M. Spence: Ιταλική σωτηρία χωρίς κατενάτσιο

Για να πετύχει το ιταλικό "στοίχημα" και να μην υπάρχουν δυσάρεστες εξελίξεις σε Ε.Ε. και παγκόσμια οικονομία, απαιτούνται θαρραλέες και άνευ όρων δεσμεύεις, τόσο από την Ιταλία όσο και από την ΕΕ, υποστηρίζει ο M. Spence.

M. Spence: Ιταλική σωτηρία χωρίς κατενάτσιο
Καθώς η νέα κυβέρνηση του Mario Monti αναλαμβάνει τα καθήκοντά της στην Ιταλία, πολλά «παίζονται» -για τη χώρα, για την Ευρώπη, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.

Αν οι μεταρρυθμίσεις αποτύχουν, τα δημοσιονομικά καταρρεύσουν και παραμείνει αναιμική η ανάπτυξη, τότε η προσήλωση της Ιταλίας στο ευρώ θα «εξαφανιστεί» καθώς το κόστος της συμμετοχής στην ευρωζώνη θα υπερακοντίζει τα όποια οφέλη. Και η «αποστασία» της Ιταλία από το κοινό νόμισμα –σε αντίθεση με μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα- θα απειλούσε μέχρι και τον πυρήνα της ευρωζώνης, σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Michael Spence.

Όπως επισημαίνει, «η Ιταλία είναι μια μεγάλη οικονομία, με ετήσιο ΑΕΠ που ξεπερνά τα 2 τρισ. δολάρια. Το δημόσιο χρέος της ανέρχεται στο 120% του ΑΕΠ, ή περίπου 2,4 τρισ. δολάρια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι επισφάλειες ενός συνταξιοδοτικού συστήματος που χρειάζεται σημαντικές προσαρμογές για να αντανακλά έναν πληθυσμό που γερνάει και μια αυξημένη μακροβιότητα. Ως αποτέλεσμα, η Ιταλία έχει γίνει η τρίτη μεγαλύτερη αγορά κρατικών ομολόγων του κόσμου.

Όμως, τα αυξανόμενα επιτόκια καθιστούν το χρέος επαχθές και πολιτικά μη βιώσιμο. Επιπλέον, η Ιταλία πρέπει να αναχρηματοδοτήσει χρέος ύψους 275 δισ. ευρώ τους επόμενους έξι μήνες, ενώ οι επενδυτές, στην προσπάθειά τους να μειώσουν την οικονομική έκθεση στη χώρα, οδηγούν τις αποδόσεις των 10ετών ιταλικών ομολόγων σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα, άνω του 7%.

Η ανάγκη αναχρηματοδότησης του χρέους δεν είναι η μοναδική πρόκληση για τη χώρα. Οι εγχώριοι και ξένοι κάτοχοι ομολόγων, ιδιαίτερα οι τράπεζες, δέχθηκαν απώλειες κεφαλαίων, που έχουν ζημιώσει τους ισολογισμούς τους, την κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά και την εμπιστοσύνη.

Το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι τεράστια και αυξάνονται, πιθανότατα αντανακλώντας μια απώλεια ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας σε σχέση με την Γερμανία και τη Γαλλία, τους δυο μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ιταλίας. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη είναι βραδεία την τελευταία δεκαετία, και δεν επιταχύνεται, κάτι που θα το κάνει ακόμα πιο δύσκολο να μειωθεί το δημόσιο χρέος ακόμα και αν υπάρξει δημοσιονομική προσαρμογή.

Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ιταλίας αντανακλούν διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της ακαμψίας στην αγορά εργασίας, της υποεπένδυσης στην επιστημονική και τεχνολογική βάση της οικονομίας, τους περιορισμούς στον ανταγωνισμό σε ορισμένους τομείς, καθώς και της παρατεταμένης περιόδου δομικής προσαρμογής στο περιβάλλον της ευρωζώνης».

Όμως η Ιταλία -σημειώνει ο κ. Spence- έχει και ορισμένα πολύ ισχυρά σημεία. Το συνολικό χρέος (του κράτους, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων που δεν ανήκουν στον χρηματοοικονομικό τομέα, και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) είναι λίγο περισσότερο από το 315% του ΑΕΠ, παρόμοιο με αυτό της Ελβετίας (313%), της Γαλλίας (323%), των ΗΠΑ (296%), ακόμα και της Γερμανίας (285%) (με στοιχεία του 2009).

Ομως το χρέος των νοικοκυριών είναι πολύ χαμηλό, λιγότερο του 50% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο αποταμίευσης των νοικοκυριών – στο 17-30% του εισοδήματος- σημαίνει ότι η καθαρή αξία των ιδιωτών και των νοικοκυρών είναι υψηλότερη από αυτήν των περισσοτέρων αναπτυγμένων χωρών.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες της κεντρικής και της βόρειας Ιταλίας είναι αποδοτικές, καινοτόμες και παγκοσμιοποιημένες. Και τα ελλείμματα των προϋπολογισμών διατηρήθηκαν σε ελέγξιμα επίπεδα τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την κρίση, σε αντίθεση με άλλες αναπτυγμένες χώρες. Βεβαίως, αν και αυτό ήταν απαραίτητο, δεδομένου του υψηλού αρχικού δημοσίου χρέους, ωστόσο περιόρισε τα αντι-κυκλικά κίνητρα και εμπόδισε την ανάπτυξη.

