"Η Ελλάδα δοκιμάζει τα νερά με... βουτιά!"

Η απόφαση του ΥΠΟΙΚ να βγει η Ελλάδα μέσα στον Ιούλιο στις διεθνείς αγορές είναι σίγουρα σημαντική, είναι όμως βέβαιο ότι εμπεριέχει ρίσκο, γράφει ο κ. Μποτόπουλος, αναλύοντας τα κύρια ζητήματα και ερωτήματα.

  • του Κώστα Μποτόπουλου (*)
Η Ελλάδα δοκιμάζει τα νερά με... βουτιά!
Η πολύ πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να βγει η Ελλάδα μέσα στον Ιούλιο στις διεθνείς αγορές είναι σίγουρα σημαντική. Το γεγονός ότι την ανακοίνωσε ο έως τώρα σιωπηλότερος του διδύμου της Πλατείας Συντάγματος, ο υφυπουργός κ. Φ. Σαχινίδης, δεν υποβαθμίζει τη σημασία της, μάλλον δείχνει ότι η -ευπρόσδεκτη- νότα αυτοσυγκράτησης βρίσκεται ανάμικτη με κάποια αγωνία. Το πολύ άμεσο μέλλον θα δείξει αν πίσω της κρύβεται θάρρος περισσότερο ή αποκοτιά.

Η κίνηση είναι βέβαιο ότι εμπεριέχει ρίσκο. Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, είναι μια κίνηση που δεν ήταν διόλου υποχρεωτική (το δάνειο των 110 δισ. από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ είχε ακριβώς ως στόχο να μη χρειάζεται η Ελλάδα να βγει στις αγορές) και, αν μεν επιτύχει, θα αποδώσει κυρίως ψυχολογικό κέρδος, αν όμως αποτύχει, θα χαθεί ή θα διακυβευθεί κάτι πιο σημαντικό.

Χωρίς να μπούμε σε προβλέψεις -είναι προφανές ότι όλοι θέλουμε να πετύχουν όλα τα μέτρα όσο το δυνατόν γρηγορότερης εξόδου από την κρίση-, ας θέσουμε με πολιτικό τρόπο τα κύρια ζητήματα και τα αντίστοιχα ερωτήματα, που θα μας βοηθήσουν ίσως να δούμε καθαρότερα και πού βρισκόμαστε σήμερα: 

* Οι τίτλοι (ομόλογα του Δημοσίου) για τους οποίους γίνεται λόγος θα έχουν ορίζοντα τρεις, έξι και δώδεκα μήνες, είναι δηλαδή βραχείας διάρκειας και γρήγορης αποπληρωμής.

Το γεγονός αυτό μειώνει το χρονικό ρίσκο (στο τέλος του 2011 θα καλυπτόμαστε ακόμα από το δάνειο των 110 δισ., άρα ο διακανονισμός θα είναι πιο εύκολος), μειώνει όμως και το πολιτικό κέρδος (η βασική δοκιμασία για την οικονομία μας θα είναι αν θα μπορέσει να σταθεί στις αγορές μόνη της, χωρίς το δεκανίκι εξωτερικής, και εξαιρετικής, βοήθειας).

Έτσι, και με δεδομένο ότι η ηρωική έξοδος δεν γίνεται για την οικονομία μας αλλά για την εικόνα της, αν μεν τα πράγματα πάνε καλά, οι κακόπιστοι (που δεν λείπουν, εντός και εκτός των τειχών) θα μπορούν να πουν ότι οι αγορές επιβράβευσαν μια "προστατευόμενη" οικονομία, αν όμως αυτό δεν συμβεί, το σήμα που θα δοθεί από τις δυσκολίες μιας υπό διεθνή προστασία Ελλάδας θα είναι πολύ ηχηρότερο. Αξίζει εν όψει αυτών το ρίσκο; 

* Η χρονική στιγμή που, ασφαλώς όχι τυχαία, επιλέχθηκε είναι πολύ κοντινή στην αρχή εφαρμογής του μνημονίου (και της νέας οικονομικής πολιτικής της χώρας).

