Η Κίνα είναι απίθανο να εισβάλλει στην Ταϊβάν τα επόμενα 5-10 χρόνια, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τη συλλογιστική της Κίνας προς μια πιο επιθετική στρατηγική.
Με βάση αποκλειστικά μια ανάλυση στρατηγικού κόστους-οφέλους των πάντων, από τα οικονομικά και τα πολιτικά μέχρι τις τεχνολογικές εκτιμήσεις και τη δυναμική των συμμαχιών, φαίνεται πιθανό πως το Πεκίνο θα καθυστερήσει μια εισβολή στην Ταίβάν για χρόνια, αν όχι δεκαετίες.
Στο μεταξύ, το Πεκίνο θα επιχειρήσει να εξαναγκάσει την Ταϊβάν να εγκαταλείψει τα όνειρά της για κυριαρχία και να πείσει τη Δύση πως δεν αξίζει μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Αν, ωστόσο, μυριάδες γεωπολιτικοί παράγοντες ωθήσουν την Κίνα προς την κλιμάκωση, τότε η Κίνα θα χρησιμοποιήσει τακτικές εξαναγκασμού όπως οι ευρείες κυβερνοεπιθέσεις κατά της Ταϊβάν, ένας de facto αποκλεισμός των λιμένων της Ταϊβάν (μια παρατεταμένη εκδοχή των στρατιωτικών ασκήσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ Νάνσι Πελόσι τον Αύγουστο), ένας εμπορικός πόλεμος που θα στοχεύει στις ταϊβανέζικες εξαγωγές εκτός ηλεκτρονικών, ή ένας περιορισμός του εμπορίου ουσιωδών αγαθών με τα νησιά Kinmen ή Matsu της Ταϊβάν που βρίσκονται λίγα μίλια από τις κινεζικές ακτές. Μακροπρόθεσμα, οι κινεζικές αρχές πιστεύουν πως η δύναμη των ΗΠΑ βρίσκεται σε πτώση και πως η δύναμη της Κίνας αυξάνεται, και ως εκ τούτου ο χρόνος είναι με το μέρος τους.
Οι παρακάτω περιορισμοί καθιστούν το ενδεχόμενο μιας εισβολής στην Ταϊβάν απίθανο βραχυπρόθεσμα:
-Στρατιωτική υπεροχή: Η στρατιωτική δύναμη της Κίνας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω των αυξημένων δαπανών και την εξέλιξη της τεχνολογίας, ενώ ο στρατός των ΗΠΑ έχει επεκταθεί πολύ γεωπολιτικά και έχει επιβαρυνθεί υπέρμετρα με ανθρώπινο κεφάλαιο και κόστη συντήρησης σε βάρος της τεχνολογικής έρευνας. Ωστόσο, μια εισβολή τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα η Δύση να επιβάλλει βαριές εμπορικές και χρηματοοικονομικές κυρώσεις στην Κίνα που θα δημιουργούσαν «κρατήρα» στην κινεζική οικονομία, δεδομένου του βάθους της εξάρτησής της από τις αγορές της Δύσης.
-Κόστη εισβολής: Επιπλέον, ο στρατός της Κίνας πιθανότατα δεν είναι ακόμα έτοιμος για την εισβολή, καθώς μια μεγάλη εισβολή θα ήταν ένας ηράκλειος άθλος ενώ υπάρχει πιθανότητα αμερικανικής, ιαπωνικής και αυστραλιανής στρατιωτικής επέμβασης, για να μην αναφέρουμε την πιθανότητα εμπλοκής του ΝΑΤΟ. Η συντριπτική απώλεια μεγάλου αριθμού στρατιωτικών assets από μόνη της, που συσσωρεύτηκε μετά από δεκαετίες στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, μπορεί να είναι αρκετή για να πείσει την Κίνα να μην εισβάλλει, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας όταν η Κίνα θα έχει καλύτερες δυνατότητες και συνεπώς καλύτερες πιθανότητες να πετύχει τετελεσμένα στην Ταϊβάν.
-Κίνδυνος αποτυχίας: Η εσωτερική πολιτική μπορεί επίσης να μεταπείσει το Πεκίνο ώστε να μην προχωρήσει σε εισβολή, καθώς η αποτυχία να καταλάβει στρατιωτικά την Ταϊβάν θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος –ή τουλάχιστον του νυν ηγέτη, του προέδρου Σι. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Σι θα επιπλήττονταν για την αποτυχία επίτευξης της λεγόμενης επανένωσης τη Κίνας, που αποτελεί μια από τις μεγάλες αποστολές του Κόμματος από τότε που ιδρύθηκε, το 1949.
