Η «κρίση του ευρώ» και τα… αμερικάνικα δάκρυα

Η Ευρωζώνη είναι σε θέση να διαχειρισθεί με επιτυχία το υπάρχον πρόβλημα. Έχει τις δυνατότητες, της έλλειψε όμως μέχρι τώρα η απαραίτητη βούληση για ουσιαστική δράση. Του δρα Χριστόδουλου Χριστοδούλου.

  • του δρα Χριστόδουλου Χριστοδούλου*
Η «κρίση του ευρώ» και τα… αμερικάνικα δάκρυα
Η Ευρωζώνη είναι σε θέση να διαχειρισθεί με επιτυχία το υπάρχον πρόβλημα. Έχει τις δυνατότητες, της έλλειψε όμως μέχρι τώρα η απαραίτητη βούληση για έγκαιρη και αλληλέγγυη ουσιαστική δράση.

Το πρόβλημα της οικονομίας υπερέβη και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις ως προς τη χρονική διάρκεια και τις πραγματικές διαστάσεις του. Η χρηματοοικονομική κρίση, που ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 2007, δεν έδωσε ούτε καν ενδείξεις ότι θα εξελισσόταν σε παγκόσμια, ότι θα προσλάμβανε επιδημικές και επιμολυντικές διαστάσεις και ότι θα ταλάνιζε την ανθρωπότητα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Για τα αίτια και τους υπαίτιους της κρίσης, η οποία περιέλαβε όχι μόνο τη χρηματοοικονομία αλλά και την πραγματική οικονομία, ασχοληθήκαμε επανειλημμένα. Εκείνο που έχει τώρα σημασία είναι να τιθασευτούν τα αίτια που την προκαλούν, να εξουδετερωθούν οι πρωταίτιοι και υπαίτιοι που την υποκίνησαν και να ανακτήσει η οικονομία τη δυναμική που απαιτείται ώστε να αρχίσει η ανάκαμψη, να επανέλθει η ανάπτυξη, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να επανεδραιωθεί η αξιοπιστία του συστήματος.

Τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά ούτε μονοσήμαντα μήτε απλοϊκά. Είναι και πολύπλευρα και πολυσήμαντα. Και, οπωσδήποτε, έχουν καταστεί δυσκολότερα λόγω της εγκληματικής αδράνειας και παράλειψης των αμερικανών πρωτίστως να συνειδητοποιήσουν τη σοβαρότητα και την επικινδυνότητα της κρίσης και τις εν δυνάμει επεκτατικές διαστάσεις της.

Και, συνακόλουθα ή επακόλουθα, να δράσουν έγκαιρα και αποφασιστικά τόσο στη χώρα τους όσο και στα πλαίσια των παγκόσμιων οργανισμών ή ομάδων, όπως των 7 πιο ανεπτυγμένων χωρών ή των 20 ανεπτυγμένων και μεγαλύτερων οικονομιών, ώστε να αντιμετωπισθεί έγκαιρα και με πρόσφορα συλλογικά μέσα και μέτρα η αρξάμενη το 2007 κρίση και να περιορισθούν τόσο οι διαστάσεις της όσο και οι οδυνηρές κοινωνικοοικονομικές της επιπτώσεις.

Οι υπαίτιοι της κρίσης

Θα ήταν οπωσδήποτε όχι μόνο απλοϊκό αλλά και επικίνδυνο, δογματικό και ιδεοληπτικό να υιοθετηθεί η άποψη πολλών, οι οποίοι χρεώνουν τα πάντα στο καπιταλιστικό σύστημα. Μια άποψη μονοδρομική, που τροφοδοτείται από τη στρέβλωση των πραγματικοτήτων και από μονολιθική κοσμοθεωρητική προκατάληψη. Αν είναι κάτι που πρέπει με τόλμη και παρρησία να λεχθεί και να υπογραμμισθεί, τούτο έγκειται στο ότι δεν είναι το σύστημα που φταίει, αλλά οι άνθρωποι που το εφαρμόζουν. Που το στρεβλώνουν και το εκμεταλλεύονται.

