Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Στη σημερινή Ελλάδα, όλοι κόπτονται για την ανάπτυξη, ακόμη και τα πιο «αριστερά» κόμματα. Ουδείς όμως φαίνεται να έχει αντιληφθεί τη σκληρή πραγματικότητα και τις ρηξικέλευθες λύσεις που απαιτούνται προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη, με ορθή φορολογική πολιτική.

Κατά την άποψή μου, η θεμελιώδης διάκριση που πρέπει -και μπορεί να γίνει- είναι με μια φράση ανάμεσα στο χρήμα που «κάθεται» και σε εκείνο που δουλεύει. 

Ας δούμε λίγο την αλληλουχία της υπόθεσης. Τι αποζητά η Ελλάδα; Νέες επενδύσεις, προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να καταπολεμηθεί η ανεργία.

Τι άλλο αποζητά; Αυξημένη αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης ως προς την κατανομή των φορολογικών βαρών.

Προφανώς, λοιπόν, η υψηλή φορολόγηση της συσσώρευσης επιχειρηματικού κεφαλαίου και της ίδιας της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνιστά στις σημερινές συνθήκες ουσιώδες αντικίνητρο, καθώς διάγουμε περίοδο πενιχρών επιδόσεων και υψηλού «ρίσκου» στο επιχειρείν.

Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μεγάλο λάθος όταν εισηγείται αύξηση της φορολογίας εταιριών, ακόμη κι αν αυτό αφορά «μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις».

Τουναντίον, είναι αδήριτη ανάγκη η μείωση των φορολογικών συντελεστών στις εταιρίες, αλλά και η παροχή κινήτρων προς επένδυση κεφαλαίων. Υπό αυτήν την έννοια, η κίνηση της κυβέρνησης να αυξήσει τον φορολογικό συντελεστή στα αδιανέμητα κέρδη αποτελεί όχι απλώς αντικίνητρο, αλλά και πλήγμα στις δοκιμαζόμενες ελληνικές επιχειρήσεις.

Ειδικά σε αυτήν την περίοδο, τολμώ να πω ότι θα ήταν ίσως σκόπιμη ακόμη και η μηδενική φορολόγηση των αδιανέμητων κερδών, εφόσον, για παράδειγμα, η εταιρία προχωρά σε προσλήψεις ή σε νέες επενδύσεις.

Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να ισχύει για τα διανεμόμενα κέρδη. Τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να φορολογούνται με μεσαίο ή χαμηλό συντελεστή «στην πηγή», αλλά να επιβαρύνονται με πρόσθετο φόρο κλίμακας, στη δήλωση εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στα οποία τελικώς καταλήγουν, δεδομένου ότι η αναγραφή όλων των εισοδημάτων, ακόμη και αν φορολογούνται στην πηγή, είναι πλέον υποχρεωτική.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.

Είτε αρέσει στους αριστερούς είτε όχι, θα πρέπει επιτέλους να γίνει διάκριση ανάμεσα στα νομικά πρόσωπα, δηλαδή στις εταιρίες, και στους «ιδιοκτήτες» τους, που είναι τελικά φυσικά πρόσωπα.

Οι επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, είναι οι ατμομηχανές της ανάπτυξης. Είναι τα κύτταρα της οικονομίας που προσφέρουν θέσεις εργασίας και παράγουν πλούτο. Υπό αυτήν την έννοια, η φορολόγηση των αδιανέμητων κερδών στερείται παντελώς «ταξικού» χαρακτήρα.

Ομοίως, και οι φανατικοί φιλελεύθεροι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο ιδιωτικός πλούτος, ειδικά ο μεγάλος πλούτος, πρέπει να φορολογείται με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, προκειμένου να γίνεται και η περίφημη «αναδιανομή» υπέρ των αδυνάτων.

Επ' αυτού, λοιπόν, δικαίως ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, άρα και των μερισμάτων, σε μια ενιαία κλίμακα φυσικών προσώπων.