-Τεχνολογική εξάρτηση: Η Κίνα εξαρτάται από τις ταϊβανέζικες εξαγωγές ημιαγωγών high-end, και οι καταστροφές που θα δημιουργούσε μια εισβολή (για να μην αναφέρουμε τα δυνητικά σχέδια της ίδιας της Ταϊβάν να αχρηστεύσει εργοστάσια παρά να τα παραδώσει στο Πεκίνο) θα μπορούσαν να φέρουν δεκαετίες πίσω την τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας.
Παρά τους περιορισμούς αυτούς, υπάρχουν μια σειρά από μακροπρόθεσμους στρατηγικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη στρατιωτική δράση κατά της νήσου μια ελκυστική επιλογή για το Πεκίνο. Ένας συνδυασμός των παραγόντων αυτών θα μπορούσε να ωθήσει την Κίνα να επιταχύνει το χρονοδιάγραμμά της για μια εισβολή στην Ταϊβάν πολύ νωρίτερα από το 2049, που είναι το τωρινό ορόσημο του Σι για να πετύχει η Κίνα την εθνική αναγέννηση, εν μέρει μέσω της επανένωσης με την Ταϊβάν.
-Κακή πληροφόρηση: Ο Σι έχει χρησιμοποιήσει την εκστρατεία του κατά της διαφθοράς για να διώξει τους πολιτικούς αντιφρονούντες και να περιστοιχιστεί από υποτακτικούς τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτό σημαίνει πως η ροή της πληροφόρησης που έχει ενδέχεται να μεροληπτεί σε μεγάλο βαθμό προς την επιβεβαίωση, κάτι που κινδυνεύει να οδηγήσει την Κίνα σε ακατάλληλες κινήσεις πολιτικής.
-Στρατιωτική απειρία: Οι περισσότεροι Κινέζοι στρατηγοί δεν έχουν πολεμήσει ποτέ, ενώ ελάχιστοι πολέμησαν στην τελευταία μεγάλη σύρραξη της Κίνας, τον σινοβιετναμέζικο πόλεμο του 1979, που προηγήθηκε του εκσυγχρονισμού του κινεζικού στρατού. Έτσι, τα συστήματα της Κίνας στο πεδίο της μάχης, ιδιαίτερα τα συστήματα κοινών επιχειρήσεων που προβλέπονται με βάση πανεθνικό συντονισμό στρατιωτικών θεάτρων, δεν έχουν δοκιμαστεί στη μάχη και οι στρατιώτες και στρατηγοί της δεν γνωρίζουν τις πραγματικές τους ικανότητες πέραν της εκπαίδευσης, των ασκήσεων και της παρατήρησης των στρατιωτικών εμπλοκών άλλων χωρών. Ως αποτέλεσμα, οι ηγέτες του κινεζικού στρατού μπορεί να μην έχουν καλή αντίληψη των ικανοτήτων τους στο πεδίο της μάχης, ενώ ο εθνικισμός μέσω της προπαγάνδας μπορεί να προσθέσει μια ασυγκράτητη αισιοδοξία στην άγνοια αυτή.
-Η εικόνα που έχει ο Σι για τον εαυτόν του: Ο Σι θεωρεί πως παίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία της Κίνας, έχοντας κατοχυρώσει την «Σκέψη Σι» στο σύνταγμα του Κόμματος (μαζί με τη «Σκέψη Μάο») και θεωρεί τον εαυτόν του ως τον «πηδαλιούχο» της μεγάλης αναγέννησης της Κίνας και μετατροπής της στην ηγετική υπερδύναμη του κόσμου. Ο Σι ενσωμάτωσε επίσης πλήρως τα «Δυο Κατεστημένα» -που τον τοποθετούν στον πυρήνα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της ιδέες του ως θεμέλιο της «νέας εποχής» της Κίνας- σε όλη την κρατική πολιτική. Έτσι, ο ισχυρισμός του πως η εθνική αναγέννηση της Κίνας εξαρτάται από την επανένωση με την Ταϊβάν μπορεί να του δώσει κίνητρο για να επιχειρήσει να κάνει σημαντική πρόοδο στο «ζήτημα της Ταϊβάν» για να παγιώσει την κληρονομιά του.