Όταν βγούμε στις αγορές θα βρισκόμαστε αμέσως μετά τον πρώτο (αρκετά επιτυχή) "έλεγχο" της τρόικας Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ και ακριβώς πάνω στην (ελπιζόμενη) ψήφιση του πρώτου μεγάλου και δύσκολου νόμου της νέας εποχής, εκείνου που αφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα (η εργασιακή μεταρρύθμιση, ως γνωστόν, θα περιμένει).

Με αυτά τα δεδομένα, διερωτάται κανείς αν η επιβράβευση των αγορών θα αφορά σε επιβράβευση αποτελέσματος (είναι πολύ νωρίς) ή σε επιβράβευση προσπάθειας (που αφενός την έχουμε ήδη φραστικά από τα αρμόδια διεθνή όργανα, αφετέρου μάλλον αφήνει αδιάφορες τις αγορές).

Και πάλι τίθεται το ερώτημα της αποτελεσματικότητας: γιατί τώρα και όχι σε στιγμή όπου τα αποτελέσματα θα ήταν διαρκέστερα, άρα πιο αξιόπιστα; Κι αν αντίθετα υπάρξουν προβλήματα -πολιτικά ή κοινωνικά- με το ασφαλιστικό, αυτά πώς θα επηρεάσουν ή θα προσμετρηθούν; Συνέβαλε ή όχι στην επιλογή της στιγμής το γεγονός ότι την τρίτη εβδομάδα του Ιουλίου ομόλογα συνολικού ύψους 4,5 δισ. ευρώ από προηγούμενες δημοπρασίες καθίστανται ληξιπρόθεσμα; 

* Με τι κριτήρια θα κριθεί η επιτυχία του διαβήματος; Με δεδομένο ότι έλλειψη επενδυτών, λόγω των υψηλών επιτοκίων, δεν θα υπάρξει (το ίδιο συνέβη και σε πρόσφατες και δυσκολότερες ακόμα περιστάσεις), είναι μάλλον προφανές ότι δεν έχει νόημα να χρησιμοποιηθεί το κριτήριο της κάλυψης, ενώ αντίθετα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο το ύψος του επιτοκίου και του "πριμ κινδύνου" που θα αναδεχτεί η κυβέρνηση (τον Απρίλιο, σε χειρότερες, όπως προειπώθηκε, συνθήκες, για την κάλυψη των τότε ομολόγων η κυβέρνηση εγγυήθηκε για τους αγοραστές κέρδος διπλάσιο από την ακριβώς ίδιου τύπου συναλλαγή του Ιανουαρίου).

Με τι θα συγκριθεί η επικείμενη πώληση: με τα επίπεδα του Ιανουαρίου (άλλος κόσμος, προ ράλι σπρεντς, σχεδίου διάσωσης και μνημονίου) ή με εκείνα του Απριλίου (εξαιρετικά υψηλά λόγω αβεβαιότητας); Ως προς τα επιτόκια, η πώληση της 1ης Ιουλίου ισπανικών ομολόγων με επιτόκιο 3,657% (σε ανεκτή άνοδο 1,1% σε σχέση με δημοπρασία του Μαΐου) θα είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι (παρότι οι καταστάσεις των δύο χωρών είναι πολύ διαφορετικές), ένας εύκολος και λογικοφανής μπούσουλας.

Από την άλλη, το ύψος των επιτοκίων για το δικό μας δάνειο, αυτό που μας έδωσε η τρόικα, θα αποτελεί ασφαλώς έναν πήχη από τον οποίο θα πρέπει να περάσουμε αισθητά κάτω, μιας και πολλές φορές και απόλυτα δικαιολογημένα η κυβέρνηση και εμείς όλοι έχουμε πει ότι η Ευρώπη κάθε άλλο παρά εξάντλησε τα περιθώρια αλληλεγγύης της.

Το γεγονός επίσης της πρόσφατης -άδικης ασφαλώς, όμως "dura lex sed lex"- υποτίμησης της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς "σκουπιδιού" (junk) και από τον δεύτερο από τους τρεις διεθνείς οίκους μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αύξησης του επιτοκίου και του πριμ κινδύνου.

