Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κράτος ως οντότητα ήταν πράγματι κυρίαρχο, καθώς η εξάρτησή του από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πολύ πιο περιορισμένη σε σχέση με τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Αυτό έδινε την ευκαιρία στους ηγέτες του κάθε κράτους να ασκούν πολιτική με σχετικά περιορισμένες διεθνείς επιδράσεις. Σήμερα ισχύει μάλλον το αντίθετο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τις προδιαγραφές κίνησης στις περισσότερες ουσιώδεις πολιτικές τις θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή λειτουργεί σε οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και επενδύσεων, η δυνατότητα εξασφάλισης φθηνής εργασίας αλλά και η επίδραση της τεχνολογίας στην παροχή προϊόντων, πληροφοριών και υπηρεσιών, ακόμη και σε θέματα άμυνας-ασφάλειας, έχουν μεταβάλει άρδην την πραγματικότητα.
Κομβικό σημείο της όλης διαδικασίας, σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες της Δύσης, φαίνεται πως ήταν το άνοιγμα των μεγάλων αναδυόμενων αγορών.
Με κορυφή του παγόβουνου την Κίνα. Προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στον
κορεσμό των εσωτερικών τους αγορών (πόσο συχνά μπορούμε να αλλάζουμε αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, κινητά και άλλα «διαρκή» αγαθά;), οι ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου πρακτικά ήταν υποχρεωμένες να «ανοίξουν» νέες μεγάλες αγορές, για να πουλήσουν προϊόντα.
Το τίμημα όμως ήταν υψηλό. Λόγω του μεγέθους των «πελατών» αλλά και του διαγκωνισμού μεταξύ όσων ήθελαν να εισέλθουν στην αγορά τους, οι αναδυόμενοι πελάτες αποκτούσαν και αποκτούν ολοένα και περισσότερη τεχνογνωσία. Οι πελάτες έγιναν ήδη παραγωγοί, εξαγωγείς και σε πολλούς τομείς
αδυσώπητοι ανταγωνιστές. Παρά το γεγονός ότι η Ιστορία σπάνια εξελίσσεται με τον ευθύγραμμο τρόπο που απεικονίζουν οι οικονομικές προβολές (η κατάληξη του «οικονομικού θαύματος» της
Ιαπωνίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα), οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες μετά από λίγες δεκαετίες η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την τάση.
Και γιατί όχι, θα έλεγε κάποιος. Άλλωστε επί αιώνες η Δύση συσσώρευσε ευμάρεια εκμεταλλευόμενη τον υπόλοιπο κόσμο. Σωστό αυτό, αλλά δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τη ριζική μείωση που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία στο
βιοτικό επίπεδο που έχουν συνηθίσει οι πολίτες της Δύσης, περιλαμβανομένων τις τελευταίες δεκαετίες και των Ελλήνων.
Κι όπως έχει συχνά αποδειχτεί, όταν κινδυνεύει το βιοτικό τους επίπεδο, όταν καλπάζει η ανεργία, ακόμη και πράοι, φιλήσυχοι άνθρωποι τείνουν να γίνουν περισσότερο απόλυτοι, περισσότερο επιρρεπείς στη μισαλλοδοξία και στον ρατσισμό.
Οι δημοκρατικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η διαφαινόμενη ανισορροπία σίγουρα δεν περιλαμβάνουν την επάνοδο στον προστατευτισμό ή την επιστροφή σε αποικιοκρατικά μέτρα και πρακτικές.
Δεν αποτελούν όμως και πεδίο εφαρμογής «εθνικών πολιτικών».
Η αναστροφή ορισμένων όψεων της παγκοσμιοποίησης, η βελτίωσή της με επιμέρους μέτρα (ενάντια, για παράδειγμα, στους φορολογικούς παραδείσους και σε χώρες όπου η «εργασία» ελάχιστα απέχει από τη δουλοπαροική σχέση), ασχέτως αν ξεκινήσει από ορισμένους ισχυρούς «παίκτες», προϋποθέτει υιοθέτηση από την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.
Αυτή ακριβώς η κατάσταση, ήτοι η
αδυναμία αποτελεσματικής «εθνικής» πολιτικής, σε θέματα που είναι πλέον διεθνοποιημένα, όπως η οικονομία, είναι που έχει προκαλέσει την αμηχανία και την αναποτελεσματικότητα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταδιακά δεν προκαλεί αντίστοιχη αμηχανία και σε κεντροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, που ακόμη μασούν την καραμέλα των «κρατικών χρεών».
Γι' αυτό άλλωστε και αναπτύσσονται ακραίοι πολιτικοί σχηματισμοί. Πατούν στην αδυναμία χάραξης κυρίαρχης πολιτικής και πρεσβεύουν είτε την επαναφορά στο μοντέλο του «εθνικιστικού» κυρίαρχου κράτους (με πολλά στοιχεία ξενοφοβίας και ρατσισμού) είτε έναν κομμουνιστικό διεθνισμό, που έχει ήδη αποδειχθεί αποτυχημένος.
Το αντίδοτο βρίσκεται στη διεθνή συνεργασία. Οι επιζήμιες όψεις της παγκοσμιοποίησης δεν πρόκειται να ανατραπούν παρά μόνο με «διεθνοποιημένες» αποφάσεις με τις οποίες θα συνταχθούν ισχυρές πλειοψηφίες.
Υπό το πρίσμα αυτό, η διαμάχη που έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στην καταφανώς γερασμένη
Σοσιαλιστική Διεθνή και στην προς ώρας αμφιλεγόμενη
Προοδευτική Συμμαχία, που κυοφορεί το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα SPD, με την υποστήριξη των εξ Αμερικής Δημοκρατικών αλλά και του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Κάποιοι προφανώς έχουν αντιληφθεί τη νέα τροπή των πραγμάτων και προετοιμάζονται πλέον για τη
διαμόρφωση διεθνών συσχετισμών.