Η μπάλα μπροστά, κόντρα στην κρίση!

Με το μνημόνιο κλειδωμένο και με δεδομένες -επιτέλους- κάποιες θετικές συνέπειες από το σκληρό πακέτο μέτρων, το ζήτημα είναι πλέον πώς θα καταφέρουμε να βγούμε στην επίθεση. Γράφει ο Κ. Μποτόπουλος.

  • του Κώστα Μποτόπουλου (*)
Η μπάλα μπροστά, κόντρα στην κρίση!
Μέρες Μουντιάλ, ας χρησιμοποιήσουμε μια ποδοσφαιρική μεταφορά για το τι έχει μπροστά της η χώρα μας: με τη διεθνή θαλασσοπορία περαιωμένη και το ελληνικό πλοίο ελλιμενισμένο, το μνημόνιο κλειδωμένο και με δεδομένες -επιτέλους- κάποιες θετικές συνέπειες από το σκληρό πακέτο μέτρων (ιδίως όσον αφορά στην ποσοστιαία μείωση του ελλείμματος και στην αρχή εδραίωσης μιας σχετικής αξιοπιστίας στα μάτια των εταίρων μας -βλ. δηλώσεις Βαν Ρομπέι, Τρισέ, Στρος-Καν στις 10 Ιουνίου), το ζήτημα είναι πλέον πώς θα καταφέρουμε να βγούμε στην επίθεση.

Το έχουμε πει αρκετές φορές: η Ελλάδα και η κυβέρνησή της πρέπει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τετραγωνίσουν τον κύκλο, δηλαδή να επιτύχουν ανάπτυξη σε περιβάλλον ύφεσης. Αν δεν το καταφέρουν, κινδυνεύουν να δουν τις θυσίες της επόμενης τριετίας (γιατί τόσο χρόνο «αγοράσαμε» με τον μηχανισμό που στήθηκε από Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ) να μην οδηγούν σε αποτέλεσμα - ή μάλλον να οδηγούν σε μεγαλύτερο αδιέξοδο. Και τότε ο κύκλος θα γίνει μέγκενη - κάτι που ακόμα δεν έχουμε αποφύγει, αλλά δεν αποτελεί και νομοτέλεια.

Γνωρίζουμε όλοι καλά ότι το επόμενο τεστ της κατάστασης θα έρθει στα τέλη Ιουνίου, πιο κρίσιμο, όμως, θα είναι το φθινόπωρο. Τέλη Ιουνίου θα πάρουμε τον πρώτο έλεγχό μας από την τρόικα, όμως ήδη, παρά τα υπαρκτά και εν πολλοίς φυσιολογικά προβλήματα (βλ. το από 3-6-2010 άρθρο μου στο Euro2day), μπορούμε με αρκετά μεγάλη ασφάλεια να πούμε ότι δεν θα έχουμε πρόβλημα στη συνέχιση της βοήθειας και στην εκταμίευση της δεύτερης δόσης: αυτό υπαγορεύει στοιχειώδης επιείκεια, αυτοπροστασία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και επιβράβευση μιας μεγάλης πράγματι προσπάθειας.

Τον Σεπτέμβρη, όμως, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά: δεν θα υπάρχει η δικαιολογία του πρωτάρη, οι πολίτες θα έχουν νιώσει πιο βαθιά στο πετσί τους τα μέτρα, το καλοκαίρι -και ο τουρισμός- θα έχουν δώσει μια σαφή ένδειξη των πραγματικών επιπτώσεων της κρίσης, όλο και πιο δύσκολα νομοσχέδια θα πρέπει να ψηφίζονται και μέτρα να υλοποιούνται (αλλαγή στον νόμο περί προϋπολογισμού, διεύρυνση ΦΠΑ σε υπηρεσίες που σήμερα εξαιρούνται, αναπροσαρμογή αντικειμενικών αξιών ακινήτων, σύσταση ειδικής φορολογικής μονάδας ελέγχου των μεγάλων εισοδημάτων και των ελεύθερων επαγγελματιών, μεταρρύθμιση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, θέση σε πλήρη λειτουργία Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πλήρης εφαρμογή οδηγιών για τις υπηρεσίες, τις οδικές μεταφορές φορτίων, την απελευθέρωση της χονδρικής αγοράς ενέργειας).

Παράλληλα, θα αρχίσει η προεκλογική καμπάνια για τις δημοτικές εκλογές (άρα θα δοθεί ευκαιρία έκφρασης ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας), μεγέθη όπως ο πληθωρισμός και η ακρίβεια θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα ανεκτά αν μείνουν στα σημερινά τους επίπεδα, ενώ οι επιτηρητές μας θα έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις.

Για τον λόγο αυτόν πιστεύω ότι τώρα, πριν φύγουμε (έστω νοητά) για το καλοκαίρι, είναι η κατάλληλη στιγμή να θυμηθούμε και να θυμίσουμε, χωρίς υπερβολές αλλά και χωρίς ωραιοποιήσεις, τα στοιχήματα του «πραγματικού μας μέλλοντος» (βλ. το από 7-5-2010 άρθρο μου στο Euro2day). 

* Τι θα γίνει με τη διαρκώς παρεμποδιζόμενη «ανάπτυξη»; Κατ' αρχάς πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ο λόγος περί ανάπτυξης δεν ισοδυναμεί με πραγματική ανάπτυξη, το αντίθετο: όσο περισσότερο και πιο αόριστα μιλάμε για ανάπτυξη, τόσο δυσκολεύουμε την εκκίνησή της - η ώρα της εξειδίκευσης, της συγκεκριμενοποίησης, της λεπτομέρειας και της καινοτομίας έχει σημάνει εμφατικά.