Προκειμένου όμως να ενισχυθεί η ανάπτυξη σε περίοδο κρίσης, θα μπορούσαν να υπάρχουν και συγκεκριμένες εξαιρέσεις.

Εάν για παράδειγμα ένα μέρος του εισοδήματος αποδεδειγμένα επανεπενδύεται, είτε απευθείας σε παραγωγικές δραστηριότητες, είτε σε μακροχρόνια χρηματιστηριακή επένδυση, θα μπορούσαν να υπάρχουν κατ' εξαίρεση μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές ή και επιστροφή μέρους του αναλογούντος φόρου.

Για ποιο λόγο;

Προκειμένου να μειωθεί η ροπή προς αποταμίευση η και κατανάλωση των υψηλών εισοδημάτων - και να στραφεί το χρήμα προς την ενίσχυση των επενδύσεων.

Ίσως για κάποιους τα παραπάνω να είναι ψιλά γράμματα.

Ωστόσο, αν δεν αντιληφθούμε όλοι τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παραγωγικό χρήμα -σε εκείνο που στρέφεται στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη- και σε εκείνο που είτε καταναλώνεται, είτε στρέφεται στην συσσώρευση μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων, είτε απλώς αποταμιεύεται (με σχεδόν μηδενικό ρίσκο), δεν θα έχουμε καταφέρει να λύσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα της «παραγωγικής» ανάπτυξης.
Σε αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να συνοψιστεί το ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την πλειονότητα των κατοίκων της «Δύσης», αν δεν εισακουστούν οι φωνές που κρούουν από καιρό τον κώδωνα του κινδύνου.

Εδώ και χρόνια, η παγκόσμια ανάπτυξη εξαρτάται από τις επιδόσεις ενός μεγάλου τμήματος του παλαιόθεν γνωστού ως «Τρίτου Κόσμου», με αιχμές την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.

Η τάση φαίνεται προς το παρόν μη αναστρέψιμη, ενώ σε μεγάλο βαθμό η αλληλοσύνδεση των ανεπτυγμένων κοινωνιών με τις αναπτυσσόμενες εντοπίζεται κυρίως στην εξάρτηση των τελευταίων από την τεχνολογία και την κατανάλωση των πρώτων.

Ειδικά το δεύτερο σκέλος αυτής της εξάρτησης φαίνεται να αποκοιμίζει σειρά ειδικών που ρωτούν με στόμφο «πώς θα συνεχίσει η ανάπτυξη των νέων δυνάμεων αν οι παλαιές μειώσουν την κατανάλωση τους;».

Επιχείρημα σωστό σε αυτήν τη φάση, πλην όμως προσωρινό. Η εξάρτηση από την κατανάλωση της Δύσης δεν πρόκειται να είναι αέναη.

Σταδιακά, τα αναπτυσσόμενα μεγαθήρια έχουν κάθε λόγο να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη των εσωτερικών τους αγορών. Το κάνουν ήδη, αλλά θα το κάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον, κι όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ευημερίας.

Πρώτιστο μέλημά τους θα είναι η απεξάρτηση από την οικονομική κατάσταση της άλλοτε κραταιάς Δύσης.

Ούτε τους είναι απαραίτητο να προσεγγίσουν την κατά κεφαλήν κατανάλωση του Δυτικού Κόσμου. Διότι οι πληθυσμιακές διαφορές είναι τεράστιες. Την ώρα που οι ανεπτυγμένες κοινωνίες γερνούν και μένουν πληθυσμιακά σχεδόν στάσιμες, οι αναπτυσσόμενες βλέπουν τον πληθυσμό τους να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και με επίκεντρο τις «παραγωγικές ηλικίες».

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι αχανείς εσωτερικές αγορές είναι που προσέλκυσαν τις πολυεθνικές της Δύσης, οι οποίες επιδίδονται σε μια πρωτοφανή μεταφορά τεχνογνωσίας προκειμένου να διεισδύσουν στον επιθυμητό βαθμό. Και με τον τρόπο αυτό δημιουργούν αναπόφευκτα τους μελλοντικούς ανταγωνιστές τους.

