είτε αρέσει είτε όχι, σχετίζεται άμεσα με τη φορολογία των (πραγματικά) υψηλών εισοδημάτων, της (μεγάλης) περιουσίας και πρωτίστως με την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Η τρίτη αφορά την υιοθέτηση ενός νέου, πειστικού οικονομικού μοντέλου, που θα άρει αντικίνητρα και θα διευκολύνει άμεσα και έμμεσα την ανακατεύθυνση παραγωγικών δυνάμεων, σε ξεκάθαρα ορισμένους «στρατηγικούς» τομείς.

Τον χρόνο πιστεύω ότι θα μας τον δώσουν, έστω και υπό την πίεση ευρύτερων συνθηκών, οι εταίροι-δανειστές μας.

Η κοινωνική αλληλεγγύη, όμως, και ο «χάρτης» της ανάκαμψης εμπίπτουν απολύτως στην ευθύνη μας.
Λέγεται ότι η πολιτική αποτελεί καθρέπτη της κοινωνίας κι ότι κάθε κοινωνία έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν. Η ρήση αυτή τούτη την περίοδο είναι έσχατο καταφύγιο του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας, όπως εκφράστηκε άλλωστε και δημοσίως με την περιβόητη πλέον φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε».

Η ρήση αυτή, όμως, εξηγεί εν μέρει και τη συμπεριφορά σχεδόν όλων των κομμάτων ετούτη την προεκλογική περίοδο. Οι κομματικοί μηχανισμοί, ακόμη και σε επίπεδο ηγεσίας, είναι προϊόν των κοινωνικών συνθηκών που επικράτησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Κι όντας σε περίοδο κρίσης και ανασφάλειας, λειτουργούν αντανακλαστικά, στηριζόμενοι στις έως τώρα «δοκιμασμένες» εμπειρίες τους.

Τι θέλει ο λαός; Αόριστες υποσχέσεις και γνωστά ονόματα από τον χώρο του θεάματος ή του αθλητισμού. Τι θα συσπειρώσει τον κομματικό μηχανισμό; Η επανένταξη κατεψυγμένων στελεχών. Πώς θα αλιεύσουμε ψήφους από το στρατόπεδο του αντιπάλου; Με κάποιες καλές μεταγραφές, δίκην ποδοσφαιρικής ομάδας.

Με άλλα λόγια, οι «στρατοί» αλλά και οι «στρατηγοί» των περισσότερων κομμάτων αδυνατούν να κάνουν την υπέρβαση. Γνωρίζουν ότι οι επιθυμίες του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μεταβλήθηκαν δραματικά εξαιτίας της πολυσύνθετης κρίσης, αδυνατούν όμως να το αποδεχτούν, προσαρμοζόμενοι στα νέα δεδομένα.

Ακόμη και το λεξιλόγιό τους φέρνει στον νου το παρελθόν, ηχώντας εντελώς «ξύλινο» στα αφτιά όσων κινούνται εκτός του κομματικού «σκληρού πυρήνα». Γιατί είναι κενό πραγματικού ιδεολογικού περιεχομένου, που να καλύπτει τις απαιτήσεις της εποχής.

Ουσιαστικά, πάσχουν από το γνωστό φαινόμενο της «αντίστασης στην αλλαγή», που πλήττει σχεδόν όλους τους οργανισμούς, όταν προκύπτει θέμα μεταβολής των συνθηκών στις οποίες έμαθαν να λειτουργούν.

Το φαινόμενο αυτό επηρεάζει δυστυχώς ακόμη και τα νεότερα κόμματα. Διότι και στην περίπτωσή τους, ηγεσίες και μηχανισμοί ανδρώθηκαν εν μέρει στα φυτώρια των παλαιότερων κομμάτων. Κι έμαθαν να λειτουργούν με τρόπους που μεταλαμπαδεύτηκαν στο «νέο» κόμμα σχεδόν αυτούσιοι.

