Ευρωομόλογο: Όταν το τζίνι βγει από το μπουκάλι

Τι είναι το ευρωομόλογο, τα δυνητικά οφέλη και γιατί το θέλουν οι πολιτικοί της Ε.Ε. Τα επιχειρήματα εναντίον του, οι παραπλανήσεις της γερμανικής ρητορικής και τι ουσιαστικό διακυβέυεται. Γράφει ο Κ. Μποτόπουλος.

  • του Κώστα Μποτόπουλου (*)
Ευρωομόλογο: Όταν το τζίνι βγει από το μπουκάλι
Η πρόταση και η συζήτηση για την έκδοση ενός ευρωομολόγου βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την τελευταία βδομάδα, που ήταν μία ακόμα δύσκολη ευρωπαϊκή εβδομάδα.

Από πρώτη άποψη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για φιλολογική συζήτηση, μιας και το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, το γνωστό Eurogroup, αποφάσισε μεγαλοπρεπώς, στις 7 Δεκεμβρίου, να μην ασχοληθεί με το θέμα ("δεν τέθηκε στη συνεδρίαση", κατά τη διατύπωση του προέδρου του οργάνου κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ).

Το πόσο όμως πράγματι "δεν τέθηκε" το θέμα το καταλαβαίνει κανείς αν θυμηθεί ότι ο ίδιος ο κύριος Γιούνκερ υπέβαλε γραπτή δημόσια πρόταση περί αυτού (άρθρο του μαζί με τον Ιταλό υπουργό Οικονομικών κ. Τζούλιο Τρεμόντι, στους "Financial Times", 6 Δεκεμβρίου 2010), ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, με την ιδιότητα του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, έκανε το ίδιο τέσσερις ημέρες πριν και πως αρκετές κυβερνήσεις, με πρώτη αυτήν που φαντάζεστε, έκριναν αναγκαίο να απαντήσουν λεπτομερώς για αυτό το μη θέμα, για το οποίο εξάλλου και ο διεθνής Τύπος ήταν γεμάτος με αναφορές και σχόλια όλες αυτές τις μέρες. Όπως πάντα συμβαίνει στην πολιτική, όταν το τζίνι, καλό ή κακό, βγει από το μπουκάλι, όχι μόνο δεν μαζεύεται με τίποτα, αλλά μονοπωλεί και τη συζήτηση.

Δεν θα ήταν ίσως, λοιπόν, άχρηστο, για να παρακολουθήσουμε αυτήν τη συζήτηση, να προσπαθήσουμε να τη θέσουμε σε πραγματιστικές βάσεις.

? Περί τίνος ακριβώς πρόκειται; Οικονομολόγοι και μη οφείλουμε πρώτα απ’ όλα να αποφύγουμε τη σύγχυση με το ευρωομόλογο (Eurobond) που ήδη υπάρχει και αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις διεθνείς αγορές: πρόκειται για μια σύμβαση αποπληρωμής χρέους, που συνομολογείται σε ευρώ, έχει συγκεκριμένο επιτόκιο (που δεν είναι όμως ενιαίο, διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση και από χώρα σε χώρα) και λήγει (δηλαδή αποπληρώνεται) σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Αυτό για το οποίο γίνεται εδώ λόγος είναι μια κοινή έκδοση ενός νέου ομολόγου (E-bond) από όλες τις χώρες της ευρωζώνης, είτε μια αντίστοιχα πολλαπλή και διακρατική εγγύηση ενός νέου ομολόγου.

Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση δημοσίου χρέους (είναι ο πυρήνας της πρότασης Γιούνκερ - Τρεμόντι, που τη συνδέουν μάλιστα με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού διαχείρισης δημοσίου χρέους) ή/και ως αναπτυξιακό όχημα (πρόταση Παπανδρέου, προς την οποία συγκλίνει και ο κ. Ζακ Ντελόρ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Le Monde", στις 8 Δεκεμβρίου).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα εργαλείο συντονισμένης υπερκρατικής δράσης και έμμεσης παρέμβασης στη δευτερογενή αγορά (αυτό, πάντως, το κάνει με τον τρόπο της και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όταν "αγοράζει" μαζικά κρατικά ομόλογα). Θα συνεπαγόταν, αν όχι δημιουργία μιας νέας αγοράς, πάντως σαφώς εμβάθυνση και διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας - και αλλαγή, γενικώς, στον τρόπο με τον οποίο παίζεται το παιχνίδι στις διεθνείς αγορές.

? Ποια είναι η φιλοσοφία πίσω από την ιδέα και ποια τα αναμενόμενα κέρδη; Η ιδέα απαντά στη διαπίστωση ότι η μεγάλη διαφοροποίηση στα γνωστά spreads (δηλαδή στη διαφορά του επιτοκίου ομολόγων από χώρα σε χώρα σε σχέση με το "βασικό" επιτόκιο της Γερμανίας), ιδίως σε μια περίοδο κρίσης, όπως η παρούσα, θέτει σε δοκιμασία εθνικές οικονομίες και αποτελεί σε κάποιον βαθμό μέσο χειραγώγησης από τις αγορές.

