Περιπτώσεις-πιλότοι για το πώς μπορούν να αναδιαρθρωθούν υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις τράπεζες οι Νηρεύς και Σελόντα, μετά τα αποτελέσματα χρήσης 2016.
Οι δύο όμιλοι ιχθυοκαλλιεργειών πέρασαν υπό τον έλεγχο των τραπεζών, μέσω μερικής μετοχοποίησης δανειακών υποχρεώσεων, στα τέλη του 2015. Εγκαταστάθηκε νέα διοίκηση στη Σελόντα, έγιναν μικρές αλλαγές στη διοίκηση της Nηρεύς (σ.σ. παρέμεινε ως CEO ο Α. Χαχλάκης) και ξεκίνησε η επιχείρηση αναδιάρθρωσης.
Οι οικονομικές τους επιδόσεις, κατά την περσινή χρονιά, την πρώτη πλήρη χρήση υπό τον έλεγχο των τραπεζών, δείχνουν τη σημαντική δουλειά που συντελέστηκε.
Ο όμιλος Νηρέα έκλεισε τη χρονιά με πωλήσεις 197,8 εκατ. ευρώ (+6,7%), EBITDA προ της αποτίμησης των βιολογικών αποθεμάτων 27,3 εκατ. ευρώ (+22,4%) και καθαρά κέρδη 10,9 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για επιδόσεις (τζίρος και EBITDA) ρεκόρ στην πολύχρονη ιστορία του ομίλου.
Και αν η Nηρεύς ήταν ένα σχετικά… στρωμένο μαγαζί, όταν πέρασε υπό τον έλεγχο των τραπεζών, η περίπτωση της Σελόντα είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική καθώς, αφενός, οι αλλαγές στο management team ήταν σαρωτικές (νέος CEO o Μιχ. Παναγής), αφετέρου, απορρόφησε πέρσι και τα στοιχεία ενεργητικού και μέρους του παθητικού της Δίας.
Παρά το γεγονός ότι έπαψε να ενοποιεί πλήρως την εταιρεία Περσεύς (σ.σ. την αποτίμησε το 2016 με τη μέθοδο της καθαρής θέσης), ο τζίρος της Σελόντα ανήλθε στα 168 εκατ. (+13%), τα EBITDA προ αποτίμησης βιολογικών αποθεμάτων στα 15 εκατ., τα EBITDA μετά την επιμέτρηση των βιολογικών αποθεμάτων στα 19,38 εκατ ευρώ (+67%) και τα καθαρά κέρδη στα 2,4 εκατ. ευρώ (+121%).
Αν, μάλιστα, ήλεγχε το 100% της Περσεύς, ήταν, δηλαδή, ένας καθετοποιημένος όμιλος όπως η Nηρεύς, τα EBITDA θα ήταν ενισχυμένα κατά 3,7 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός ότι αμφότεροι οι όμιλοι εμφάνισαν βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας, σε μια χρονιά που «σημαδεύτηκε» από τη σημαντική μείωση της τιμής στην τσιπούρα (σ.σ. λόγω όξυνσης του ανταγωνισμού από τις τουρκικές εταιρείες) και την πενιχρή δυνατότητα αύξησης του δανεισμού για επενδύσεις, δείχνει και το μέγεθος του «νοικοκυρέματος».
Οι δύο όμιλοι επανατοποθετήθηκαν σε ξένες αγορές, με αποτέλεσμα να αυξήσουν τις εξαγωγές τους τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, μείωσαν τα κόστη παραγωγής (σ.σ. ως 8%) και συσκευασίας (σ.σ. ως 11%) καθώς και τα έξοδα διοίκησης, ενώ έτρεξαν καμπάνιες που ενίσχυσαν τις πωλήσεις συσκευασμένων προϊόντων στην εσωτερική αγορά.
Με αθροιστικά EBITDA, προ αποτίμησης βιολογικών αποθεμάτων, 42 εκατ. ευρώ και καθαρό δανεισμό περίπου 340 εκατ. ευρώ, μπορούν να πωληθούν από τις τράπεζες με μικρή περαιτέρω αναδιάρθρωση δανεισμού, συνεχίζοντας την αναπτυξιακή τους πορεία.
Ενδιαφέρον όπως έγραψε το Euro2day.gr υπάρχει τόσο από ανταγωνιστές, όσο και από private equity, παρά το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών εκτιμούν ότι κατά τη φετινή χρονιά τα EBITDA προ αποτίμησης βιολογικών αποθεμάτων των δύο εταιρειών μπορεί να είναι χαμηλότερα (σ.σ. γύρω στα 35 εκατ. ευρώ).
Μάλιστα κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές θα καλόβλεπαν τη διατήρηση των υφιστάμενων management teams.
Πλησιάζει η ώρα που οι τράπεζες πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους…