Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

”Για όσους δεν κατάλαβαν: Επενδυτές, προσοχή!”

Προσοχή εκ μέρους των επενδυτών απαιτεί η ποιότητα της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, αλλά και ορισμένα (υπερ)αισιόδοξα μακροοικονομικά στοιχεία. Ποιος ο ρόλος του ευρώ και τι επενδυτικά ”μηνύματα” στέλνει η έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ. Γράφει ο Αντώνης Κεφαλάς.

”Για όσους δεν κατάλαβαν: Επενδυτές, προσοχή!”
του Αντώνη Κεφαλά

”Tα ανωτέρω υποδηλώνουν ότι η σημαντική αύξηση των καθαρών προ φόρων κερδών το 2006 δεν οφείλεται σε γενική βελτίωση της παραγωγικής λειτουργίας των επιχειρήσεων, αλλά αντανακλά την εξέλιξη των λοιπών εξόδων (τους)... διοίκησης - διάθεσης... χρηματοοικονομικών... και εκτάκτων, τα οποία στο σύνολό τους περιορίστηκαν στο 9,8% των πωλήσεων από 11,6%... το 2005” (Τράπεζα της Ελλάδος: Έκθεση διοικητή για το έτος 2006, σελ. 173).

Στο τέλος του 2004 ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών ήταν στις 2.786 μονάδες, στο τέλος του 2005 στις 3.664 και στο τέλος του 2006 στις 4.391. Θεωρητικά, η άνοδος του Δείκτη αντανακλά την άνοδο των κερδών - σε έναν συνδυασμό υλοποίησης και μελλοντικής προοπτικής.

Στην τριετία αυτή που ο Δείκτης αυξήθηκε κατά σχεδόν 58%, με αριθμητικό μέσο ετήσιο ρυθμό 19%, τα κέρδη αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,4%. Το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου πραγματοποιήθηκε το 2006 (16%), ενώ το 2005 η άνοδος των κερδών ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και το 2004 είχαν παρουσιάσει μικρή μείωση.

Τα στοιχεία αυτά αποκομίζονται από ένα δείγμα 472 εταιρειών του μη χρηματοπιστωτικού τομέα από τις οποίες οι 248 είναι εισηγμένες, όπως τονίζεται στο σχετικό εδάφιο της ανωτέρω έκθεσης του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.

Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου περιλαμβάνει, βέβαια, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες), επομένως η σύγκριση δεν είναι απόλυτα ακριβής.

Ο δείκτης των τραπεζών, εξάλλου, παρουσίασε τρομακτική άνοδο από τις 2.686 μονάδες το 2004 στις 6.194 μονάδες το 2006 και ευθύνεται τουλάχιστον για το 40% της ανόδου του Γενικού Δείκτη.

Παρά ταύτα, η διαφορά ανάμεσα στην άνοδο του Γενικού Δείκτη και στην άνοδο των κερδών των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων καθώς και των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εξακολουθεί να είναι σημαντική.

Το ανησυχητικό σημείο

Το ενδιαφέρον και ανησυχητικό σημείο από την έκθεση του διοικητή είναι η εκτίμηση ως προς την άνοδο των κερδών. Ειδικότερα, με αναφορά στην άνοδο ειδικά του 2006, η έκθεση αναφέρει τα εξής: ”Ένα σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των επιχειρήσεων το 2006 οφείλεται σε έσοδα κεφαλαίου ή σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων καθώς και σε άλλα έκτακτα και μη λειτουργικά έσοδα”.

Έχουμε σαφή προειδοποίηση, λοιπόν, ως προς την ποιότητα των κερδών των 472 επιχειρήσεων και μάλιστα των 248 εισηγμένων. Παράλληλα, η έκθεση παρατηρεί ότι από το 2006 και μετά τα χρηματοοικονομικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 33% σε σύγκριση με το 2005, διότι αυξήθηκε και ο όγκος δανεισμού τους και το κόστος του- δηλαδή το επιτόκιο.

Και η έκθεση πηγαίνει ένα βήμα πιο κάτω, με νέα προειδοποίηση: ”Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, ο λόγος των χρηματοπιστωτικών εξόδων προς τα μικτά κέρδη, που χρησιμοποιείται ως δείκτης χρηματοοικονομικής ευπάθειας των επιχειρήσεων, αυξήθηκε από 5,85% το 2005 σε 7,39% το 2006”.

