Άρθρο 99: Εξυγίανση αλά... ελληνικά!

Το Πτωχευτικό Δίκαιο και γιατί παράγει... πτωχά αποτελέσματα. Το βαρύ φορτίο του μεσολαβητή, οι τράπεζες και το πρόβλημα της καθυστέρησης. Η ποινική διαδικασία και οι αλλαγές. Του Αλ. Αθανασόπουλου.

  • Του Αλέξη Αθανασόπουλου*
Άρθρο 99: Εξυγίανση αλά... ελληνικά!
Όπως όλα τα πράγματα στη χώρα μας, έτσι και η διαδικασία εξυγιάνσεως των προβληματικών ελληνικών επιχειρήσεων, που κυρίως αφορά στην πράξη, αντιμετωπίζεται με προχειρότητα και κατά τρόπο που μάλλον περισσότερα προβλήματα και έριδες δημιουργεί, παρά τα επιλύει.

Κατ' αρχάς, οι προβλέψεις του Πτωχευτικού Κώδικα για τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη διαδικασία εξυγιάνσεως φαίνεται να είναι ρεαλιστικές και κοντά τόσο στην επιχειρηματική πραγματικότητα, όσο και στην προάσπιση των καλώς νοουμένων συμφερόντων των πιστωτών, είτε αυτοί είναι τράπεζες, είτε ιδιώτες, είτε και το Δημόσιο.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι το Δημόσιο και οι οργανισμοί του ουδέποτε συμμετέχουν - συμφωνούν με οποιαδήποτε διαδικασία εξυγιάνσεως. Για να ενταχθεί κάποιος στη διαδικασία θα πρέπει να συγκεντρώνει συμφωνία ποσοστού 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο, όμως, να περιλαμβάνεται και ποσοστό 40% των τυχόν εμπραγμάτως εξασφαλισμένων ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων.

Ευνοϊκή και ορθή πρέπει να θεωρείται και η δυνατότητα απευθείας διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, η κατάρτιση συμφωνιών και η υποβολή αυτών στο δικαστήριο προς επικύρωση, χωρίς τη χρονοβόρα διαδικασία του ανοίγματος της διαδικασίας, του ορισμού μεσολαβητή, των δι’ αυτού διαπραγματεύσεων κ.λπ., κ.λπ. Ο επιχειρηματίας και ο πιστωτής του γνωρίζουν καλύτερα από κάθε διορισμένο με δικαστική απόφαση διαμεσολαβητή τις ανάγκες και τις δυνατότητες της επιχείρησης, αλλά και τα περιθώρια και τις δυνατότητες του πιστωτή.

Γνωρίζονται, άλλωστε, πολύ περισσότερο καιρό, ώστε η πρακτική έχει δείξει ότι μπορούν καλύτερα να διαπραγματευτούν απευθείας. Ο χρόνος που χρειάζεται για να καταλάβει ο μεσολαβητής τα συνήθως πολύπλοκα θέματα κάθε μιας επιχειρήσεως λειτουργεί συχνά σε βάρος της βιωσιμότητάς της.

Αν τα δύο μέρη, δανειστής και οφειλέτης, δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους, κανένας μεσολαβητής δεν θα τους αλλάξει γνώμη. Άλλωστε, ο χρόνος που χρειάζεται για να ακολουθηθεί η διαδικασία με τον διορισμό μεσολαβητή είναι κατά πολύ μακρύτερος από τη διαδικασία της επικύρωσης της ήδη επιτευχθείσας συμφωνίας.

Αν ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να επιτύχει συμφωνία, είναι καλύτερα να το γνωρίζει χωρίς να υποβληθεί στα έξοδα της δικαστικής διαπιστώσεως του γεγονότος αυτού και έχοντας τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με μεγαλύτερη άνεση χρόνου, αν τη χρειάζεται, ή πολύ ταχύτερα, αν αυτό είναι εφικτό. Και, φυσικά, διαπραγματεύεται χωρίς τη δημοσιότητα της υποβολής αιτήσεως εξυγιάνσεως και τον ασφαλώς δυσμενή αντίκτυπο αυτού του γεγονότος στην αγορά για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία αυτή, από την κατάθεση της αιτήσεως μέχρι τη συζήτηση και την ολοκλήρωσή της.
 
Ίσως, λοιπόν, να είναι περιττή η διαδικασία του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγιάνσεως και να έπρεπε να παραμείνει μόνο η δυνατότητα επικυρώσεως της ήδη επιτευχθείσας συμφωνίας.

Σημαντικό πλεονέκτημα για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων είναι και η πρόβλεψη του Νόμου για δέσμευση του συνόλου των πιστωτών, από την επικύρωση της συμφωνίας, ανεξαρτήτως του αν έχουν λάβει μέρος σε αυτήν. Έτσι αποφεύγονται ανεδαφικές απαιτήσεις συγκεκριμένων πιστωτών στην πραγματική προσπάθεια εξυγιάνσεως μιας επιχειρήσεως, ενώ η διάταξη του νόμου ότι δεν θα πρέπει στη συμφωνία να υπάρχει πρόβλεψη για ικανοποίηση σε μικρότερο ποσοστό από αυτό που θα λάμβαναν οι μη συμβληθέντες πιστωτές, αν ρευστοποιούνταν η επιχείρηση άμεσα, εξασφαλίζει, σε πρακτικό επίπεδο, τους μη συμβληθέντες πιστωτές.
 
Μεγάλο πρόβλημα στην ορθή, από όλες τις απόψεις, εφαρμογή των σχετικών διατάξεων αποτελεί η δικαστηριακή πραγματικότητα και οι χρόνοι εκδικάσεως των υποθέσεων. Ως γνωστόν, ο χρόνος είναι χρήμα. Αν λοιπόν δεν μπορεί να προχωρήσει αμέσως, εντός λίγων ημερών, η διαδικασία, ιδίως όταν υπάρχει ήδη συμφωνία, τότε ενδεχομένως πολλές επιχειρήσεις να μην αντέξουν αυτήν την καθυστέρηση.

Θα έπρεπε, λοιπόν, τουλάχιστον οι επιτευχθείσες συμφωνίες να εισάγονται αμέσως προς συζήτηση, εντός λίγων ημερών από την κατάθεση, και η απόφαση να εκδίδεται επίσης αμέσως, δηλαδή εντός δεκαπέντε το πολύ ημερών. Άλλωστε, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, το μόνο που μένει προς κρίση είναι το επιχειρηματικό πλάνο και η εκτίμηση βιωσιμότητας της επιχειρήσεως.

Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς: Αν οι τράπεζες (διαδικασία χωρίς τράπεζες δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα) και μαζί τους η πλειονότητα των πιστωτών συμφωνούν ότι η επιχείρηση είναι βιώσιμη και ότι το επιχειρηματικό πλάνο βγαίνει, τι διαφορετικό μπορεί, στην πραγματικότητα, να κρίνει ο δικαστής; Προς τι λοιπόν η χρονοβόρα διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων; Αλλά και οι αναβολές των υποθέσεων αυτών θα πρέπει να μην υφίστανται. Προς τι η αναβολή επ’ αυτών των υποθέσεων;

Τέλος, πολύς λόγος έχει γίνει για τις ποινικού ενδιαφέροντος συνέπειες της επικύρωσης μιας συμφωνίας εξυγιάνσεως ή ακόμα και της καταθέσεως αιτήσεως εξυγιάνσεως ή του ανοίγματος της σχετικής διαδικασίας. Πρώτα απ’ όλα, μετά την τελευταία νομοθετική τροποποίηση με τον Ν. 4072/11.04.2012 προβλέπεται ότι η ποινική διαδικασία αναστέλλεται για τα αδικήματα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών.

Η αναστολή ισχύει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η συμφωνία, χωρίς να προσμετράται ο χρόνος αυτός στην παραγραφή των αδικημάτων. Σε περίπτωση δε πλήρους και εμπρόθεσμης εκπληρώσεως των προβλεπόμενων από τη συμφωνία υποχρεώσεων του οφειλέτη εξαλείφεται το αξιόποινο, δηλαδή ο οφειλέτης απαλλάσσεται των ποινικών κατηγοριών.

Πρόκειται για ορθή κατ' αρχάς ρύθμιση, που ήρθε να εξισορροπήσει την πρόχειρη διατύπωση του αμέσως προηγούμενου Ν. 4013/15.09.2011, όπου προέβλεπε την άμεση εξάλειψη του αξιοποίνου όλων των ανωτέρω αδικημάτων με την επικύρωση της συμφωνίας. Αυτό, φυσικά, σήμαινε ότι οι ποινικές ευθύνες εξαφανίζονταν ακόμα και αν ο οφειλέτης δεν τηρούσε τη συμφωνία. Αυτή την αδικία διόρθωσε ο τελευταίος νόμος.