Εξίσου μεγάλη σημασία έχει όμως και η ολοένα αυξανόμενη απαγκίστρωση των πολυεθνικών συμφερόντων από τα συμφέροντα των οικονομιών και των κοινωνιών στις οποίες εδρεύουν, με επιπτώσεις όχι μόνο στην εσωτερική αγορά εργασίας αλλά και στο μέσο εισόδημα της πλειονότητας. 

Πρόκειται για τάση που έχει ήδη εκδηλωθεί με ορατό τρόπο στις ΗΠΑ, τάση που αυξάνεται σταδιακά εδώ και δεκαετίες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, χωρίς ακόμη να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Γίνεται όμως ολοένα και πιο φανερό ότι τα διλήμματα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί και οι κοινωνίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πρωτόγνωρα, καθώς οι ισορροπίες του 20ού αιώνα ανατρέπονται.

Σε αυτόν τον διεθνή κυκεώνα, η Ελλάδα εισέρχεται αδύναμη, δέσμια των χρεών που δημιούργησε, σε μια κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής σύγχυσης.

Το χειρότερο όμως είναι ότι λίγο-πολύ το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υπό το βάρος της ύφεσης, της λιτότητας, των αυξανόμενων φόρων και του μειούμενου κοινωνικού κράτους, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τα αποτελέσματα και τις παρενέργειες, χωρίς να θίγει τις πραγματικές αιτίες.

Έτσι ο κίνδυνος δεν γίνεται αντιληπτός, και άρα δεν συσπειρώνει...

Αντιθέτως, η ασυμμετρία με την οποία εκδηλώνονται τα προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες δημιουργεί βλέψεις ηγεμονισμού, αλλά και τάσεις κατακερματισμού, διευρύνει τις κοινωνικές εντάσεις κι ενισχύει τον εθνικισμό, σαμποτάροντας το -άπιαστο ακόμη- όνειρο της ενωμένης Ευρώπης.

Με αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι συνολικά κινδυνεύουμε να βρεθούμε διαιρεμένοι και αδύναμοι, «γέροι, φτωχοί και λίγοι», κόντρα στις νέες, σφριγηλές δυνάμεις που έχουν ήδη αναδυθεί.
Οι πολιτικές λιτότητας έχουν εδώ και πολύ καιρό καταλάβει το προσκήνιο σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Και παρά το γεγονός ότι αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο (με τελευταίο παράδειγμα τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία), συνεχίζουν να εφαρμόζονται.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια «δόση» λιτότητας ήταν επιβεβλημένη μετά τη «φούσκα» υπερκατανάλωσης που προηγήθηκε και την επίπλαστη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, που ήταν απόλυτα γενικευμένη.

Σήμερα ωστόσο είναι ώρα να εκτιμήσουμε τόσο εμείς όσο και οι δανειστές μας αν το ζητούμενο, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και να μειωθούν τα ελλείμματα, είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, ή ενδεχομένως η εξάλειψη άλλων «αμαρτιών» που ακόμη και σήμερα χαντακώνουν την Ελλάδα.

Ας δούμε ορισμένες εξ αυτών, που φανερώνουν μια ευρύτερη εικόνα, απλώς αναφέροντας κατ' αρχάς την… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία, την οποία άπαντες στηλιτεύουν, αλλά ουδείς κατάφερε να νικήσει, για λόγους που παραμένουν… νεφελώδεις.

-Το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας διοίκησης, είτε πρόκειται για εφορίες, είτε για τελωνεία, λιμάνια, την Αστυνομία, ή τη Δικαιοσύνη, βρίσκεται από πλευράς μηχανοργάνωσης, τεχνολογίας και «πληροφορικών συστημάτων διοίκησης» σε κατάσταση περίπου παλαιολιθική! Πέραν των άλλων συνεπειών, το γεγονός αυτό καθιστά αναποτελεσματική τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, σχεδόν ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του ανθρώπινου δυναμικού.