Η κρίση της Ιταλίας έρχεται σε μια περίοδο αυξημένου ρίσκου για βασικές χώρες (όπως για παράδειγμα την Κίνα ή τις ΗΠΑ). Σύμφωνα με τον κ. Spence, «στην αποτίμηση αυτών των ρίσκων, είναι χρήσιμο να επικεντρωθούμε σε τρεις μεταβλητές: τους πόρους, την ικανότητα και την θέληση. Εχει μια χώρα τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της; Διαθέτουν οι πολιτικοί την εμπειρία και την εξειδίκευση για να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις; Αναγνωρίζουν οι αρμόδιες αρχές την ανάγκη να ενεργήσουν αποφασιστικά και επιθετικά;

Πρώτα έρχονται οι πόροι, Αν οι πόροι δεν επαρκούν, το αποτέλεσμα θα είναι κακό, ασχέτως της ικανότητας ή της θέλησης, εκτός και αν υπάρξει κάποιου είδους εξωτερική βοήθεια. Παρομοίως, η πολιτική θέληση είναι άσχετη αν δεν υπάρχει η ικανότητα να μεταφραστεί αυτή σε αποτελεσματικές πολιτικές».

«Μου φαίνεται πως σε πολλές σημαντικές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, των ΗΠΑ και της Κίνας, υπάρχει ένα σχετικά ευνοϊκό σενάριο και ένα πολύ λιγότερο ελκυστικό, τα οποία ξεχωρίζουν σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ανταπόκρισης.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι πόροι είναι ανεπαρκείς (δίνοντας έτσι «πόντους» μόνο στα μη ελκυστικά σενάρια), οι πόροι αυτών των χωρών είναι επαρκείς, όμως η ικανότητα ή η πολιτική βούληση (ή ο συνδυασμός αυτών των δύο) είναι αμφίβολη, αν και οι απόψεις των αναλυτών για το θέμα αυτό διίστανται.

Για την Ιταλία, αυτό σημαίνει πως η ευρωστία του ισολογισμού της μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα ώστε να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και να ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη. Απαιτούνται όμως τρία πράγματα: ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της προσαρμογής, πολιτική στήριξη αυτού του προγράμματος, και χρόνος για να μπορέσουν να εφαρμοστούν αρκετά μέτρα ώστε να θεμελιωθεί η αξιοπιστία που απαιτείται για να μειωθεί το "premium" ρίσκου επί των ιταλικών ομολόγων.

Καθώς οι δυο πρώτοι παράγοντες εξαρτώνται από την εγχώρια πολιτική σκηνή, οι επενδυτές είναι όλο και λιγότερο πρόθυμοι να «ποντάρουν» στο σχετικά ευνοϊκό σενάριο, που σημαίνει ότι η Ιταλία δεν έχει χρόνο. Η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων θα μπορούσε να υπονομεύσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης πριν καν μπορέσει να εφαρμοστεί πλήρως. Και, καθώς αυξάνονται οι αποδόσεις, "η επάρκεια των πόρων της χώρας τίθεται υπό αμφισβήτηση", σχολιάζει.

Κατά τον κ. Spence, «αυτό που χρειάζεται είναι ένας οικονομικός «διακόπτης», υπό την μορφή ενός μεταβατικού «ύστατου δανειστή». Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στα προγράμματα μεταρρυθμίσεων να «γείρουν τη ζυγαριά» του ρίσκου προς το ευνοϊκό σενάριο.

Υπάρχει, ωστόσο, και ένας τελευταίος συντελεστής του ρίσκου. Και αυτός είναι η πιθανότητα να μην υπάρξει παρέμβαση ώστε να σταματήσει η άνοδος των αποδόσεων, λόγω των ανησυχιών εντός της ευρωζώνης -και κυρίως της Γερμανίας- ότι μια άνευ όρων, επιθετική κίνηση από έναν «ύστατο δανειστή» θα μείωνε το κίνητρο -και συνεπώς και την πολιτική θέληση- να υλοποιηθούν οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.

Το πρόβλημα είναι προφανές: μια δέσμευση που θα εξαρτάται από την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων δεν θα φέρει άμεσα πίσω τους επενδυτές, διότι δεν μειώνει το ρίσκο των σημαντικών πολιτικών εμποδίων ως προς την εφαρμογή των απαιτούμενων μέτρων.

Μόνο με θαρραλέες και σε μεγάλο βαθμό άνευ όρων δεσμεύσεις, τόσο από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από την πλευρά της Ιταλίας μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το επικίνδυνο αδιέξοδο. Αν λείψει κάποιο από τα δυο, τότε θα παραμείνει υψηλός ο κίνδυνος της κατάρρευσης των δημοσιονομικών της ευρωζώνης, αλλά και της πτώσης της παγκόσμιας οικονομίας», καταλήγει.


Ο νομπελίστας οικονομολόγος Michael Spence είναι καθηγητής Οικονομικών του Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, διακεκριμένος visiting fellow στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων και senior fellow του Hoover Institution του Πανεπιστημίου Stanford.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v