Υπάρχει όμως και άλλη μία σημαντική διαφοροποίηση. Ο προηγούμενος νόμος του 2011 έκανε λόγο αορίστως για καθυστέρηση οφειλών προς το Δημόσιο, ενώ ο τελευταίος μιλά ρητώς μόνο για το άρθρο 25 του Ν. 1882/90. Έτσι, χωρίς αυτό να προβλέπεται ρητώς, είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για το αν ο προηγούμενος νόμος καταλάμβανε, εκτός από το πλημμέλημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το δημόσιο, και τη μη απόδοση παρακρατούμενων φόρων (ΦΠΑ, ΦΜΥ, τελωνειακούς δασμούς κ.λπ.).

Υποστηρίχθηκαν εξίσου και οι δύο απόψεις. Εν όψει του σύντομου βίου της προηγούμενης διάταξης και του χρόνου εκδόσεως των αποφάσεων, στην πράξη τελικώς δεν αντιμετωπίστηκε από τα δικαστήρια. Το ορθό, όμως, είναι ότι η προηγούμενη διάταξη, εν όψει και της γενικότητάς της, καταλάμβανε τα πάντα. Αυτό, όμως, δεν ισχύει πλέον, αφού η τελευταία διάταξη είναι σαφής.

Βεβαίως, πολλές φορές οι βεβαιωμένες οφειλές προς το δημόσιο, η μη πληρωμή των οποίων πληροί την αντικειμενική υπόσταση του πλημμελήματος, που προβλέπεται στη σχετική διάταξη, προέρχονται από παρακρατούμενους φόρους.

Γιατί, λοιπόν, αυτή η διάκριση, που είναι περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική; Προφανώς, ο θόρυβος που δημιούργησε η προηγούμενη άστοχη διάταξη οδήγησε, όπως συνήθως, στο άλλο άκρο. Γιατί, αν το δημόσιο δέχεται την ευνοϊκή ποινική μεταχείριση για το ένα ποσό, να μην τη δέχεται και για το άλλο; Αν ο οφειλέτης αποπληρώσει, κατά τη συμφωνία, όλα του τα χρέη προς το δημόσιο, μεταξύ των οποίων και οφειλές από ΦΠΑ, γιατί πρέπει να τιμωρηθεί ποινικώς και, μάλιστα, σε βαθμό κακουργήματος. Γιατί να μην ανασταλεί και αυτή η ποινική διαδικασία, ώστε το δημόσιο να εισπράττει τα χρήματά του και ο επιχειρηματίας να μπορεί να επιχειρεί και όχι να ασχολείται με τα δικαστήρια και τους ανακριτές;

Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις, ο δικαιολογητικός λόγος ότι πρόκειται για παρακρατούμενο φόρο δεν μπορεί να τεθεί ως βάση συζητήσεως, αφού, ως γνωστόν, υπό τις παρούσες, και όχι μόνο, συνθήκες οι επιχειρήσεις βρίσκονται να οφείλουν τεράστια ποσά ΦΠΑ, που δεν έχουν εισπράξει, λόγω επί πιστώσει πωλήσεων (που αποτελούν σήμερα σχεδόν το σύνολο του χονδρικού εμπορίου). Σε πλείστες, μάλιστα, περιπτώσει οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν εισπράξει την αξία του εμπορεύματος. Συνεπώς, ο φερόμενος ως παρακρατηθείς φόρος δεν είναι, στην πραγματικότητα, τέτοιος, ώστε κακώς γίνεται αυτή η διάκριση.

Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι η αποσπασματική και βιαστική προσπάθεια επιλύσεως πολύπλοκων θεμάτων πολλές φορές φέρνει τα αντίθετα, των επιδιωκομένων, αποτελέσματα.

Οφείλουμε, όμως, όλοι, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, δημόσιο, δικηγόροι και δικαστές, να αντιμετωπίζουμε τον εκάστοτε νόμο και θεσμό στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας και αυτού που πραγματικά οφείλουμε ως κοινωνία να επιδιώκουμε κάθε φορά, που να είναι καλό για το σύνολο. Ο καθένας, ανά περίπτωση, μπορεί να επιδιώκει το ατομικό καλό. Οι υπόλοιποι οφείλουν να φέρονται κατά τρόπον που να ευνοείται το γενικό καλό. Ο νοών νοείτω…

* Ο κ. Αλέξης Αθανασόπουλος είναι δικηγόρος

**Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τον αρθρογράφο; Τι γνώμη έχετε;

To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v