Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών

Ιδιαίτερα ενοχλητικές είναι ορισμένες πληροφορίες που κυκλοφορούν για τον ΟΠΑΠ, ο οποίος, θυμίζω, από πρακτικήςπλευρά έχει ήδη αλλάξει χέρια και η πλειοψηφία του έχει περάσει σε ιδιώτες επενδυτές.

Η πρώτη πληροφορία είναι ότι η διοίκησή του έχει κάκιστες σχέσεις με τη διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ (κατόπιν και της στάσης που κράτησε το Ταμείο στην τελευταία γενική συνέλευση), οι οποίες αποτυπώνονται και σε ευρύτερο
«περιβάλλον» με διάφορες μάλλον «αγοραίες» εκφράσεις και υπαινιγμούς.

Συμβαίνει, θα μου πείτε, και στις καλύτερες οικογένειες, τουλάχιστον εν Ελλάδι. Δείχνει όμως και μια έλλειψη αντίληψης της ιεραρχίας ανάμεσα στον «μεταβατικό» πλέον πρόεδρο του ΟΠΑΠ και στη θεσμική αρχή που κατέχει το 33% των μετοχών του Οργανισμού, για όσο διάστημα τις κατέχει.

Αρκετοί συνομιλητές του υπουργού Οικονομικών γνωρίζουν πολύ καλά ότι πρωταρχικός του στόχος είναι να επιτευχθεί φέτος πρωτογενές πλεόνασμα, προκειμένου η Ελλάδα να διεκδικήσει στη συνέχεια μια «γενναία» αναδιάρθρωση του επίσημου χρέους της, του γνωστού και ως OSI.

Το γεγονός ότι οι υπόλοιποι στόχοι υποτάσσονται σε αυτόν δημιουργεί βεβαίως «αντιπάλους» τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς άλλες, θεμιτές, επιδιώξεις υποσκελίζονται από τη βασική προτεραιότητα.

Ωστόσο, ο Γιάννης Στουρνάρας φαίνεται να έχει αποδεχτεί με ρεαλισμό την πραγματικότητα. Η τρόικα είναι αυτή που είναι, η Γερμανία αυτή που είναι.

Εδώ και πολύ καιρό παρατηρείται το φαινόμενο να παραμένουν ή και να τοποθετούνται σε σημαντικές θέσεις του δημόσιου τομέα πρόσωπα τα οποία προδήλως αδυνατούν να ανταποκριθούν είτε στις ουσιαστικές ευθύνες και απαιτήσεις του ρόλου τους, είτε ακόμη και σε αυτά τα λεγόμενα τυπικά προσόντα.

Κατά ένα μέρος αυτό οφείλεται στις στρεβλές καταστάσεις που επικράτησαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στην ελληνική κρίση.

Πολλά από τα «αναγνωρίσιμα» πρόσωπα της πολιτικής σκηνής και των προεκτάσεών της στο στελεχικό - επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας βρέθηκαν να συγκαταλέγονται στην «ελίτ» απλώς και μόνο διότι είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και γνωριμίες ή κάποια άλλα άκρως αμφιλεγόμενα... προσόντα.

Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κράτος ως οντότητα ήταν πράγματι κυρίαρχο, καθώς η εξάρτησή του από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πολύ πιο περιορισμένη σε σχέση με τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Αυτό έδινε την ευκαιρία στους ηγέτες του κάθε κράτους να ασκούν πολιτική με σχετικά περιορισμένες διεθνείς επιδράσεις. Σήμερα ισχύει μάλλον το αντίθετο.

Τις τελευταίες δεκαετίες, τις προδιαγραφές κίνησης στις περισσότερες ουσιώδεις πολιτικές τις θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή λειτουργεί σε οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και επενδύσεων, η δυνατότητα εξασφάλισης φθηνής εργασίας αλλά και η επίδραση της τεχνολογίας στην παροχή προϊόντων, πληροφοριών και υπηρεσιών, ακόμη και σε θέματα άμυνας-ασφάλειας, έχουν μεταβάλει άρδην την πραγματικότητα.

Κομβικό σημείο της όλης διαδικασίας, σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες της Δύσης, φαίνεται πως ήταν το άνοιγμα των μεγάλων αναδυόμενων αγορών. Με κορυφή του παγόβουνου την Κίνα.

Προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στον κορεσμό των εσωτερικών τους αγορών (πόσο συχνά μπορούμε να αλλάζουμε αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, κινητά και άλλα «διαρκή» αγαθά;), οι ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου πρακτικά ήταν υποχρεωμένες να «ανοίξουν» νέες μεγάλες αγορές, για να πουλήσουν προϊόντα.

Το τίμημα όμως ήταν υψηλό. Λόγω του μεγέθους των «πελατών» αλλά και του διαγκωνισμού μεταξύ όσων ήθελαν να εισέλθουν στην αγορά τους, οι αναδυόμενοι πελάτες αποκτούσαν και αποκτούν ολοένα και περισσότερη τεχνογνωσία. Οι πελάτες έγιναν ήδη παραγωγοί, εξαγωγείς και σε πολλούς τομείς αδυσώπητοι ανταγωνιστές.

Παρά το γεγονός ότι η Ιστορία σπάνια εξελίσσεται με τον ευθύγραμμο τρόπο που απεικονίζουν οι οικονομικές προβολές (η κατάληξη του «οικονομικού θαύματος» της Ιαπωνίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα), οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες μετά από λίγες δεκαετίες η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την τάση.

Και γιατί όχι, θα έλεγε κάποιος. Άλλωστε επί αιώνες η Δύση συσσώρευσε ευμάρεια εκμεταλλευόμενη τον υπόλοιπο κόσμο. Σωστό αυτό, αλλά δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τη ριζική μείωση που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία στο βιοτικό επίπεδο που έχουν συνηθίσει οι πολίτες της Δύσης, περιλαμβανομένων τις τελευταίες δεκαετίες και των Ελλήνων.

Κι όπως έχει συχνά αποδειχτεί, όταν κινδυνεύει το βιοτικό τους επίπεδο, όταν καλπάζει η ανεργία, ακόμη και πράοι, φιλήσυχοι άνθρωποι τείνουν να γίνουν περισσότερο απόλυτοι, περισσότερο επιρρεπείς στη μισαλλοδοξία και στον ρατσισμό.

Οι δημοκρατικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η διαφαινόμενη ανισορροπία σίγουρα δεν περιλαμβάνουν την επάνοδο στον προστατευτισμό ή την επιστροφή σε αποικιοκρατικά μέτρα και πρακτικές.

Δεν αποτελούν όμως και πεδίο εφαρμογής «εθνικών πολιτικών».

Η αναστροφή ορισμένων όψεων της παγκοσμιοποίησης, η βελτίωσή της με επιμέρους μέτρα (ενάντια, για παράδειγμα, στους φορολογικούς παραδείσους και σε χώρες όπου η «εργασία» ελάχιστα απέχει από τη δουλοπαροική σχέση), ασχέτως αν ξεκινήσει από ορισμένους ισχυρούς «παίκτες», προϋποθέτει υιοθέτηση από την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.

Αυτή ακριβώς η κατάσταση, ήτοι η αδυναμία αποτελεσματικής «εθνικής» πολιτικής, σε θέματα που είναι πλέον διεθνοποιημένα, όπως η οικονομία, είναι που έχει προκαλέσει την αμηχανία και την αναποτελεσματικότητα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταδιακά δεν προκαλεί αντίστοιχη αμηχανία και σε κεντροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, που ακόμη μασούν την καραμέλα των «κρατικών χρεών».

Γι' αυτό άλλωστε και αναπτύσσονται ακραίοι πολιτικοί σχηματισμοί. Πατούν στην αδυναμία χάραξης κυρίαρχης πολιτικής και πρεσβεύουν είτε την επαναφορά στο μοντέλο του «εθνικιστικού» κυρίαρχου κράτους (με πολλά στοιχεία ξενοφοβίας και ρατσισμού) είτε έναν κομμουνιστικό διεθνισμό, που έχει ήδη αποδειχθεί αποτυχημένος.

Το αντίδοτο βρίσκεται στη διεθνή συνεργασία. Οι επιζήμιες όψεις της παγκοσμιοποίησης δεν πρόκειται να ανατραπούν παρά μόνο με «διεθνοποιημένες» αποφάσεις με τις οποίες θα συνταχθούν ισχυρές πλειοψηφίες.