-Η απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα που άπτονται αναπτυξιακών, επενδυτικών, αλλά και εμπορικών - επιχειρηματικών θεμάτων καθυστερεί συστηματικά επί χρόνια, με ολέθρια αποτελέσματα στην προσέλκυση και υλοποίηση νέων επενδύσεων, κι όχι μόνο από ξένους επενδυτές.

-Ο τομέας των μεταφορών πάσχει σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο από πλευράς υποδομής, αλλά και από πλευράς οργάνωσης διοίκησης και λειτουργίας.

-Η σύνδεση της Παιδείας με την παραγωγική οικονομία είναι από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, ενώ περίπου το ίδιο ισχύει και για τον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, όπου άλλες χώρες δαπανούν -οργανωμένα και επί σκοπόν- τεράστια ποσά.

-Η πλήρης έλλειψη στατιστικών στοιχείων, που σε άλλες χώρες παίζουν μεγάλο ρόλο στη λήψη επιχειρηματικών και κρατικών αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστική η καθυστέρηση που χαρακτηρίζει τα στατιστικά στοιχεία του κράτους και των υπηρεσιών του, αλλά και η υποκατάσταση στατιστικών από εμπειρικά στοιχεία στην εκπόνηση επιχειρηματικών πλάνων, συχνά πολυετούς διάρκειας στον ιδιωτικό τομέα.

-Η εγκαθίδρυση μιας κοινωνικής «κουλτούρας, που περιστρέφεται γύρω από το βραχυπρόθεσμο κι όχι το μακροπρόθεσμο, που κινείται με «γιουρούσια», κι όχι με οργανωμένες, μελετημένες ενέργειες, που αντιπαθεί τις προκαθορισμένες διαδικασίες και εν τέλει επικεντρώνεται στο «γρήγορο» κέρδος, είτε με τη θεμιτή είτε και με την αθέμιτη έννοια της… αρπαχτής, παραμερίζοντας εντελώς υπέρ του ευδαιμονισμού την καλβινιστική έννοια της σκληρής προσπάθειας που επικρατεί επί αιώνες σε μέρος της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

- Η επικράτηση της «αδράνειας» του status quo όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στον οικονομικό στίβο. Κατά την άποψή μου, πρόκειται ίσως για την πιο δυσάρεστη συνέπεια που είχε η πλήρης επικράτηση της διαπλοκής στη χώρα μας. Διότι εμπόδισε τη δημιουργική ανατροπή καταστάσεων, ισορροπιών και πρακτικών.

-Η αντιπάθεια προς την έννοια του συνεταιρικού επιχειρείν, που εδράζεται στον ατομισμό του Έλληνα και στην τάση που επικράτησε να ρίξει ο ένας τον άλλον. Τα αποτελέσματα όμως αυτής της νοοτροπίας έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις. Το ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο βρίθει επιχειρήσεων, όχι μόνο μικρών ή μεσαίων αλλά και μεγάλων (για τα ελληνικά δεδομένα) που στηρίζονται σε ένα πρόσωπο, είναι στην πραγματικότητα Οne man show.

Πρόκειται για μικρές ή μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στον χώρο ή στην περιοχή τους, που κατά κανόνα πεθαίνουν μαζί με τον ηγεμόνα τους γιατί δεν μπόρεσαν να κάνουν τη μετάβαση από την οικογενειοκρατία στο σύγχρονο management.

Aπότοκο αυτής της νοοτροπίας και πρακτικής -που κολλάει γάντι στην ελληνική ρήση «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»- είναι και η παρατηρούμενη εδώ και πολλά χρόνια «αλλεργία» του εγχώριου επιχειρείν στις συνενώσεις.

Μια αλλεργία που έχει όμως βαρύτατες συνέπειες ως προς τον κατακερματισμό του δυναμικού, την επίτευξη κρίσιμης μάζας και οικονομιών κλίμακας, καθιστώντας δυσχερέστερο τον ανταγωνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων στον διεθνή στίβο.