Δεν είναι τυχαίο ότι νέα κόμματα αναλώνονται σε ανούσιες υποσχέσεις ή σχεδιάζουν προγράμματα «στο γόνατο», περιμένοντας να αποκτήσουν θέσεις… κατόπιν της εισόδου στη Βουλή! Κυρίως ποντάρουν στην αγανάκτηση, επιδιώκοντας απλώς μια ψήφο «διαμαρτυρίας». Γι' αυτό και η όποια επιτυχία τους είναι πολύ πιθανό να αποδειχτεί πρόσκαιρη.

Προφανώς, οι συνέπειες αυτού του «σπασμένου καθρέπτη», μεταξύ κοινωνικών αναγκών και πολιτικής πρακτικής, δεν πρόκειται να εξαντληθούν στα στενά όρια της προεκλογικής περιόδου. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κάλπης, θα συνεχίσουν να υπονομεύουν τις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης.

Μοιραία, λοιπόν, οι επόμενες εκλογές δεν προβλέπεται να αργήσουν πολύ.
Βαρέθηκα τις τελευταίες ημέρες να διαβάζω για τον φόβο της ακυβερνησίας, λες και τόσα χρόνια, που είχαμε ισχυρές κυβερνήσεις, θριαμβεύσαμε! Κατανοώ τα κίνητρα όσων εκφράζουν αυτήν την άποψη, ωστόσο η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.

Είτε προκύψει από τις εκλογές κοινοβουλευτικά ισχυρή κυβέρνηση είτε όχι, το πρόβλημα της «ακυβερνησίας», με την υφιστάμενη σήμερα μορφή της, θα παραμείνει ίδιο.

Πρόκειται για πρόβλημα που έχει δύο συνδεόμενες διαστάσεις: την έλλειψη «νομιμοποίησης» των πολιτικών εν γένει και την επακόλουθη κατάσταση λανθάνουσας «ανομίας» που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.

Θέλετε ένα απτό και απλό παράδειγμα; Ο νόμος για τα πανεπιστήμια ψηφίστηκε με ισχυρότατη πλειοψηφία των δύο μεγάλων κομμάτων. Κι όμως ακόμη και σήμερα δεν εφαρμόζεται.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι στη σημερινή Ελλάδα για να εφαρμοστεί ένας νόμος δεν αρκεί η ψήφισή του από τη συντριπτική πλειοψηφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Απαιτείται πλέον να τον ενστερνιστούν άλλοι, τυπικοί και άτυποι, μηχανισμοί της κοινωνίας.

Κατά τη γνώμη μου, υπεύθυνη για την εμφάνιση αυτής της ιδιότυπης «ανομίας» είναι η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εφεύρει ξανά τον εαυτό του, ώστε να πείσει τον πολίτη να κάνει μια θετική επιλογή στις εκλογές.

Η νομιμοποίηση της πολιτικής στα μάτια του πολίτη δεν έρχεται καταναγκαστικά μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Έρχεται όταν ο πολίτης ψηφίζει θετικά. Όταν ψηφίζει κάποια παράταξη θεωρώντας ότι αυτή η παράταξη είναι ικανή και άξια να κυβερνήσει.

Όχι όταν ψηφίζει από φόβο (θεωρώντας ότι δεν έχει άλλη επιλογή) ή από θυμό, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του.

Αυτή όμως είναι η δυναμική που κυριαρχεί σήμερα. Το εκκρεμές μεταξύ θυμού και φόβου αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις δημοσκοπήσεις τόσο από τα ποσοστά των κομμάτων εξουσίας όσο και από τα ποσοστά καταλληλότητας των υποψήφιων πρωθυπουργών.

Κι ασφαλώς δεν πρόκειται να αναστραφεί όσο τα μεγάλα κόμματα συνεχίζουν να κινούνται στη σημερινή πραγματικότητα, με απόψεις, ρητορείες και πρακτικές, που έχουν μείνει προσκολλημένες στο χθες.

