Στις μέρες μας, παγκόσμιες ροές κεφαλαίων είναι περίπου 20 φορές υψηλότερες από το αντίστοιχο ύψος των διεθνών συναλλαγών σε αγαθά και υπηρεσίες. Αποτελούν έτσι μια σχεδόν αυτόνομη δραστηριότητα παραγωγής πλούτου, η οποία επηρεάζει ανάλογα και την πραγματική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, το παγκόσμιο χρέος φθάνει τα 320 τρισεκατομμύρια δολάρια και ξεπερνά τρεις φορές το αντίστοιχο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Πρόκειται για αριθμούς ελάχιστα γνωστούς αλλά κρίσιμους για το σήμερα και το αύριο της μεταλλασσόμενης διεθνούς οικονομίας. Μία διεθνής οικονομία που κυριαρχείται πλέον από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, του οποίου ο σκοτεινός πυρήνας δημιουργεί προβλήματα και ερωτήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διακεκριμένος οικονομολόγος και αρθρογράφος Τζον Κέι (John Kay), σε ένα εντυπωσιακό βιβλίο του υπό τον τίτλο «Με Τα Λεφτά Των Άλλων» (εκδόσεις Κέδρος), υποστηρίζει, παραθέτοντας άφθονα και αποκαλυπτικά στοιχεία, ότι η κερδοφορία στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι εν μέρει απατηλή και εν μέρει οφείλεται στην ιδιοποίηση πλούτου που δημιουργείται αλλού -με τα λεφτά των άλλων.
Δείχνει επίσης ότι ο τομέας αυτός έχει μεγεθυνθεί υπερβολικά και έχει μετατραπεί σε έναν κλάδο που κυρίως συναλλάσσεται με τον εαυτό του, μιλάει μαζί του και τον κρίνει με κριτήρια που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Ταυτοχρόνως επισημαίνει ότι η πλειονότητα του κόσμου έχει υιοθετήσει αυτά τα κριτήρια, συνδράμοντας έτσι στην επιβίωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία, λόγω απληστίας και κακοδιαχείρισης, έχουν επιφέρει κρίσεις και χρεοκοπίες -πάντα, βέβαια, με κάποιες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο καθηγητής Τζον Κέι πιστεύει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας των σύγχρονων δυτικών οικονομιών είναι πολύ μεγάλος. Απορροφά δυσανάλογο μερίδιο των ικανότερων αποφοίτων των κολεγίων και των πανεπιστημίων. Η δε μεγέθυνσή του δεν αντισταθμίστηκε από αντίστοιχες βελτιώσεις στην παροχή υπηρεσιών προς τη μη χρηματοπιστωτική οικονομία -προς τα συστήματα πληρωμών, την κατανομή κεφαλαίου, τον μετριασμό του ρίσκου και τη μακροχρόνια χρηματοοικονομική ασφάλεια για τα άτομα και την κοινωνία.
«Ο όγκος των συναλλαγών στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει φτάσει σε παράλογα επίπεδα, τα οποία μάλλον θέτουν εμπόδια παρά ενισχύουν την ποιότητα της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης και αυξάνουν αντί να διαφοροποιούν τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη η παγκόσμια οικονομία. Οι κεφαλαιακοί πόροι που χρειάζονται για να εναρμονίσουν αυτούς τους τεράστιους όγκους συναλλαγών με την οικονομική σταθερότητα δεν είναι διαθέσιμοι, ούτε και θα είναι. Η κλίμακα των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν οι χρηματιστές μέσα σε μία σύγχρονη επενδυτική τράπεζα δεν είναι βιώσιμη χωρίς την έμμεση και άμεση υποστήριξη από τις λιανικές καταθέσεις και από τους φορολογουμένους», γράφει ο Τζον Κέι.