-Άφησα για το τέλος την έλλειψη κτηματολογίου αλλά και ενός σύγχρονου πολεοδομικού - περιβαλλοντικού πλαισίου, που θα επέτρεπε να αξιοποιηθεί με ορθό τρόπο το μεγάλο asset της όμορφης ελληνικής γης.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι σε μια χώρα με τόσο πολλές απαγορεύσεις, με τόσες υποτίθεται «ασφαλιστικές δικλίδες» καταφέραμε να αναπτύξουμε τόσο άναρχα, ανορθόδοξα, πολλές φορές κοντόφθαλμα και εντελώς ακαλαίσθητα τις πιο ευαίσθητες και όμορφες περιοχές.

Αντίθετα με τη μείωση των εισοδημάτων ή την αύξηση των φόρων, ουδείς μπορεί να μας υποχρεώσει να θεραπεύσουμε αυτές τις αμαρτίες. Το βέβαιο όμως είναι ότι έτσι θα προδιαγράψουμε μέλλον ζοφερό με ολοένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα θα περιθωριοποιείται στο παγκόσμιο στερέωμα.
Τις περισσότερες φορές, οι δυσκολίες ενώνουν. Στην περίπτωση όμως της κρίσης που περνά η Ελλάδα, μιας κρίσης με πολλές όψεις, αξιακές, θεσμικές, κοινωνικές και οικονομικές, μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι η πολυδιαίρεση, ο διχασμός.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι βάλλονται σχεδόν αδιακρίτως από τους οπαδούς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι συνδικαλιστές στοχοποιούν αδιάκριτα τους επιχειρηματίες εργοδότες, ενώ διάφορες επαγγελματικές ομάδες είναι μεν υπέρ του περιορισμού των προνομίων άλλων ομάδων, όχι όμως και των δικών τους.

Σε άλλο επίπεδο, πάρα πολλοί είναι εκείνοι που συναγωνίζονται στη μετάθεση ευθυνών (φταίνε οι άλλοι κι όχι εμείς), προσπαθώντας να δείξουν, είτε συλλογικά, είτε ατομικά, ότι δεν ήξεραν τίποτε για το διαρκές έγκλημα που συντελέστηκε στην Ελλάδα. Πρωταγωνιστές σε τέτοιου είδους φαινόμενα παραμένουν βεβαίως τα πολιτικά κόμματα, παρά τη συγκυβέρνηση που έχουν εγκαθιδρύσει τρία εξ αυτών.

Από ψυχολογική πλευρά, όλα αυτά έχουν την αιτία τους. Δεν είναι παράδοξα ή ανεξήγητα. Στην πράξη όμως δημιουργούν πρόβλημα, ενόσω η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής της ιστορίας.

Τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά.

Είτε πρόκειται για συνδικαλιστές που διατυπώνουν μαξιμαλιστικά αιτήματα, όπως είναι, για παράδειγμα, η απαίτηση για διατήρηση θέσεων εργασίας και μισθολογικών απολαβών, από εταιρίες που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Είτε για επιχειρηματίες του καταναλωτικού τομέα, που διαμαρτύρονται για τα λουκέτα και την κάθετη πτώση του τζίρου, όταν αυτοί θα έπρεπε πρώτοι να γνωρίζουν ότι μετά το σκάσιμο της καταναλωτικής φούσκας είναι αναπόφευκτα.

Είτε για επαγγελματίες διαφόρων κλάδων που έβγαζαν εύκολο χρήμα την εποχή της ευφορίας και τώρα δυσκολεύονται να δεχτούν ότι θα πρέπει να πληρωθούν λιγότερο και να δουλέψουν περισσότερο.

Είτε για δημοσίους υπαλλήλους που αρνούνται να καταλάβουν ότι πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά, να αλλάξουν την εικόνα του κράτους.

Είτε και για μεγαλοπαράγοντες, πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους, που συνεχίζουν απτόητοι τις πρακτικές του παρελθόντος, νομίζοντας ότι όσα επέρχονται αφορούν τους άλλους κι ότι οι ίδιοι είναι πολύ ψηλά, πολύ ισχυροί για να υποστούν συνέπειες.