Το ευρύτερο πλαίσιο

Το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν οι δείκτες αυτοί περιγράφεται με μάλλον επιφυλακτικά λόγια στην έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος. Παρατηρείται έτσι ότι η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών έφτασε το 81% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) δηλαδή τα 158 δισ. ευρώ στο τέλος του 2006, ενώ κάλυπτε το 69% του ΑΕΠ -δηλαδή 123 δισ.- στο τέλος του 2005. Η άνοδος αυτή κατά 28% είναι βέβαια πολύ μεγαλύτερη από την άνοδο του ΑΕΠ - ονομαστική και πραγματική.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει και το οποίο έμμεσα απαντά η έκθεση αφορά στην ”πραγματικότητα” της ανόδου των κερδών και της αξίας των μετοχών. Για όσους μπορούν να διαβάσουν ανάμεσα στις διπλωματικές -κατά το μάλλον ή ήττον- εκφράσεις της έκθεσης, το συμπέρασμα είναι σαφές: χρειάζεται προσοχή, τα πράγματα δεν είναι τόσο ωραία όσο φαίνονται.

Τα 3/4 των συναλλαγών πραγματοποιήθηκαν με ξένα κεφάλαια. Οι ξένοι κατέχουν τώρα πάνω από το 50% της χρηματιστηριακής αξίας του Χ.Α. Οι αγορές μετοχών από ξένους έφτασαν τα 6 δισ. ευρώ το 2006 και ήταν ήδη 5 δισ. το 2005. Στην πράξη, η εισροή αυτή αποτελεί ξένο δανεισμό της χώρας και επηρεάζει σημαντικά το συνολικό μέγεθος του εξωτερικού δανεισμού μας.

Στην ίδια κατηγορία τοποθετούνται και οι λεγόμενες ”λοιπές” επενδύσεις, οι οποίες ανήλθαν σε 11,5 δισ. ευρώ το 2006 -περίπου διπλάσιες από το 2005- οπότε μαζί με τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου έφτασαν τα 20 δισ., που αποτελούν εξωτερικό δανεισμό.

Στο προσκήνιο έρχεται, λοιπόν, και πάλι το τεράστιο θέμα της χρηματοδότησης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε συνδυασμό με την άλλη όψη του, την ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων. Σήμερα χρηματοδοτούμε το έλλειμμα (της αποταμίευσης και του ”καθρέφτη” ισοζυγίου) με ξένο δανεισμό. Ήδη το κόστος δανεισμού μας έχει αυξηθεί κατά περίπου 0,0476 μονάδα βάσης.

Οι λόγοι ανησυχίας

Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι πρόσκαιρες, αλλά αντανακλούν ορισμένες ευρύτερες και όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές τάσεις. Έτσι, οι τοποθετήσεις ξένων σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου μειώθηκαν το 2006 στα 11 δισ. ευρώ σε σύγκριση με 2 δισ. το 2005.

Η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων μπορεί να εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένη το 2006 σε σύγκριση με το 2005 (4,3 δισ. σε σύγκριση με 0,5 δισ.), αλλά αυτή είναι περιστασιακή, καθώς κατά 80% αφορά σε έξι συγκεκριμένες εξαγορές και από το ποσοστό αυτό το 60% σχετίζεται με την εξαγορά της Εμπορικής.

Εξάλλου, με την αυστηρή έννοια του όρου η εισροή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άμεση επένδυση -δηλαδή greenfield investment- διότι είναι τοποθέτηση σε ήδη υπάρχοντα πάγια και δεν έχει σχέση με τη δημιουργία νέων παγίων και θέσεων εργασίας.

Το τελικό συμπέρασμα είναι πως ορισμένοι δείκτες μπορεί να μας δημιουργούν αισιοδοξία: ο ρυθμός ανάπτυξης, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η σχετική συγκράτηση του πληθωρισμού και η -έστω και για περιστασιακούς λόγους- μικρή πτώση της ανεργίας.

Πίσω από τα ενθαρρυντικά αυτά σημάδια ελλοχεύουν κίνδυνοι: το έλλειμμα αποταμίευσης, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ο ξένος δανεισμός- δημόσιος και ιδιωτικός. Το ευρώ συγκαλύπτει τους κινδύνους αυτούς, αλλά η ανοιχτή εμφάνισή τους δεν αργεί. Η επίπτωση θα είναι- όπως πάντα πλέον- άμεση στην πραγματική οικονομία. Η πτώση της νομισματικής θα ακολουθήσει.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v