Υπό το πρίσμα αυτό, η διαμάχη που έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στην καταφανώς γερασμένη Σοσιαλιστική Διεθνή και στην προς ώρας αμφιλεγόμενη Προοδευτική Συμμαχία, που κυοφορεί το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα SPD, με την υποστήριξη των εξ Αμερικής Δημοκρατικών αλλά και του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Κάποιοι προφανώς έχουν αντιληφθεί τη νέα τροπή των πραγμάτων και προετοιμάζονται πλέον για τη διαμόρφωση διεθνών συσχετισμών.
Όσο κι αν θέλουμε να ισχυριστούμε το αντίθετο, εμείς οι Έλληνες το έχουμε στο αίμα μας να ψάχνουμε την «ευκαιρία», το «σιγουράκι», για να πιάσουμε την... καλή.

Να βρούμε αυτό το κάτι από το οποίο θα κερδίσουμε, ει δυνατόν χωρίς να έχει προηγηθεί κοπιαστική έρευνα ή προσπάθεια. Έτσι, πολύ συχνά αυτή η κλίση που δυστυχώς κατά κανόνα δεν συνοδεύεται από το απαραίτητο αισθητήριο, τη γνώση, το ταλέντο ή την εμπειρία, καταλήγει σε μια ακραία εκδοχή της λαϊκής ρήσης «δώσε κι εμένα, μπάρμπα».

Είτε πρόκειται για τα βιντεοκλάμπ της δεκαετίας του '80, τις τζελατερίες της δεκαετίας του '90, τα φωτοβολταϊκά των προηγούμενων ετών, την επένδυση στο χρηματιστήριο είτε για τη δημιουργία site στο διαδίκτυο, τα σημεία είναι κοινά.

Κάποιοι είδαν πρώτοι το φως, μπήκαν κι έβγαλαν πολλά λεφτά. Κάποιοι άλλοι, περισσότεροι, τους ακολούθησαν και πήγαν καλά. Και κάποιοι άλλοι, πολύ περισσότεροι, είδαν ότι το όποιο εγχείρημα έχει χρήμα κι αποφάσισαν να ακολουθήσουν χωρίς να σταθμίσουν τα δεδομένα, το ρίσκο, τον κορεσμό της αγοράς ή να ερευνήσουν το θέμα ορθολογικά.

Κι αυτοί, οι τελευταίοι, την πατάνε διότι μπαίνουν «στον χώρο» την ώρα που οι πρώτοι που ασχολήθηκαν είτε έχουν πιάσει τα πόστα είτε πουλάνε για να περάσουν σε έναν άλλον ανεκμετάλλευτο χώρο.

Αυτή η τάση μας να θέλουμε να καβαλήσουμε το κύμα, αδιαφορώντας αν έχει ήδη φουσκώσει πολύ, ή αν έχει αρχίσει να σκάει στην παραλία, είναι ακόμη πιο επικίνδυνη στη σημερινή συγκυρία.

Διότι ακόμη κι αν πριν από την κρίση η αγορά «συγχωρούσε» ιδίως στον καταναλωτικό τομέα, λόγω της υπερκατανάλωσης που μας διέκρινε, τώρα το επιχειρηματικό και το επενδυτικό παιχνίδι είναι μόνο για μελετημένους.

Είτε πρόκειται για μεγάλα ψάρια είτε για μικρά.

Η είσοδος σε μια αγορά, είτε επενδυτική είτε επιχειρηματική, χωρίς γνώσεις, χωρίς μελέτη, απλώς και μόνο γιατί είδαμε κάποιους άλλους να πετυχαίνουν, κατά κανόνα δεν φέρνει όφελος. Τουναντίον, τείνει να καταστρέψει την αγορά, ιδίως όταν τα εμπόδια εισόδου είναι χαμηλά. Ενίοτε δημιουργεί φούσκες και χαρίζει κέρδη.

Το τέλος όμως είναι πάντα το ίδιο.

Πάντα έρχεται το ξεφούσκωμα. Και τότε κατά κανόνα βγαίνουν κερδισμένοι εκείνοι που ήξεραν την αγορά, ήξεραν γιατί μπήκαν και πώς να παραμείνουν ή να φύγουν.

Οι υπόλοιποι ανακαλύπτουν ότι ο μπάρμπας έδωσε μουντζούρη.
v