Έχουμε χωριστεί σε ουτοπικά στρατόπεδα, σαν να μην θέλουμε να αντιληφθούμε ότι όλες οι διεργασίες που έχουν τεθεί σε κίνηση, ο ολοένα και πιο σφιχτός έλεγχος από την τρόικα, το κύμα συνενώσεων και αναδιαρθρώσεων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, οι αλλαγές στα εργασιακά και στο κοινωνικό κράτος, οι πωλήσεις περιουσίας θα έχουν καταλυτική επίδραση σε όσα «είχαμε μάθει».

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι οι αλλαγές αυτές τείνουν προς την επιβεβλημένη ορθή κατεύθυνση, οι βραχυχρόνιες συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και στην ανακατανομή του πλούτου θα είναι σοκαριστικές Ιδίως από τη στιγμή που θα τελειώσει το «λίπος» που -ας μην κρυβόμαστε-πολλές ελληνικές οικογένειες συσσώρευσαν στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας.

Η πικρή αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι μέχρι στιγμής η χώρα βολοδέρνει διαιρεμένη, αναμένοντας παθητικά τις προθέσεις και τις πρωτοβουλίες των εταίρων της και του ΔΝΤ. Είτε αφορούν την ανάπτυξη, είτε το κούρεμα του χρέους, είτε την εξάλειψη νοσηρών φαινομένων. Κι αυτό δεν είναι ούτε τιμητικό, ούτε κι ευχάριστο.

Το πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι προθέσεις των εταίρων εξαρτώνται από τους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό τους και από την οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη. Η τελευταία, δε, ολοένα και χειροτερεύει, με τις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίζουν πλέον το φάσμα της ύφεσης.

Κατά συνέπεια, οι διαθέσεις τους μπορεί προσεχώς να μεταβληθούν όχι προς το καλύτερο, αλλά προς το χειρότερο.

Κλειδί για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι η συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά και των πολιτικών κομμάτων, η κατάματη αντιμετώπιση της σημερινής πραγματικότητας, η εκπόνηση και η υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου, που θα γίνει αποδεκτό και από τους δανειστές μας.

Εάν η Ελλάδα παραμείνει χωρίς εθνικό στόχο, χωρισμένη σε στρατόπεδα που συγκρούονται ανώφελα, μοιράζοντας καρέκλες στον... Τιτανικό, η ήττα που θα υποστεί η κοινωνία θα είναι συντριπτική. Και τα αποτελέσματά της θα επηρεάσουν ολόκληρες γενεές.
Το προηγούμενο σημείωμα έθεσε τον προβληματισμό για τα επακόλουθα, αλλά και την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής που έχει ως επίκεντρο τη διασφάλιση «ανταγωνιστικότητας», μέσα από μέτρα που αποσκοπούν κυρίως στον περιορισμό του κόστους.

Στο ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική, η απάντηση βρίσκεται στη διαστρωμάτωση του πληθυσμού, στις καινοτομίες και στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού.

Η Ευρώπη έχει συνολικά έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους, δεν είναι αποτέλεσμα των ωρών εργασίας του μέσου Ευρωπαίου, ή του μέσου Έλληνα, ούτε του μισθού που παίρνει.

Κατά την εκτίμησή τους, περισσότερο οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού, στη στασιμότητά του (που σημαίνει ότι σταδιακά μειώνεται ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός) και στην περιορισμένη «ροπή» των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών προς την έρευνα και την καινοτομία, ιδίως δε σε καθαρόαιμους παραγωγικούς τομείς.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, είτε αυτές είναι στην Ανατολή είτε στη Λατινική Αμερική, η εικόνα είναι λίγο-πολύ γνωστή. Δεν υπάρχουν μόνον συνταρακτικοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού, αλλά και μια αντεστραμμένη πυραμίδα, προς όφελος των νέων, σε σχέση με τις γερασμένες κοινωνίες της Δύσης.