Θα ήταν ευχής έργον αν οι πολιτικοί ηγέτες κατανοούσαν άμεσα την ανάγκη να πείσουν την ευρύτερη κοινωνία ότι «κάτι άλλαξε», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα συγκρουστούν με το εσωκομματικό κατεστημένο. Την ανάγκη να υπερβούν τα εσκαμμένα, προκειμένου να σταθούν στο ύψος της κρίσης

Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Σε παλαιότερο κείμενο, έχω σημειώσει το ενδιαφέρον με το οποίο διαβάζω τα άρθρα του πασίγνωστου πλέον οικονομολόγου κ. Γιάνη Βαρουφάκη για τα τεκταινόμενα της κρίσης, ασχέτως αν σε ορισμένα σημεία διαφωνώ με τα συμπεράσματα ή τις προτάσεις του.

Το τελευταίο άρθρο του όμως «Τι εστί τράπεζα σήμερον» με κατέπληξε. Αισθάνομαι ότι οφείλω να το σχολιάσω, δεδομένης της ευρύτερης απήχησης της οποίας τυγχάνουν γενικότερα οι απόψεις του, αλλά και εκτιμώντας ότι ηθελημένα ή άθελά του ρίχνει νερό στον μύλο ενός ανώφελου και επικίνδυνου λαϊκισμού, προσθέτοντας ολίγη τεχνοκρατική «πούδρα».

Διότι ξεκινά από μια απόλυτα ορθή ανάλυση των συνθηκών που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα επακόλουθά της, για να καταλήξει σε σοφιστείες και σε λαϊκιστικές εξάρσεις, προκειμένου να στηρίξει απόλυτα μια θέση:

Ότι πρέπει να αλλάξει χέρια ο έλεγχος των ελληνικών τραπεζών. Να φύγει από την «Κλεπτοκρατία», την «πτωχοτραπεζοκρατία», όπως χαρακτηριστικά την αναφέρει, και να περάσει «αλλού».

Πού;

Αυτό δεν μας το λέει ακριβώς ο κ. Βαρουφάκης. Αναφέρει ότι υπάρχουν «καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές, λύσεις», παραθέτει όμως μία και μοναδική:

Να περάσει η διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών στο EFSF, το οποίο «μπορεί να ορίσει κατά το δοκούν Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα Δ.Σ. των τραπεζών, ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών, που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα».

Ενδιαφέρον συλλογισμός. Δεν θα αποφύγω κατ' αρχάς τον πειρασμό να επεκτείνω αυτήν τη λογική, σύμφωνα με την οποία, εν τοιαύτη περιπτώσει, καλό θα είναι να αναθέσουμε επισήμως τη διακυβέρνηση της χώρας στο EFSF, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, μια και ομοίως έχουν τυπικά σώσει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία.

Για να προστατεύσουν κι αυτοί τα συμφέροντα των ξένων φορολογουμένων, που δίνουν το χρήμα τους στη χώρα μας.

Ωστόσο, υπάρχουν πολύ πιο απτά παραδείγματα εναντίον αυτής της λογικής...

Όπως το γεγονός ότι σε μια τέτοια περίπτωση το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πέρναγε υπό τον έλεγχο ομάδων ξένων τεχνοκρατών, χωρίς καμία εμπειρία στις συνθήκες και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς.

Για το πόσο καλά έχει δουλέψει αυτό στην πράξη δεν έχει παρά να ρωτήσει τους μετόχους παλαιότερα της Hanwa Bank (πρώην Τράπεζας Αθηνών) και πιο πρόσφατα της Γενικής και της Εμπορικής Τράπεζας, οι οποίες έχουν περάσει σε γαλλικά συμφέροντα, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να δείξουν κάτι από πλευράς μεριδίων αγοράς, κερδοφορίας, ή οφέλους προς τους μετόχους τους, επί σειρά ετών.

