Το λάθος φάρμακο και οι παρενέργειες

Εδώ και μήνες, οι ρωγμές στο πρόγραμμα από ΔΝΤ και ΕΕ έχουν γίνει εμφανείς. Η συζήτηση στους κόλπους των αναλυτών για τις αποτυχίες του προγράμματος είναι έντονη. Γράφει ο Γιάννης Μουζάκης.

  • του Γιάννη Μουζάκη*
Το λάθος φάρμακο και οι παρενέργειες
Εδώ και μήνες, οι ρωγμές στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής από το ΔΝΤ και τη  Ε.Ε. έχουν γίνει εμφανείς και η συζήτηση στους κόλπους των οικονομικών αναλυτών για τις αποτυχίες και τις αστοχίες του προγράμματος είναι έντονη.

Έχοντας πλέον στοιχεία και βασιζόμενοι πάνω σε βασικές μακροοικονομικές αρχές, αρκετοί αναλυτές επιχειρηματολογούν ότι εξαρχής το πρόγραμμα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει.

Μία από τις πιο λεπτομερείς και ακριβείς αναλύσεις επί του θέματος προέρχεται από μια εντελώς απροσδόκητη πηγή: από έκθεση από το ίδιο το ΔΝΤ, με τίτλο «Επώδυνο Φάρμακο» (Painful Medicine), από τον Σεπτέμβριο του 2011. Στην ερευνά τους, οι Ball, Leigh και Loungani αναλύουν τον αντίκτυπο της δημοσιονομικής προσαρμογής στα εισοδήματα και την ανεργία. Οι Leigh και Loungani εργάζονται στο Τμήμα Έρευνας του Ταμείου.

Εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι υπάρχει έστω και η στοιχειώδης επικοινωνία εντός των τμημάτων του ΔΝΤ και πως οι εκτεταμένες μελέτες που εκπονεί αυτό όχι μόνο μοιράζονται αλλά και εφαρμόζονται στην πράξη όποτε είναι απαραίτητο. Στην περίπτωση της Ελλάδας η συγκεκριμένη μελέτη αποδείχθηκε απολύτως σωστή.

Η τρόικα έφτασε στην Αθήνα τον Μάιο του 2010 με μία πολύ συγκεκριμένη αποστολή. Να επαναφέρει τα οικονομικά του κράτους σε ένα βιώσιμο μονοπάτι, ώστε να υπάρξει έλεγχος του δημόσιου χρέους, εγγυώμενη ταυτόχρονα τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και προπάντων την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Ήταν μία κλασική περίπτωση δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η δημοσίευση του ΔΝΤ παρουσιάζει το βασικό της εύρημα εξαρχής. Όσο έντονη κι αν είναι η ανάγκη για μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική προσαρμογή στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το απότομο φρένο θα επιφέρει αντίκτυπο στα εισοδήματα και στην απασχόληση. Κρίνει, λοιπόν, ότι είναι απαραίτητο τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα ανεπιθύμητα αποτελέσματα στην ανάπτυξη και στην εργασία να αντισταθμιστούν.

Αποκαθιστά, επίσης, την τάξη στη γενικότερη συζήτηση περί αναπτυξιακής δημοσιονομικής πειθαρχίας - χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία σε σχέση με τις μέχρι τώρα έρευνες και στοιχεία από τριάντα διαφορετικές περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής - αποδεικνύοντας ότι μια δημοσιονομική προσαρμογή δεν μπορεί να έχει αναπτυξιακά αποτελέσματα, καθώς η φύση της είναι ξεκάθαρα υφεσιακή με κύριο και άμεσο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας και στα εισοδήματα.

«…Τα δεδομένα από το παρελθόν είναι ξεκάθαρα: δημοσιονομικές προσαρμογές έχουν χαρακτηριστικά άμεσο αντίκτυπο στη μείωση των εισοδημάτων και στην αύξηση της ανεργίας. Δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 1% του ΑΕΠ μειώνει τα προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό εισοδήματα κατά 0,6% και αυξάνει την ανεργία κατά 0,5% μέσα σε δύο χρόνια, με μία σχετική ανάκαμψη αργότερα.