Ταυτόχρονα, το μέγεθος των αγορών τους, σε συνδυασμό με τους ελεύθερους όρους λειτουργίας της «παγκοσμιοποιημένης» αγοράς, τους δίνει τη δυνατότητα να «απαιτούν» μεταφορά τεχνογνωσίας από τις χώρες του δυτικού κόσμου.

Το πιθανότερο, δε, με αυτά τα δεδομένα είναι ότι σύντομα (σε όρους δεκαετιών) θα είναι εκείνες που θα καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού κι όχι οι χώρες της Δύσης, ή τουλάχιστον όχι η Ευρώπη.

Με τα δεδομένα των τελευταίων αιώνων, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει μεγάλη ανατροπή. Αν ανατρέξουμε όμως λίγο πιο βαθιά στον χρόνο, θα δούμε ότι η εικόνα αυτή είναι μάλλον λανθασμένη (μια προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας με εξαιρετικό ενδιαφέρον κατέγραψε πρόσφατα σε άρθρο του στο Euro2day.gr o καθηγητής Ν. Φίλιππας).

Με εξαίρεση κάποιους αιώνες, οι πραγματικά μεγάλες δυνάμεις του κόσμου βρίσκονταν εκτός Ευρώπης, είτε επρόκειτο για τους Κινέζους, είτε για τους Ινδούς, είτε για τα Αραβικά Χαλιφάτα.

Η πάλαι ποτέ κατακερματισμένη και λεηλατημένη Ευρώπη, χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές, χωρίς κρίσιμη μάζα πληθυσμού, κατάφερε να επιβληθεί τους τελευταίους αιώνες στο παγκόσμιο στερέωμα, στηριγμένη σε καινοτομίες, που είχαν σχέση όχι μόνο με την τεχνολογία, αλλά και με νέους οικονομικούς «θεσμούς», όπως ήταν η μορφοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Εκεί βρίσκεται και σήμερα το κλειδί της επιτυχίας. Η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, θα έπρεπε να δώσει απόλυτη έμφαση στην «αναζωογόνηση» της κοινωνίας της, στην αποθάρρυνση της υπογεννητικότητας, στη μόρφωση του πληθυσμού της σε τομείς αιχμής κρίσιμους για την παραγωγή και την ανάπτυξη, στρέφοντας το ενδιαφέρον της προς την έρευνα και την καινοτομία.

Δυστυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να συμβαίνει, ιδιαίτερα στη χώρα μας.

Τουναντίον, τα πράγματα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με τα τελευταία φορολογικά μέτρα, η τεκνοποίηση τιμωρείται αντί να επιβραβεύεται. Η παιδεία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης, ενώ ολοένα και μεγάλο τμήμα της νεολαίας αναζητά την τύχη του στο εξωτερικό. Ιδίως όταν διαθέτει σημαντικά τυπικά και ουσιαστικά «εφόδια».

Ομοίως, παρά τις ελάχιστες επιμέρους προσπάθειες, που μοιάζουν με μικρά βλαστάρια στο παγωμένο τοπίο της ελληνικής κρίσης, η καινοτομία και η έρευνα αποτελούν είδος σε ουσιώδη ανεπάρκεια.

Στην ουσία, η κάθε είδους καινοτομία πασχίζει να επιβιώσει στη χώρα μας. Σε κάθε της βήμα στραγγαλίζεται από εδραιωμένες παλαιομοδίτικες νοοτροπίες, από μια αβυσσαλέα αντίσταση στην οποιαδήποτε αλλαγή, από την ίδια τη «διαπλοκή», που εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει εις βάρος της αξιοκρατίας.

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το πιο πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο, οι ιδέες, οι δεξιότητες, η δυναμική των νεότερων γενεών απαξιώνονται.

Κάποτε, θυμάμαι, όταν ακόμη ήταν στα σπάργανα η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορισμένοι φώναζαν ότι «θα γίνουμε γκαρσόνια των Ευρωπαίων».

Πολύ φοβάμαι ότι αν συνεχίσουμε έτσι η πραγματικότητα των επόμενων δεκαετών θα είναι πολύ χειρότερη.
v