-Ο φόβος της οικονομικής πτώσης: Μια περίοδος συνεχιζόμενης οικονομικής πτώσης θα μπορούσε να οδηγήσει το Πεκίνο να θεωρήσει πως ο χρόνος δεν είναι πλέον με το μέρος του σε ό,τι αφορά την άνοδο της Κίνας και την πτώση της Δύσης, και ως εκ τούτου πως η ικανότητα της Κίνας να ανακαταλάβει την Ταϊβάν μπορεί να βρίσκεται στο ζενίθ της. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια λογική «ή τώρα ή ποτέ» σε ό,τι αφορά μια εισβολή στην Ταϊβάν, ιδιαίτερα δεδομένου του πιο επιθετικού ταμπεραμέντου του Σι (συγκριτικά με τους προηγούμενους ηγέτες) και των ανησυχιών αναφορικά με την προσωπική του κληρονομιά.
-Ο επανεξοπλισμός της Ταϊβάν: Όσο περισσότερο περιμένει το Πεκίνο για να επιτεθεί στην Ταϊβάν, τόσο περισσότερα όπλα θα μπορεί να συγκεντρώσει η Ταϊπέι μέσω των συμφωνιών της για την ασφάλεια, όπως η ύψους 1,1 δισ. δολαρίων συμφωνία με τις ΗΠΑ για τα εξοπλιστικά που υπεγράφη στις 6 Σεπτεμβρίου. Για να αποτρέψει αυτή τη στρατηγική της «δηλητηριώδους γαρίδας», όπου η Ταϊβάν γίνεται πολύ κοστοβόρα για να πραγματοποιηθεί μια εισβολή, το Πεκίνο μπορεί να επιλέξει να κινηθεί στρατιωτικά κατά της Ταϊβάν νωρίτερα, παρά αργότερα.
-Η πολιτικοποίηση της Ταϊβάν: Με κάθε γενιά, ο λαός της Ταϊβάν αντιτίθεται όλο και περισσότερο στο να ζει υπό κινεζική εξουσία. Εν τω μεταξύ, το αντιπολιτευτικό κόμμα Kuomintang στην Ταϊβάν, που είναι παραδοσιακά φιλικό προς το Πεκίνο, χάνει έδαφος στις εκλογές και δεν προσαρμόζεται καλά σε αυτή τη στροφή του ταϊβανέζικου αισθήματος υπέρ της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, το Πεκίνο μπορεί να έχει κίνητρο να εισβάλλει νωρίτερα, προτού ο λαός ταχθεί ακόμα περισσότερο κατά της Κίνας και γίνει δύσκολος να κυβερνηθεί, όπως αντίστοιχα έγινε με το φιλοδημοκρατικό «στρατόπεδο» στο Χονγκ Κονγκ.
Υπάρχουν και πιο βραχυπρόθεσμα γεγονότα τακτικής που θα μπορούσαν επίσης να κινητοποιήσουν την Κίνα να κλιμακώσει τη στρατιωτική της δράση κατά της Ταϊβάν και να αλλάξει μόνιμα το status quo της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δυο περιοχών, όπως έδειξε η πρόσφατη επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόσι, στην Ταϊπέι. Η επίσκεψη που πραγματοποίησε η Πελόσι στις 2-3 Αυγούστου ώθησε το Πεκίνο να προχωρήσει σε στρατιωτικά γυμνάσια με πραγματικά πυρά σε περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά από ποτέ στις ακτές της Ταϊβάν –δείχνοντας την ικανότητα της Κίνας να επιβάλλει αποκλεισμό των λιμένων της Ταϊβάν- και να περάσει τη μέση γραμμή των Στενών της Ταϊβάν. Παρόμοια γεγονότα μπορεί να οδηγήσουν την Κίνα να κλιμακώσει τη χρήση οικονομικού και στρατιωτικού εξαναγκασμού κατά της Ταίβάν, κάτι που θα ωθούσε την Κίνα σε περαιτέρω κλιμάκωση προς μια εισβολή.
Άλλα ιδιαίτερα προκλητικά γεγονότα, ωστόσο, θα μπορούσαν να ωθήσουν την Κίνα να εγκαταλείψει τελείως τον εξαναγκασμό, προς όφελος μιας στρατιωτικής εισβολής σε επιταχυμένο χρονοδιάγραμμα.