Είναι προφανές ότι στηρίζεται -και στηρίζει- την πολιτική λογική κοινών δράσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων και δυσλειτουργιών και αποτελεί ένα έμμεσο αλλά σημαντικό βήμα στον δρόμο κάποιου είδους "δημοσιονομικής ενσωμάτωσης" (που μέχρι στιγμής είναι σχεδόν ανύπαρκτη, προβλέπεται όμως ρητά ως ενδεχόμενο στη Συνθήκη της Λισαβόνας). Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει που εκπορεύεται κυρίως από σοσιαλιστικούς ή φιλευρωπαϊκούς κύκλους, συνήθως σε συνδυασμό (όμως οι κ. Γιούνκερ και Τρεμόντι είναι κάθε άλλο παρά σοσιαλιστές) και πάντα με τη φθορά που έχουν υποστεί οι έννοιες μέσα στον χρόνο.

Ήδη επί προεδρίας Φρανσουά Μιτεράν, ο τότε σύμβουλός του Ζακ Αταλί είχε μιλήσει για ένα ευρωομόλογο σε κάποιο δοκίμιό του, με τον χαμηλότονο όπως πάντα τίτλο "Δημόσιο χρέος: η τελευταία ευκαιρία".

Στην Ελλάδα ένας από τους πρώτους πολιτικούς-θεωρητικούς που μίλησαν και υποστήριξαν το ενδεχόμενο ήταν ο κ. Μίμης Ανδρουλάκης. Στην προηγούμενη θητεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μόλις ξέσπασε η κρίση, αποτέλεσε πρόταση-αίτημα της σοσιαλιστικής ομάδας, που αναβαθμίστηκε στην παρούσα θητεία σε γενικής αποδοχής "ενδιαφέρον και ρεαλιστικό ενδεχόμενο" (έκθεση Beres, ψηφισμένη τον προηγούμενο μήνα). Σε επίπεδο κοινοτικών αξιωματούχων, ανοιχτά υπέρ έχει ταχθεί (ξανά χθες στην Αθήνα) ο αρμόδιος επίτροπος κ. Όλι Ρεν, ενώ δεν την αποκλείει ("ποτέ μη λες ποτέ") ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ.

Το κεντρικό επιχείρημα των υπέρμαχων είναι κατά βάση πολιτικό: από την κρίση και από τη δυσκολία βγαίνεις δημιουργώντας νέες καταστάσεις και νέα εργαλεία, που δεν μπορεί παρά να είναι συλλογικά και να λειτουργούν και οικονομικά αλλά και συμβολικά, στο επίπεδο των εντυπώσεων, μιας που οι αγορές κινούνται βάσει εντυπώσεων και ψυχολογίας. Ο βασικός συμβολισμός από την έκδοση ενός τέτοιου ευρωομολόγου θα ήταν η θωράκιση ("η μη ανατρεψιμότητα", irreversibility, κατά τους κ. Γιούνκερ - Τρεμόντι) όχι κάποιας χώρας ή κάποιας οικονομίας, αλλά του ίδιου του κοινού νομίσματος.

Είναι πάντως πολύ ενδιαφέρον ότι τα δυνητικά οφέλη συνοψίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο όχι ένας επαγγελματίας της πολιτικής αλλά ένας αναλυτής του κάθε άλλο παρά "σοσιαλόφωνου" οίκου Morgan Stanley (ο κ. Arnaud Mares, στην ιστοσελίδα του ελληνικού χρηματιστηρίου): θα εξασφάλιζε σε όλες τις κυβερνήσεις επαρκή χρηματοδότηση με λογικό επιτόκιο -θα δημιουργούσε χρηματοοικονομικό κίνητρο για δημοσιονομική σωφροσύνη-, θα περιόριζε τις επί του συστήματος επιπτώσεις ενδεχόμενης εθνικής χρεοκοπίας - θα άλλαζε εντός της ευρωζώνης την έμφαση από τις "πιέσεις των ανταγωνιστών" στο "έλεγχο των ανταγωνιστών" (θα έλεγα, μάλιστα, στον αμοιβαίο έλεγχο).

? Ποια τα επιχειρήματα εναντίον; Όσοι αντιτίθενται στην ιδέα, με πρώτη φυσικά τη Γερμανία και χώρες που την ακολουθούν εντός της ευρωζώνης (η Αυστρία και η Ολλανδία εκδηλώθηκαν ήδη), αλλά και μεγάλο μέρος παραγόντων της αγοράς (χαρακτηριστικό το άρθρο με τίτλο "A E-bond: a good idea? Certainly not!", στην ιστοσελίδα Markets and beyond), επιχειρηματολογούν προβάλλοντας τα ακόλουθα κατά βάση εμπόδια-δυσκολίες:

- Η δημιουργία ενός τέτοιου ευρωομολόγου είναι πολύ βαριά διαδικασία, αφού απαιτεί "θεμελιώδεις αλλαγές" στις ευρωπαϊκές συνθήκες.
- "Θα μετατόπιζε το ενδιαφέρον από την εθνική ευθύνη" (κατά την έκφραση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε), δηλαδή θα δημιουργούσε αντανακλαστικά χαλαρότητας στην τήρηση των δημοσιονομικών και άλλων υποχρεώσεων εκ μέρους κρατών-μελών.
- Θα επιβάρυνε τις υγιείς εντός της ευρωζώνης οικονομίες σε όφελος των πιο προβληματικών, αφού οι πρώτες δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται σήμερα λόγω της αξιοπιστίας τους, ενώ οι δεύτερες θα βελτίωναν τους δικούς τους όρους δανεισμού μόνο και μόνο χάρις στη συμμετοχή τους σε ένα κοινό ομόλογο.
- Δεν θα εξάλειφε τις ρίζες του δημοσιονομικού προβλήματος της ευρωζώνης, και ιδίως ορισμένων μελών της, αλλά θα αποτελούσε απλώς ένα "θεσμοποιημένο μοίρασμα μη κοινού χρέους" (mutualization of sovereign debt).

Είναι προφανές ότι στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ο φόβος της Γερμανίας ότι η οικονομία της θα επιβαρυνόταν σημαντικά, γιατί δεν θα μπορούσε να δανείζεται με τα σημερινά επιτόκια - γεγονός που είναι πολύ πιθανό, ακόμα κι αν, όπως εξήγησε στη συνέχεια ο κ. Γιούνκερ (βλ. "Ναυτεμπορική", 9 Δεκεμβρίου 2010), η πρότασή του δεν προβλέπει τη σύγκλιση των επιτοκίων δανεισμού, αλλά την κάλυψη μέρους μόνο του χρέους (σε ύψος 40% του συνολικού ποσού), ενώ για το υπόλοιπο χρέος το επιτόκιο θα είναι ανάλογο της δημοσιονομικής κατάστασης της κάθε χώρας (αυτό βεβαίως που φοβούνται οι Γερμανοί είναι ότι η "δημοσιονομική κατάσταση" μιας Γερμανίας που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά στη γερμανική οικονομία αλλά και σε ένα κοινό ομόλογο δεν θα είναι το ίδιο ελκυστική με σήμερα στις αγορές).

Απέναντι σε αυτόν τον όχι αστήρικτο φόβο, το αντεπιχείρημα δεν θα μπορούσε παρά να είναι πολιτικό και να επικαλείται το "γενικό καλό" της ευρωζώνης, που είναι τελικά (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) και καλό καθεμιάς από τις χώρες της, άρα και της Γερμανίας. Με τα λόγια ενός μεγάλου Γερμανού, του πρώην καγκελάριου κ. Χέλμουτ Σμιτ (στη "Le Monde", 8 Δεκεμβρίου 2010), υπάρχουν δύο κρίσιμοι παράγοντες τους οποίους θα συνέφερε τη Γερμανία να λάβει υπόψη της: πρώτον, στο καθαρά οικονομικό πεδίο, το γεγονός ότι, αν η χώρα συνεχίσει να μεγαλώνει την απόσταση από τους εταίρους της και να σωρεύει χρήμα, που εν όψει της διεθνούς κατάστασης χάνει διαρκώς την αξία του, τότε θα βρεθεί κάποια στιγμή σε θέση να μην μπορεί να εξάγει τα προϊόντα της και να μην προσφέρει τον πλούτο που αντιστοιχεί στην εργασία των κατοίκων της και, δεύτερον, στο πολιτικό - ψυχολογικό πεδίο, ότι λόγω της οφειλόμενης στην Ιστορία του 20ού αιώνα "ειδικής ψυχολογίας" του γερμανικού λαού, η πραγματική δύναμη των κυβερνώντων της βρίσκεται (ή θα έπρεπε να βρίσκεται) στη συμμετοχή και όχι στην εναντίωση σε κοινά ειρηνικά σχέδια. Με δικά μου λόγια: η Ευρώπη οφείλει πολλά στην οικονομική ρώμη της Γερμανίας, αλλά και η Γερμανία περισσότερα από όσα οι σημερινοί ηγέτες της παραδέχονται στην κοινότητα κρατών και λαών που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το νομικό επιχείρημα είναι πιο περίπλοκο, αλλά μάλλον παραπλανητικό. Πρώτον, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι απαιτείται αλλαγή των συνθηκών: η ισχύουσα εδώ και έναν χρόνο Συνθήκη της Λισαβόνας, στο οικείο τμήμα ("Οικονομική και Νομισματική Πολιτική", τίτλος VIII, άρθρα 119-144), δεν ρυθμίζει τέτοια θέματα, ενώ η έκδοση ενός ευρωομολόγου σαν κι αυτό για το οποίο μιλάμε δεν συνιστά ούτε "υπερανάληψη ή οποιαδήποτε άλλη πιστωτική διευκόλυνση" από την ΕΚΤ ή από άλλες εθνικές τράπεζες, ούτε "ανάληψη υποχρεώσεων" κρατών-μελών κι έτσι δεν υπάγεται στις απαγορεύσεις των άρθρων 123 και 125 της Συνθήκης Λειτουργίας.