Πέραν τούτου, ο κ. Βαρουφάκης στην ανάλυσή του υποστηρίζει -και ορθά κατά τη γνώμη μου- ότι ακρογωνιαίος λίθος του προβλήματος των τραπεζών (και των επιπτώσεών του στη διεθνή οικονομία) είναι ο βαθμός μόχλευσης των κεφαλαίων τους, ήτοι η σχέση ίδιων προς ξένα κεφάλαια, καθώς επίσης και η «αποσύνδεση» μεταξύ ρίσκου και απόδοσης, που ενθαρρύνει την ανάληψη δυσανάλογου κινδύνου εκ μέρους των τραπεζών.

Το φαινόμενο όμως αυτό ΔΕΝ είναι ελληνικό, είναι διεθνές.

Κι όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, στις χώρες από τις οποίες υποτίθεται ότι θα προέλθουν οι ξένοι τεχνοκράτες (εκτός αν εννοεί… οικονομολόγους ή συμβούλους επιχειρήσεων κι όχι τραπεζίτες) το ύψος της μόχλευσης αλλά και ο μέσος λόγος χορηγήσεων προς καταθέσεις ήταν πολύ μεγαλύτερα απ' ό,τι στην Ελλάδα.

Η μέγιστη διαφορά, ο λόγος για τον οποίον κατέρρευσαν μαζικά οι ελληνικές τράπεζες, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις γερμανικές ή τις γαλλικές, αφορά το γεγονός ότι ήταν το ελληνικό κράτος που χρεοκόπησε και η ελληνική οικονομία, αντί της γερμανικής ή της γαλλικής.

Με τραγικές επιπτώσεις όχι μόνο στα ομόλογα του Δημοσίου, αλλά και στη δυνατότητα επιχειρήσεων και ιδιωτών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, όπως επίσης και στη μαζική έξοδο καταθέσεων.

Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον κ. Βαρουφάκη, επειδή οι ελληνικές τράπεζες ακολούθησαν τα εσφαλμένα, αλλά διεθνώς καθιερωμένα μοντέλα λειτουργίας των σύγχρονων τραπεζών, σε ό,τι αφορά τη μόχλευση, τους δείκτες επάρκειας, την πιστωτική επέκταση κ.λπ. (αλλά σε μικρότερο βαθμό από τις ξένες), θα πρέπει να αναθέσουμε τη διοίκησή τους σε «τεχνοκράτες» από χώρες στις οποίες εφαρμόστηκαν και εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα… ίδια μοντέλα και με πολύ πιο επιθετικό τρόπο.

Απλώς και μόνο επειδή η χώρα που χρεοκόπησε (όχι όμως εξαιτίας των τραπεζών της), συμπαρασύροντας και τον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν η Ελλάδα! Αντίθετα με ό,τι συνέβη στις ΗΠΑ, στην Ιρλανδία και στην Ισλανδία, όπου οι τράπεζες προκάλεσαν την οικονομική κρίση.

Εξόφθαλμα λοιπόν ξεκινά από έναν ορθό συλλογισμό και μια επίσης ορθή ιστορική αναδρομή (η εκτεταμένη μορφή της οποίας μπορεί να διαβαστεί εδώ σε προγενέστερη ανάλυση του Andrew G. Haldane, Executive Director Financial Stability and Member of the Financial Policy Committee της Τράπεζας της Αγγλίας), για να καταλήξει στο συμπέρασμα που… τον «βολεύει».

Όχι ότι είναι αδήριτη ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας και ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος διεθνώς, κάτι που πράγματι προβληματίζει πλέον παγκοσμίως τις αρμόδιες αρχές, τους επενδυτές, ακόμη και τους τραπεζίτες.

Αλλά ότι πρέπει να αναθέσουμε τη διοίκηση και να δώσουμε ολοσχερώς την ιδιοκτησία των ελληνικών τραπεζών σε ξένους, καθότι όπως και ο ίδιος παραδέχεται το ελληνικό κράτος θα αποτελούσε τη χειρότερη δυνατή λύση.