Δεν θα είχε νόημα να περιμένουμε μια πιθανή αναβάθμιση - που κάπως ήδη διαγράφεται και μέσα από τις διαβεβαιώσεις των ίδιων των οίκων και μέσα από τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μέτωπο της οικονομικής διακυβέρνησης; 

* Εντός του συμβολικού - ψυχολογικού πεδίου, στο οποίο είναι προφανές ότι αποσκοπεί η κυβέρνηση, τι είναι σημαντικότερο: ένα σήμα υπενθύμισης προς τις αγορές (το χρέος μας δεν έληξε επειδή πήραμε το δάνειο, θα σας χρειαστούμε σύντομα), ένα αίτημα αποδοχής αποτελέσματος (εμείς κάνουμε την προσπάθειά μας, να δούμε σε ποιον βαθμό το αντιλαμβάνεστε) ή μια επίδειξη αυτοπεποίθησης (είδατε ότι εμείς μπορούμε και ξαναβγαίνουμε στις αγορές, θα τα καταφέρουμε);

Αν ισχύει το πρώτο, το τι θα πουν οι αγορές είναι σχεδόν δευτερεύον (αν και η επιτυχία δεν μπορεί, όπως μόλις είδαμε, παρά να κριθεί με τέτοια μέτρα).

Το ρίσκο όμως μιας σχετικής έστω απογοήτευσης για ένα σήμα που στην ουσία και έχει δοθεί και έχει ληφθεί είναι δυσανάλογο. Αν θέλουμε το δεύτερο, πέφτουμε πάλι στους κινδύνους του χρονισμού ("το τάιμινγκ της Ελλάδας είναι αρκετά γενναίο" δήλωσε στη "Le Monde" της 1ης Ιουλίου ένας Γάλλος τραπεζίτης - και οι τραπεζίτες είναι γνωστοί για τα σχήματα λιτότητας που χρησιμοποιούν) καθώς και του υπερβολικά μεγάλου ρίσκου.

Αν στο μυαλό της κυβέρνησης υπάρχει κυρίως το τρίτο, έχουν άραγε υπολογιστεί η επίπτωση και οι πιθανές παρενέργειες για τους δανειστές μας της τρόικας; (Αν τα βγάζατε πέρα μόνοι σας, τότε μήπως βιαστήκατε να απαιτήσετε το δάνειο των 110 δισ.; Μήπως τώρα μπορείτε να τα καταφέρετε χωρίς να το εξαντλήσετε;) Κρίσιμο είναι επίσης το αν η κυβέρνηση έχει προβλέψει οδό διαφυγής.

Αν κάτι ως την τελευταία στιγμή πάει στραβά, θα είναι ασφαλώς ανώφελη η εξέλιξη μιας κίνησης ούτως ή άλλως υψηλού ρίσκου. Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση ενδεχόμενη απόσυρση μετά την επίσημη εξαγγελία θα προκαλέσει αντίθετο ψυχολογικό αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο και θα δοκιμάσει για μία ακόμα φορά τη γνωστή και όχι ιδιαίτερα ευχάριστη νευρικότητα των αγορών.

Συμπερασματικά: η κυβέρνηση αποφάσισε να δοκιμάσει νωρίς τα νερά των διεθνών αγορών. Ελπίζουμε να έχει δοκιμάσει -ή έστω έχει προσπαθήσει να υπολογίσει- τη θερμοκρασία τους. Το βέβαιο πάντως είναι ότι για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και σίγουρα για τη δική μας ο καιρός των αγορών δεν είναι το έστω μουντό καλοκαίρι, που κατά τα άλλα νιώθουμε στο αρκετά ταλαιπωρημένο κορμί μας.

www.botopoulos.gr  

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.

** Το βιβλίο του Κώστα Μποτόπουλου "Τα θεσμικά της κρίσης" κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις Εκδόσεις "Νέδα".

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v