Μέσα σε αυτό το πληθωρικό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, όπου από μόνη της η ταχύτητα ροής των κεφαλαίων δημιουργεί εύκολο και τεράστιο πλούτο, η παρούσα δομή του χρήματος απαιτεί τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων, ασυγκρίτως υψηλότερες από αυτές που καθορίζονται από τη Συμφωνία της Βασιλείας ΙΙΙ. Δεν είναι έτσι λίγοι οι οικονομολόγοι που επισημαίνουν ότι οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται πλέον τις χρηματοοικονομικές δηλώσεις των τραπεζών ή των ανθρώπων που τις διοικούν. Έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στη μακροπρόθεσμη κερδοφορία αυτών των ιδρυμάτων και φοβούνται ότι εάν οι τράπεζες δεν αποκομίζουν κέρδη, τόσο οι ρυθμιστικές αρχές όσο και τα ανώτατα στελέχη των τραπεζών θα έχουν άλλες προτεραιότητες και όχι τη διανομή μερισμάτων στους μετόχους.
«Αντ’ αυτού, η λύση που έχει υιοθετηθεί είναι να δανείζουν οι Κεντρικές Τράπεζες πολύ μεγάλα ποσά χρημάτων με χαμηλά επιτόκια στους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, με την ελπίδα ότι θα πραγματοποιήσουν επαρκή κέρδη από τις συναλλαγές ώστε να αναστυλώσουν τους ισολογισμούς τους. Όμως, κανένα λογικό επιχείρημα δεν μπορεί να αιτιολογήσει την απαίτηση να επιδοτούν οι φορολογούμενοι δι’ αυτού του τρόπου τις τράπεζες, ιδίως όταν μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών αφαιρείται για να πληρώνονται οι χρηματιστές και οι διευθυντές που φαινομενικά βρίσκονται υπό την εποπτεία του κράτους, επιτρέποντάς τους να αμείβονται με ποσά που οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Ταυτοχρόνως, οι τραπεζίτες και οι ομάδες πολιτικής πίεσης που δημιουργούνται διατείνονται ότι η διάθεση επαρκών ιδίων κεφαλαίων για τις τράπεζες θα μείωνε τις αποδόσεις επ’ αυτών σε μη ελκυστικά επίπεδα και θα εμπόδιζε την καλή λειτουργία των τραπεζών στον τομέα του δανεισμού προς την πραγματική οικονομία.
»Εάν οι τρέχουσες τραπεζικές δραστηριότητες δεν μπορούν να συγκεντρώσουν επαρκές μετοχικό κεφάλαιο για να εξασφαλίσουν την κατάλληλη κεφαλαιοποίηση ή για να κερδίσουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αποδόσεων επί αυτού του κεφαλαίου, εφόσον είναι κεφαλαιοποιημένες επαρκώς, το δίδαγμα της οικονομίας της αγοράς είναι σαφές: οι δραστηριότητες αυτές δεν πρέπει να διεξάγονται -ή, τουλάχιστον, η κλίμακα στην οποία διεξάγονται πρέπει να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πρέπει να δούμε το υπάρχον τραπεζικό σύστημα», υποστηρίζει ο καθηγητής Τζον Κέι.
Με αφορμή τις ποικίλες και εξαιρετικά τεκμηριωμένες διαπιστώσεις του, κάνει στο καθ’ όλα συναρπαστικό βιβλίο του μία σειρά προτάσεων οι οποίες αποσκοπούν στο να διαμορφώσουν έναν οδηγό για τους δημοκρατικούς πολιτικούς. Αυτούς που κατά την εκτίμησή του θα βρεθούν αντιμέτωποι με την προσεχή μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, μια και οι υποκείμενοι καθοριστικοί παράγοντες των επαναλαμβανόμενων κρίσεων δεν έχουν αλλάξει.
«Η Μεγάλη Ύφεση έφερε στον κόσμο πολιτική και οικονομική καταστροφή, αλλά η ικανή πολιτική ηγεσία της εποχής προχώρησε σε εσωτερικούς και διεθνείς συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, αν και χωρίς μεγάλο περιθώριο. Όσα διακυβεύονται είναι μεγάλα, αλλά ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι παιχνίδι και οι παρομοιώσεις με τον χώρο του αθλητισμού είναι ακατάλληλες. Είναι καιρός να σηκώσουμε ξανά τα μανίκια και να γυρίσουμε στη δουλειά, για τη σοβαρή και υπεύθυνη υπόθεση της διαχείρισης των χρημάτων των άλλων ανθρώπων», καταλήγει ο συγγραφέας -φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο και τον νέο τεράστιο ρόλο της πραγματικής οικονομίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.