Η ανάλυση ωστόσο του κ. Βαρουφάκη πάσχει σοβαρά και σε ένα ακόμη σημείο:

Αναφερόμενος στη μετοχική σύνθεση των μεγάλων ξένων τραπεζών και στον ρόλο που παίζει σε αυτές το management, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μετοχικά συμφέροντα είναι «βραχυχρόνια» κι έτσι η πρόσκαιρη άνοδος των μετοχών τα προφυλάσσει από τις συνέπειες της ανάληψης ρίσκου στην περίπτωση της κατάρρευσης (διότι έχουν αποσύρει κεφάλαια και κέρδη).

Όλα αυτά, όμως, δεν έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στον ελληνικό τραπεζικό τομέα...

Διότι στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, υπάρχουν διαχρονικοί μεγαλομέτοχοι, στις τάξεις των οποίων συμπεριλαμβάνονται ορισμένες από τις ποιο γνωστές και ισχυρές οικογένειες της χώρας.

Αυτοί ήταν -και εξακολουθούν να είναι- μεγαλομέτοχοι των ελληνικών τραπεζών (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την οικογένεια Λάτση, λόγω της κατοχής ποσοστού που υπερβαίνει το 40% του συνόλου στη Eurobank) και κατά συνέπεια είδαν πραγματικά μυθικές αποτιμήσεις να εξανεμίζονται.

Από πού λοιπόν προκύπτει ότι οι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών ήταν προστατευμένοι, έκαναν το «φαγοπότι» και έδωσαν στους φορολογούμενους τον λογαριασμό; Πούλησαν τις μετοχές τους «στα ψηλά» κι έφυγαν;

Ή μήπως η τρέχουσα αποτίμηση των τραπεζών (π.χ. Alpha στο 1 ευρώ από σχεδόν 24 ευρώ το υψηλό 5ετίας και Eurobank στο 0,67 ευρώ από 26 ευρώ στο υψηλό 5ετίας) δεν συνιστά σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή (με απώλειες 96% και 97%) για τους μεγάλους μετόχους αλλά και τους 700.000 μικρομετόχους των ελληνικών τραπεζών.

Καταστροφή, λοιπόν, είναι μόνο η ολοσχερής καταστροφή;

Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Δεν θεωρώ ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι οι καλύτερες του κόσμου, ούτε εκτιμώ ότι δεν πρέπει να υπάρξουν αλλαγές σε πρόσωπα που τις απαρτίζουν. Το αντίθετο.

Εκτιμώ όμως ότι οι αλλαγές αυτές θα γίνουν εκεί που χρειάζεται, χωρίς να απαιτηθεί μια μόνιμη αλλαγή του ιδιοκτησιακού, που θα έχει ως αποτέλεσμα είτε τον πλήρη αφελληνισμό είτε την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Θα φροντίσουν από πολύ νωρίς γι' αυτό, όπου χρειάζεται, οι ισχυροί μέτοχοι (που έχουν χάσει τα… μαλλιοκέφαλά τους), αλλά και η αναμφίβολη επίδραση της συμμετοχής «θεσμικών κεφαλαίων» στη νέα συγκρότηση των τραπεζών, όπως κι αν αυτή γίνει.

Κύριος στόχος της ανασυγκρότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από την πλευρά των κρατικών ή διακρατικών θεσμών επιβάλλεται να είναι η ανόρθωση του τραπεζικού συστήματος, με τρόπο που να εγγυάται την εξυπηρέτηση -με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια- της εθνικής οικονομίας, αλλά και τη μελλοντική ευμάρεια της ελληνικής κοινωνίας.

Ακόμη και η άμεση απόδοση που θα προκύψει από αυτήν την «επένδυση», θεσμικών κεφαλαίων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρξει κάποια απόδοση), έχει στην πράξη δευτερεύουσα σημασία, μπροστά στον κύριο στόχο.