Αντίθετα, η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών και η προώθηση μιας κοινής οικονομικής πολιτικής -άρα και κοινών εργαλείων- προβλέπεται σε πολλά άρθρα (136 κυρίως, αλλά και 119, 120, 121, 122 της Συνθήκης Λειτουργίας) και μάλιστα δεν απαιτεί ομοφωνία. Η θεσμοθέτηση ενός ευρωπαϊκού οργανισμού χρέους, όπως αυτός που εισηγούνται οι κ. Γιούνκερ και Τρεμόντι, θα χρειαζόταν βεβαίως προσθήκη στις συνθήκες.

Όμως, εδώ υπεισέρχεται η δεύτερη -και κυριότερη- παραπλάνηση από τη γερμανική επιχειρηματολογία, εφόσον, κατ’ απαίτηση της Γερμανίας, έχουμε ήδη υπεισέλθει σε φάση (ή έστω σε περίσκεψη) για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας και μάλιστα για ένα θέμα όπως είναι η θεσμοθέτηση του μόνιμου μηχανισμού βοήθειας, για το οποίο η γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ότι θα μπορούσε να γίνει και χωρίς αναθεώρηση… Ακόμα κι αν απαιτείται, συνεπώς, αναθεώρηση για την έκδοση του ευρωομολόγου, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή είναι ούτως ή άλλως σε εξέλιξη και θα έπρεπε απλώς να διευρυνθεί για να βοηθήσει στην έξοδο από την κρίση.

? Τι ουσιαστικό διακυβεύεται; Ας (ξανα)προσγειωθούμε στην πραγματικότητα: όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ιδέα ενός κοινού ευρωομολόγου έχει ελάχιστες πιθανότητες να υλοποιηθεί, λόγω της κατηγορηματικής αντίθεσης της Γερμανίας (το διά μέσου "πηγών συμβούλων του προέδρου" αντίστοιχο "όχι" της Γαλλίας -βλ. δήλωση στο Reuters, αναδημοσιευμένη στα "Νέα", στις 10 Δεκεμβρίου- πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην πρόσκαιρη "συμμαχία" με τη Γερμανία και όχι σε βαθιά πεποίθηση). Όμως δεν μένουν και ίδια.

Η ιδέα καρπίζει ήδη επιστημονικά, αλλά κυρίως πολιτικά, ως ένα κρίσιμο -ίσως και απαραίτητο- βήμα στην πορεία μιας πραγματικής "οικονομικής διακυβέρνησης" της ευρωζώνης, αν αυτή δεν θέλει να χαθεί. Εξάλλου, τα πράγματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προχωρούν ποτέ με ευθύ και γρήγορο τρόπο. Ενδεχόμενο προσωρινό μπλοκάρισμα του ευρωομολόγου είναι πιθανόν να οδηγήσει σε ενδυνάμωση άλλων λύσεων και μέτρων, ακόμα και αν δεν έχουν την πολιτική δυναμική του, όπως είναι η ενίσχυση σε χρήμα και δυνατότητες του μόνιμου μηχανισμού (την οποία η καγκελάριος κ. Μέρκελ, ανταπαντώντας στη σφοδρή κριτική του κ. Γιούνκερ, φαίνεται τώρα να συζητά - βλ. "Financial Times", 9 Δεκεμβρίου 2010).

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέχει, κι εκεί όπου θα κριθούν τα πράγματα, είναι η πολιτική βούληση των Ευρωπαίων ηγετών (αφού το παιχνίδι παίζεται πια σχεδόν αποκλειστικά στο γήπεδο του συμβουλίου) να εγκαταλείψουν τις στρατηγικές "λογιστικής" μείωσης χρεών και ελλειμμάτων και να συντονιστούν μήπως και βρουν λύσεις για την πραγματική οικονομία, δηλαδή για την ανάπτυξη. Το ευρωομόλογο, που έχει ακόμα ένδοξες μέρες μπροστά του, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης σε αυτήν την αναγκαία μεταστροφή.

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, www.botopoulos.gr  

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v