Οι καιροσκόποι και οι κερδοσκόποι, οι χρυσοκάνθαροι και οι αετονύχηδες και, κυρίως, οι ανίκανοι και ανεπαρκείς πολιτικοί και θεσμικοί ηγήτορες και παράγοντες, οι οποίοι είτε εθελοτυφλούν είτε κύπτουν τον αυχένα και κλίνουν το γόνυ ή κλείνουν τους οφθαλμούς ενώπιον των εκμεταλλευτών και των απατεώνων. Και δεν εφαρμόζουν τις συστημικές δικλείδες της αποτροπής των κινδύνων ή παραμερίζουν την εποπτεία και τη ρύθμιση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και χρυσόμισθων ηγητόρων τους. Και επιτρέπουν την ευδοκίμηση της κατάχρησης και την επικυριαρχία της ασυδοσίας.

Οπωσδήποτε, τους τελευταίους είκοσι περίπου μήνες η έμφαση του ενδιαφέροντος και η επικέντρωση της προσοχής, καλόβουλα ή υστερόβουλα, έχει στραφεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κυρίως και προεχόντως, στις χώρες της Ευρωζώνης. Με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία πρώτα, την Ελλάδα στη συνέχεια και, τώρα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο, το Βέλγιο και τη Μάλτα να παίρνουν σειρά και να συνιστούν τον άμεσο στόχο της πολεμικής και της υπονόμευσης.

Σε τελευταία ανάλυση, οι αξιολογικοί οίκοι της αμερικανικής υπερδύναμης, συνεπικουρούμενοι από βρετανούς δορυφόρους, αναλυτές και «έγκυρα» έντυπα, έχουν πλέον προσδώσει στην οικονομική κρίση ευρωπαϊκή ή, ακριβέστερα, ευρωζωνική διάσταση. Τροφοδοτούν την παγκόσμια κοινή γνώμη συστηματικά και αδιάλειπτα με την επικίνδυνη, αλλά πολυαμφιλεγόμενη, άποψη ότι η παγκόσμια κρίση υποδαυλίζεται από την κρίση χρέους στον ευρύτερο χώρο της Ευρωζώνης.

Συγκεκριμένος, συγκεκαλυμμένος, αλλά πασίδηλος, στόχος των «αξιολογητών», «εκτιμητών» και «αναλυτών», το ευρωνόμισμα, το ίδιο το ευρώ. Οι πέραν του Ατλαντικού σπαραξικάρδιες επικλήσεις για λήψη μέτρων και συμπαράσταση στις χώρες της ευρωζώνης, μόνο ειλικρινείς και ανιδιοτελείς δεν είναι. Το δολάριο δεν θα αφεθεί να υπερκερασθεί από το ευρώ και να αντικατασταθεί ή να ισοσκελισθεί ως παγκόσμιο συναλλαγματικό αποθεματικό ή ως σημείο αναφοράς και καθορισμού της τιμής του πετρελαίου, του χρυσού και των άλλων εθνικών νομισμάτων.

Υπάρχει κρίση του ευρώ;

Το ερώτημα που εγείρεται είναι: Υπάρχει κρίση του ευρώ ή κρίση χρέους στην ευρωζώνη; Και, ακόμη, θα μπορέσει το ευρώ να επιβιώσει και η ευρωζώνη να αντεπεξέλθει στην κρίση, την οποία κλιμακώνει η οργανωμένη συγχορδία των διαβόητων αξιολογητών;

Η απάντηση έχει δοθεί από τους ίδιους τους ευρωζωνικούς πρωταγωνιστές. Από την Καγκελάριο της Γερμανίας Μέργκελ, η οποία δήλωσε ξεκάθαρα ότι οι οποιεσδήποτε δυσχέρειες στο χώρο της ευρωζώνης θα αντιμετωπισθούν και θα ξεπερασθούν.