-Επισκέψεις υψηλού επιπέδου: Όπως συνέβη και με την επίσκεψη της Πελόσι, άλλοι σημαντικοί παγκόσμιοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων αρχηγών κοινοβουλίων ή ακόμη και αρχηγών κρατών, θα μπορούσαν να επισκεφθούν την Ταϊβάν για πολιτικούς λόγους, παρά τις προειδοποιήσεις των συμβούλων εθνικής ασφάλειας. Η Κίνα θα μπορούσε για άλλη μια φορά να χρησιμοποιήσει άτυπους τρόπους για να επικοινωνήσει τις πρωτοφανείς κινήσεις στρατιωτικού εξαναγκασμού στις οποίες θα προέβαινε (π.χ. τη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ταϊβάν με την οποία απείλησε πριν από την επίσκεψη Πελόσι) για να αποτρέψει ή να τιμωρήσει αυτές τις ενέργειες.
-Νομοσχέδια του Κογκρέσου: Όπως και ο νόμος για την πολιτική της Ταϊβάν που κυκλοφορεί επί του παρόντος στη Γερουσία των ΗΠΑ, ο οποίος θα όριζε την Ταϊβάν ως σημαντικό σύμμαχο εκτός του ΝΑΤΟ, άλλα νομοθετικά σώματα θα μπορούσαν να εγκρίνουν νομοσχέδια που θα ανέτρεπαν την αμήχανη σταθερότητα στα στενά της Ταϊβάν. Η πτέρυγα του ίδιου του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είναι μια σημαντική πηγή τέτοιων ανατρεπτικών νομοσχεδίων, αν και η πτέρυγα του DPP που τάσσεται υπέρ του status quo συνήθως αντικρούει τις νομοθετικές του προσπάθειες. Τέτοιες προσπάθειες θα μπορούσαν επίσης να ωθήσουν την Κίνα να ενισχύσει τον στρατιωτικό της εξαναγκασμό στην Ταϊβάν (π.χ. μέσω ασκήσεων με πραγματικά πυρά).
-Κινεζικός εθνικισμός: Καθώς το Πεκίνο βασίζεται περισσότερο στη φιλοκινεζική προπαγάνδα και τα αντιδυτικά μηνύματα για να εκτρέψει την εσωτερική κριτική για αποτυχίες της πολιτικής (π.χ. η πολιτική "μηδενικού Covid") και την εξωτερική κριτική για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. στο Xinjiang), οι ζηλωτές Κινέζοι εθνικιστές θα μπορούσαν να πιέσουν το Πεκίνο με διαδηλώσεις που θα καλούσαν την κυβέρνηση να αναλάβει επιθετική δράση προς την Ταϊβάν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέους κινεζικούς εμπορικούς περιορισμούς ή στρατιωτικές δραστηριότητες γύρω από το νησί.
-Τυχαία σύγκρουση: Ο αυξημένος ρυθμός των στρατιωτικών υπερπτήσεων της Κίνας πάνω από τη ζώνη αναγνώρισης αεράμυνας (ADIZ) της Ταϊβάν, καθώς και οι πτήσεις και οι ναυτικές πλεύσεις πέρα από τη μέση γραμμή των Στενών της Ταϊβάν, προκαλούν τακτικά στρατιωτικές αντιδράσεις της Ταϊβάν. Οι συναντήσεις αυτές ενέχουν τον κίνδυνο συγκρούσεων από ατύχημα, ιδίως δεδομένης της πρόσφατης τολμηρής τακτικής των Κινέζων πιλότων μαχητικών αεροσκαφών, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτική κρίση ανάλογη με το περιστατικό με το κατασκοπευτικό αεροπλάνο EP-3 του 2001, ιδίως εάν υπάρξει απώλεια ανθρώπινων ζωών.