Οι δαπάνες καταναλωτών και επιχειρήσεων επίσης μειώνονται, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία ότι υπάρχει μεταφορά της ζήτησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Στη γλώσσα των οικονομολόγων, οι δημοσιονομικές προσαρμογές είναι υφεσιακές, όχι αναπτυξιακές.

Αυτό το συμπέρασμα αναιρεί προηγούμενα ευρήματα στη βιβλιογραφία ότι μειώνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα μπορεί να έρθει ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα».

Η έρευνα του ΔΝΤ τονίζει ότι ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής προσαρμογής βραχυπρόθεσμα μπορεί να είναι ιδιαίτερα επώδυνος εάν οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να εφαρμόσουν νομισματικές πολιτικές τόνωσης, που θα υποστηρίξουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση μέσω χαμηλότερων επιτοκίων, σε συνδυασμό με την υποτίμηση του νομίσματος, που θα έδινε ώθηση στις εξαγωγές.

«Η μείωση των εισοδημάτων από τις δημοσιονομικές προσαρμογές είναι μεγαλύτερη αν οι κεντρικές τράπεζες δεν μειώσουν τον πόνο μέσα από δημοσιονομικές πολιτικές τόνωσης. Η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με νομισματικές πολιτικές τόνωσης, στηρίζει τις επενδύσεις και την κατανάλωση και η ταυτόχρονη υποτίμηση του νομίσματος ωθεί τις εξαγωγές.
 
Η Ιρλανδία το 1987 και η Ιταλία το 1992 είναι παραδείγματα χωρών που ακολούθησαν δημοσιονομικές προσαρμογές, όπου η εκτενής υποτίμηση του νομίσματός τους βοήθησε την ανάπτυξη των καθαρών εξαγωγών».

Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής προσαρμογής ενδέχεται να είναι διπλάσιος εάν η πολιτική λιτότητας ακολουθείται ταυτόχρονα από πολλές χώρες, αναλογώντας σε περίπου 1% μείωση των εισοδημάτων και της απασχόλησης για κάθε 1% του ΑΕΠ δημοσιονομικής προσαρμογής.

Επιπλέον, η έρευνα αναφέρει ότι ο αντίκτυπος της σφιχτής οικονομικής πολιτικής είναι λιγότερο επώδυνος όταν η προσαρμογή επιτυγχάνεται μέσω μείωσης των δαπανών του κράτους, παρά μέσω της αύξησης της φορολογίας και, εξίσου σημαντικό, η έρευνα δεν βρήκε στοιχεία αυτού που αποκαλείται ‘confidence effect’, καθώς δεν παρατηρείται αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η έρευνα του ΔΝΤ καταλήγει στο ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες όσον αφορά τον αντίκτυπο στα μισθολογικά εισοδήματα και στην ανεργία, ειδικά τη μακροχρόνια και δομική, και το κόστος αυτό θα πρέπει να εξισορροπηθεί και να αξιολογηθεί συγκριτικά με τα μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα της προσαρμογής. Η έρευνα αναφέρει μάλιστα ότι τα προγράμματα σφιχτής οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται όταν η οικονομία δεν αναπτύσσεται όπως είχε προβλεφθεί στον αρχικό σχεδιασμό.

«Τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής οφείλουν να περιγράφουν πώς οι πολιτικές θα απαντούν σε σοκ, όπως χαμηλότερη ανάπτυξη από ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα μπορεί να συγκεκριμενοποιεί ότι τα επιδόματα ανεργίας θα προστατευτούν από περικοπές σε περιπτώσεις χαμηλότερης ανάπτυξης από ό,τι είχε προβλεφτεί από το σχέδιο.