Από τον Γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι το ευρώ δεν ήρθε για να φύγει αλλά για να μείνει. Και από τον τσάρο της γερμανικής οικονομίας Υπουργό Οικονομικών κ. Σόϊμπλε, ο οποίος δήλωσε ότι δεν υπάρχει κρίση του ευρώ αλλά κρίση χρέους σε κάποιες χώρες της ευρωζώνης, η οποία δεν θα αφεθεί να κλιμακωθεί και να απειλήσει το ευρώ, η ύπαρξη και επιβίωση του οποίου δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Η πραγματικότητα είναι ότι το ευρώ εξακολουθεί να είναι ισχυρό νόμισμα. Με ισοτιμία έναντι του δολαρίου προς 1,29, αντί 1 προς 1,17 που ήταν όταν πρωτοεμφανίσθηκε ως κοινό νόμισμα των χωρών της ευρωζώνης το 2002. Και μια περαιτέρω κάμψη της ισοτιμίας του θα απέβαινε ίσως επωφελής για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, γιατί θα υποβοηθούσε και τις χώρες της δευτερογενούς παραγωγής, ιδιαίτερα τη βιομηχανική Γερμανία και τη Γαλλία, αλλά και εκείνες του τουρισμού και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως αυτές του ευρωπαϊκού νότου, δηλαδή την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Μάλτα.

Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι η θέληση των τριών μεγαλύτερων ευρωζωνικών οικονομιών, αλλά και των υπόλοιπων δεκατεσσάρων, να χειριστούν με αποφασιστικότητα, συλλογικότητα και ρεαλισμό τη λεγόμενη κρίση χρέους ορισμένων χωρών, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και χωρίς παραγνώριση των περιπτώσεων της Ιταλίας και της Ισπανίας. Και είναι, ομολογουμένως, σε θέση να διαχειρισθούν με επιτυχία το σοβαρό αυτό πρόβλημα οι χώρες της Ευρωζώνης. Έχουν τις δυνατότητες. Τους απέλειπε μέχρι τώρα η απαραίτητη βούληση για έγκαιρη και αλληλέγγυη ουσιαστική δράση.

Η πρόσφατη τοποθέτηση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ. Ορφανίδη, σε συνέντευξή του στους Financial Times, αποτελεί μια ρεαλιστική και πρόσφορη προσέγγιση του προβλήματος. Ο κ. Ορφανίδης εισηγείται, αντί κουρέματος του χρέους της Ελλάδας, να παραχωρηθεί μακροπρόθεσμο δάνειο διάρκειας 30 ετών, με χαμηλό επιτόκιο, ώστε να απαλλαγεί η χώρα από το βραχνά του άμεσου κινδύνου της χρεοκοπίας αλλά και να της παρασχεθεί ο απαραίτητος χρόνος για ανάκαμψη της οικονομίας της. Με ανάκτηση της διεθνούς εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας της και σταδιακή επάνοδο σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανταγωνιστικής βιωσιμότητας.

Αν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη και διαπορία, τούτο αφορά στο γεγονός ότι η εύστοχη αυτή εισήγηση δεν ετέθη έγκαιρα στα αρμόδια ευρωπαϊκά σώματα και ιδιαίτερα στο πανίσχυρο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο ο κ. Ορφανίδης αποτελεί μέλος από την 1η Ιανουαρίου, 2008, που η Κύπρος έγινε δεκτή στη ζώνη του ευρώ, υιοθετώντας το κοινό νόμισμα και εγκαταλείποντας το δικό της, δηλαδή τη λίρα. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για την ίδια την Ελλάδα, της οποίας οι αρμόδιοι συγκατένευσαν σε λύσεις και συμφωνίες εντελώς απρόσφορες και επιζήμιες.

Η περίπτωση της Κύπρου

Με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από της εισαγωγής του ευρώ στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο και την κρίση χρέους που αντιμετωπίζουν κάποιες χώρες της ευρωζώνης, τέθηκε ως επίκαιρο και στη δική μας περίπτωση το ερώτημα, αν ορθώς η Κύπρος επέλεξε και αποφάσισε να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ.