Τουλάχιστον μέχρι να ανακαλύψουμε έναν θεσμό που θα αντικαθιστά τις τράπεζες.

ΥΓ.: Εύχομαι Καλή Ανάσταση σε όλους!
Ακούω τον κ. Σαμαρά να μιλά περί αυτοδυναμίας και τον κ. Βενιζέλο να δηλώνει ευθαρσώς ότι έχει θέσει ως εκλογικό στόχο να είναι πρώτο κόμμα το ΠΑΣΟΚ, κι αναρωτιέμαι αν θεωρούν ότι απευθύνονται σε ανόητους.

Διότι τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δείχνουν ξεκάθαρα, πρώτον, ότι υπάρχει σημαντική διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας και, δεύτερον -αλλά και κυριότερον- ότι μαζί τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν δυσκολία να περάσουν το 40%, ακόμη και με αναγωγή των άκυρων, των αναποφάσιστων κ.λπ.

Εξ ου και «πρώτη είδηση» στα κατεστημένα ΜΜΕ είναι πλέον ο μπαμπούλας της «ακυβερνησίας» κι όχι τα φληναφήματα των δύο πολιτικών αρχηγών.

Για τον ίδιο τον πολίτη, είναι πραγματικά σουρεαλιστικό.

Ουσιαστικά, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, τα οποία πρωτοστάτησαν στην πορεία της χώρας προς την καταστροφή, γι' αυτό και καταβαραθρώθηκαν, καλούν απεγνωσμένα τον λαό να τα ψηφίσει, λέγοντάς του ότι… δεν έχει άλλη επιλογή. Και την ίδια ώρα, ο ένας μιλάει για αυτοδυναμία και ο άλλος για πρωτιά!

Γιατί έτσι «έμαθαν» ότι είναι ο προεκλογικός αγώνας. Γιατί με αυτόν τον τρόπο «έμαθαν» ότι πρέπει να απευθύνονται στον κόσμο. Γιατί έτσι «έμαθε» να λειτουργεί ο κομματικός μηχανισμός τους. Και αδυνατούν να καταλάβουν ότι αυτά που «έμαθαν» πρέπει να τα… ξεχάσουν, όπως ακριβώς ο λαός καλείται να ξεχάσει αυτά στα οποία είχε «μάθει» τα προηγούμενα χρόνια!

Πολύ φοβάμαι ότι στη σημερινή συγκυρία το μόνο που αποφέρουν αυτές οι πρακτικές είναι αύξηση της δυσφορίας, της απογοήτευσης και της απέχθειας του πολίτη, ακόμη και αυτού του «νοικοκύρη» απέναντι στον οποίον κραδαίνουν τη δαμόκλειο σπάθη της «ακυβερνησίας».

Το πραγματικό δίλημμα των εκλογών σήμερα ουδόλως αφορά τον δικομματισμό.

Το κυρίαρχο ερώτημα είναι ένα: εντός ή εκτός ευρώ;

Αυτή είναι η βασική, η θεμελιώδης επιλογή. Και στο πλαίσιο αυτής ο πολίτης θα ψηφίσει αυτό που του ταιριάζει περισσότερο, είτε αυτό αρέσει στα δύο μεγάλα κόμματα, είτε όχι.

Εάν το αποτέλεσμα είναι υπέρ του ευρώ, συνολικά, τότε τα κόμματα που στήριξαν αυτήν την άποψη θα είναι υποχρεωμένα να συνεργαστούν προς όφελος της θέλησης του λαού.

Και θα το πράξουν, έστω και υπό τον φόβο της οργής για όσα θα ακολουθήσουν σε αντίθετη περίπτωση. Ίσως δε με αυτόν τον τρόπο να αναδειχθούν και οι πλέον άξιοι, οι πιο ικανοί, ανεξαρτήτως πολιτικής παράταξης, ή ακόμη και έξω από αυτές...

Γιατί αλλιώς δεν έχουμε δυστυχώς καμία ελπίδα!
v