Η Ιστορία δείχνει ότι δημοσιονομικά σχέδια επιτυγχάνουν όταν επιτρέπουν «σχετική ευελιξία καθώς ταυτόχρονα διατηρούν τους μεσοπρόθεσμους στόχους» (IMF, 2011; επίσης Mauro, 2011).

Σκεφτείτε τώρα την περίπτωση της Ελλάδας.

Η χώρα, σύμφωνα με το πρώτο μνημόνιο, ανέλαβε την υποχρέωση να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα από το 15% του 2009 στο 3% μέσα σε μόλις δυόμισι χρόνια. Οι αρχικές εκτιμήσεις της τρόικας ήταν ύφεση σχετικά ομαλή της τάξεως του 2,6% για το 2011, ανάπτυξη 1,1% για το 2012, που θα ξεκινούσε το τελευταίο τρίμηνο του 2011, και ανεργία 14,6% για το 2011 και 14,8% για το 2012.

Προσθέστε τώρα το γεγονός ότι ουσιαστικά η ελληνική οικονομία έχει στοιχεία αναδυόμενης οικονομίας -εν αντιθέσει με τις ανεπτυγμένες που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα-, τον απόλυτα δυσλειτουργικό ελληνικό δημόσιο τομέα, που δεν ήταν σε καμιά περίπτωση έτοιμος να εφαρμόσει το πιο απαιτητικό πρόγραμμα προσαρμογής στην ιστορία της χώρας, την απροθυμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει ό,τι εκείνο έχτισε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και την έλλειψη δυνατότητας να απαντήσει η χώρα στην ύφεση ακολουθώντας νομισματικές πολιτικές τόνωσης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία κράτησε σταθερά τα επιτόκια, και μάλιστα παροδικά τα αύξησε τον Σεπτέμβριο του 2011.
 
Προσθέστε τη συνεχιζόμενη συζήτηση για πιθανή έξοδο της χώρας από το ευρώ, που οδήγησε σε αιμορραγία καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες της τάξεως των 65 δισ. ευρώ από το 2009 και σε ακόλουθη μείωση της πιστωτικής επέκτασης, αφήνοντας ουσιαστικά τις τράπεζες σε "τεχνητή" υποστήριξη, και τέλος την εμμονή της τρόικας και την άρνηση να αναπροσαρμόσουν τους στόχους ανάλογα με την ύφεση που είχε αρχίσει να διαβρώνει την ελληνική οικονομία, γεγονός που μονίμως οδηγούσε σε έκτακτες εισφορές και σε αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, με μοναδικό σκοπό να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της Ελλάδας.

Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να προκαλεί σε κανέναν έκπληξη το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 10% από τον Μάιο του 2010 όπου εφαρμόζεται το πρόγραμμα της τρόικας, 6,8% μείωση σε ετήσια βάση για το 2011, ενώ οι προβλέψεις για το 2012, βάσει του νέου μνημονίου, κάνουν λόγο για μεγαλύτερη πτώση 4-5%, ή το γεγονός ότι η ανεργία στη χώρα τον Νοέμβριο του 2011 ήταν στο 20,9%, όπως ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή πρόσφατα.

Η ελληνική οικονομία αντέδρασε στο σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής όπως ακριβώς δείχνουν τα στοιχεία του παρελθόντος με τις παρενέργειες πολλαπλασιαζόμενες από ένα σύνολο παραγόντων που αναφέρθηκαν πιο πάνω και όξυναν την κατάσταση.

Το επιχείρημα ότι το πρόγραμμα στην Ελλάδα αποτυγχάνει ουσιαστικά διαψεύδεται. Η σκληρή δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόζεται από την τρόικα είχε πάνω στην ελληνική οικονομία, στα εισοδήματα και στην ανεργία τον καταστροφικό αντίκτυπο που γράφει ακριβώς στις οδηγίες χρήσεως.

*Ο Γιάννης Moυζάκης είναι οικονομικός αναλυτής, Twitter handle @yiannismouzakis, http://theprodigalgreek.wordpress.com


**Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τον αρθρογράφο; Τι γνώμη έχετε;

To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v