Το ερώτημα κατέστη ακόμη πιο σημαντικό λόγω και της μεταπτωτικής και αντιφατικής θέσης του Προέδρου κ. Χριστόφια. Ο οποίος, πριν από δύο χρόνια παραδέχθηκε ότι ήταν λάθος να ταχθούν αυτός και το ΑΚΕΛ, του οποίου ήταν τότε ο Γενικός Γραμματέας, εναντίον της ένταξης της Κύπρου στη ζώνη του ευρώ, χρησιμοποιώντας μάλιστα το διεθνώς καθιερωμένο βαρύγδουπο mea culpa. Ενώ πριν από λίγες μέρες, μιλώντας στα εγκαίνια του Κέντρου Εξυπηρέτησης των Πολιτών Αμμοχώστου, επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον της Ενωμένης Ευρώπης και της Ευρωζώνης, τις οποίες κατηγόρησε για αναλγησία, «αφού αποφεύγουν να δουν τον πολίτη στα μάτια και τον κυνηγούν φορτώνοντάς του τις επιπτώσεις της κρίσης». Διαλέγετε και παίρνετε. Ο κ. Χριστόφιας σας δίνει αυτή την προς αποφυγήν δυνατότητα ή ευκαιρία.

Καιρός, όμως, να σοβαρευτεί αυτή η κυβέρνηση. Γιατί αυτή οδήγησε την Κύπρο από παράδειγμα προς μίμηση, όσον αφορά τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, σε αυστηρή δημοσιονομική επιτήρηση, λόγω του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος που δημιούργησε η σπάταλη, ανοικοκύρευτη, ερασιτεχνική και ανεύθυνη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών μας. Μέχρι που φθάσαμε στα πρόσφατα σκληρά κοινωνικοοικονομικά μέτρα.

Είναι, όμως, και το μεγάλο θέμα της ανάκαμψης της οικονομίας και της έναρξης της ανάπτυξής της με σταθερούς και ικανοποιητικούς ρυθμούς. Για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να ανακοπεί η αύξηση της ανεργίας, η οποία ανήλθε στο πρωτοφανές ύψος του 9% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Αλλά και για να αναστραφεί η αυξητική τάση του δημόσιου χρέους, το οποίο από 49% έχει ήδη ανέλθει στο 65%.

Είναι σημαντικό να τονισθεί, εν προκειμένω, ότι τέτοια ανάπτυξη είναι ανέφικτη με επιτόκια, επενδυτικά και οικιστικά, αποτρεπτικά, αφού υπερβαίνουν κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες εκείνων της Ευρωζώνης, ενώ ακολουθούν συνεχώς ανοδική τάση, λόγω του ανταγωνισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων για την προσέλκυση καταθέσεων. Η αφαίμαξη της χρηματικής ρευστότητας των Τραπεζών και του Συνεργατισμού από τον προηγούμενο Υπουργό Οικονομικών με κρατικά ομόλογα, αφού βρήκε τις πόρτες της διεθνούς αγοράς κλειστές για δανεισμό, δημιούργησε το σοβαρό αυτό πρόβλημα.

Οφείλουν να το προσέξουν αυτό οι αρμόδιοι διαχειριστές της οικονομίας: Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και ο Υπουργός των Οικονομικών. Για να μη έχουμε επανάληψη του δραματικού φαινομένου του 2009, όταν τα δανειστικά επιτόκια ανήλθαν μέχρι και 10%. Οι πρόσφατες φορολογίες και οι περικοπές των δημόσιων δαπανών δεν επαρκούν για να λύσουν από μόνες τους το πολύπτυχο πρόβλημα της οικονομίας μας.

* Ο Δρ Χριστόδουλος Χριστοδούλου είναι τ. Υπουργός Οικονομικών και τ. Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.

** Από το κυπριακό οικονομικό περιοδικό EUROΚΕΡΔΟΣ

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v