-Οι κόκκινες γραμμές της Κίνας: Το Πεκίνο έχει μια σειρά από πολιτικές "κόκκινες γραμμές" που, αν ξεπεραστούν, θα αυξήσουν την αντίληψη της απειλής που έχει για την Ταϊβάν, ώστε να δικαιολογηθεί η κλιμάκωση, φτάνοντας ενδεχομένως μέχρι και μια εισβολή. Στις «κόκκινες γραμμές» περιλαμβάνονται μια επίσημη αμυντική συμφωνία των ΗΠΑ με την Ταϊβάν, η στάθμευση αμερικανικών στρατευμάτων στην Ταϊβάν (όπως οι βάσεις στην Οκινάουα), η εγκατάλειψη της στρατηγικής ασάφειας από την Ουάσιγκτον υπέρ μιας ξεκάθαρης θέσης σχετικά με το ποιες ακριβώς κινεζικές ενέργειες θα προκαλούσαν στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ για λογαριασμό της Ταϊβάν, η κήρυξη συνταγματικής ανεξαρτησίας από την Ταϊβάν, η νίκη ενός υποψηφίου που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας στις προεδρικές εκλογές της Ταϊβάν το 2024, η επ' αόριστον αποχώρηση και των δύο κύριων πολιτικών κομμάτων της Ταϊβάν από οποιεσδήποτε μελλοντικές συνομιλίες επανένωσης με την Κίνα και η παγκόσμια αναγνώριση της Ταϊβάν ως κυρίαρχης χώρας.
Τι να προσέξετε
Διάφορα γεγονότα θα μπορούσαν να υποδείξουν αλλαγές σε αυτούς τους μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους παράγοντες μιας πιθανής εισβολής και στο status quo των σχέσεων Κίνας-Ταϊβάν. Θα είναι σημαντικό να προσέξουμε τα ακόλουθα γεγονότα καθώς οι εντάσεις Κίνας-Ταϊβάν συνεχίζουν να αναπτύσσονται, διότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν κινεζική δράση ή, στη χειρότερη περίπτωση, να κλιμακωθούν σε μια πλήρη εισβολή.
-Διαδηλώσεις: Η Κίνα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει διαδηλώσεις με εκατοντάδες συμμετέχοντες έξω από βασικές πρεσβείες ή προξενεία των ΗΠΑ ή της Ευρώπης σε μεγάλες πόλεις της Κίνας, όπως το Πεκίνο, η Σαγκάη ή η Γκουανγκζού.
-Οργανωτική εισδοχή: Σημαντικοί διεθνείς οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θα μπορούσαν να αποφασίσουν να δεχθούν την Ταϊβάν ως μέλος, παρόλο που η Κίνα κανονικά προϋποθέτει την αποκλεισμό της Ταϊβάν ως μέλους.
-Διεθνής αναγνώριση: Οι ΗΠΑ και άλλες χώρες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τις δικές τους εκδοχές της ασαφούς πολιτικής της "μίας Κίνας", υποδεικνύοντας ουσιαστικά πως αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως κυρίαρχη χώρα. Σε μια λιγότερο ακραία περίπτωση, περισσότερες χώρες θα μπορούσαν να ιδρύσουν "γραφεία εκπροσώπησης της Ταϊβάν", όπως έκανε η Λιθουανία τον Νοέμβριο του 2021, κάτι που το Πεκίνο παρομοιάζει με την αναγνώριση της κυριαρχίας της Ταϊβάν.
-Πωλήσεις όπλων: Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κλιμακώσουν τις πωλήσεις όπλων τους στην Ταϊβάν τόσο ώστε να μεταβάλουν την ισορροπία ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών ή να απειλήσουν την παράκτια ασφάλεια της Κίνας (π.χ. μέσω της πώλησης υπερηχητικών πυραύλων).
-Ιδιαιτερότητα της αμερικανικής πολιτικής: Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τις πρόσφατες δηλώσεις περί δέσμευσης των ΗΠΑ να υπερασπιστούν την Ταϊβάν από μια "άνευ προηγουμένου επίθεση", καθορίζοντας ακριβώς ποιες κινεζικές δραστηριότητες θα προκαλούσαν την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση.
-Κλιμάκωση της ρητορικής: Ο Σι θα μπορούσε να προβεί σε πρόσθετες δηλώσεις που να δείχνουν ότι η επανένωση της Ταϊβάν είναι απαραίτητη για την εθνική ανάπτυξη της Κίνας και θα μπορούσε να συνδέσει την επανένωση με άλλους εθνικούς στόχους (όπως οι στόχοι της Κίνας για τεχνολογική υπεροχή σε βασικούς τομείς).
-Βραδεία οικονομική ανάπτυξη: Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας θα μπορούσε να παραμείνει κάτω από το 3% για χρόνια, ενώ η ανεργία των νέων παραμένει υψηλή σε ποσοστό περίπου 20% και οι τιμές πώλησης ακινήτων παραμένουν στάσιμες.