Κατά δεύτερον, με δεδομένη την τεράστια εκ των συνθηκών (αλλά πλέον και εκ των Συνθηκών) δυσκολία (μίλησα ήδη για τετραγωνισμό του κύκλου), είναι απαραίτητο να βρεθεί, αν όχι πλήρης συντονισμός, πάντως ικανοποιητική συνέργεια μεταξύ των υπουργείων Οικονομικών και Οικονομίας (και Ανάπτυξης): όχι μόνο ο στόχος αλλά και τα εργαλεία είναι κοινά, από ουσιαστική δε όσο και από συμβολική άποψη (στα μάτια των Ελλήνων πολιτών αλλά και των ξένων επιτηρητών μας) είναι καταστροφικό να δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχουν εσωτερικοί ανταγωνισμοί, βιλαέτια ή μη επιλυόμενα διλήμματα.

Κατά τρίτον, σε ορισμένους τομείς αιχμής (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωροταξικό, τουρισμός, ναυτιλία) τίποτα δεν δικαιολογεί (παρ' όλο που τίποτα επίσης δεν είναι απλό) να μην είναι έτοιμο τον Σεπτέμβριο ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας με απλούστερες διαδικασίες, φρέσκες ιδέες και παράθυρα προς το μέλλον.

Κατά τέταρτον, στην αξιοποίηση των «σταθερών του συστήματος» (αναπτυξιακός νόμος και ΕΣΠΑ) οφείλει να γίνει ένα πραγματικό και μεγάλο ποσοτικό και κυρίως ποιοτικό άλμα: είναι εντελώς παράλογο οι μόνοι σίγουρα διαθέσιμοι πόροι να σπαταλώνται ή να μη χρησιμεύουν στο έπακρο - ειδικά δε για το ΕΣΠΑ, το 2011 θα ήταν ούτως ή άλλως και γίνεται ακόμα περισσότερο χρονιά καμπής.

Και κατά πέμπτον, σε λίγο μακρότερο χρόνο, πρέπει να αντιμετωπιστεί (με φορολογικές αλλαγές; άλλου είδους κίνητρα; τραπεζικές διευκολύνσεις μέσω των υπαρχόντων «πακέτων»; εντάξεις σε ειδικά προγράμματα;) το ζήτημα του στραγγαλισμού του εμπορίου, των επιχειρήσεων και της οικοδομής, που αποτελούν πυλώνες χωρίς τους οποίους καμία συζήτηση για ανάπτυξη και περιορισμό της ύφεσης δεν είναι δυνατή. 

* Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η συζήτηση, και η πιθανότητα, μιας «αναδιάρθωσης»; Καταλαβαίνω ότι η λέξη καίει και ότι η κυβέρνηση παλεύει, όχι άδικα, να περιορίσει τους συνειρμούς χρεοκοπίας και πανικού που μπορεί να δημιουργήσει. Όμως, μια ψύχραιμη αντιμετώπιση δείχνει ότι ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης των όρων αποπληρωμής των χρεών μας (γιατί περί αυτού πρόκειται) εκ των πραγμάτων θα τεθεί - η δε κυβέρνηση θα έπρεπε ήδη (πιστεύω ότι το κάνει) να το σκέπτεται.

Το βασικό επιχείρημα δεν είναι ότι το λένε πολλοί και έγκυροι οικονομολόγοι, που δεν μπορεί να είναι όλοι εχθροί της Ελλάδας, αλλά ότι το επιτάσσει η ίδια η λογική της προσπάθειάς μας και του είδους της βοήθειας που έχουμε λάβει: η δυνατότητα επιβολής νέων μέτρων και η άντληση κεφαλαίων από μηχανισμούς κάποια στιγμή θα εξαντληθεί (η πρώτη πολύ σύντομα, η δεύτερη το 2012), αλλά η οικονομία μας θα συνεχίσει να έχει προβλήματα αν δεν έχουν εν τω μεταξύ αλλάξει μια σειρά από δομικά δεδομένα στη σχέση της Ελλάδας με τις αγορές και τους δανειστές της. Πρέπει, συνεπώς, να προετοιμαζόμαστε για το εντελώς ρεαλιστικό ενδεχόμενο η έξωθεν βοήθεια και η εσωτερική εξυγίανση να μη συμπέσουν.

Προσοχή: Ο λόγος περί αναδιάρθωσης δεν είναι λόγος περί πτώχευσης, αλλά περί αποφυγής πιθανής μελλοντικής (αλλά όχι τόσο μακρινής και, αν συμβεί, μη αναστρέψιμης) επιστροφής σε αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων. Και δεν θα ήταν αυτό συνθηκολόγηση, αλλά το αντίθετό της: διαπραγμάτευση με εκείνους προς τους οποίους υπάρχουν υποχρεώσεις και οι οποίοι θα είχαν να κερδίσουν (μια αποπληρωμή με διαφορετικούς όρους) και όχι να χάσουν (ρισκάροντας ότι ο «ενάρετος κύκλος» της ελληνικής οικονομίας θα έρθει στην ώρα του).

Βεβαίως, για να είναι επωφελής η όλη διαδικασία θα πρέπει να εξασφαλιστούν δύο όροι (γι’ αυτό η συζήτηση και η προετοιμασία καλό είναι να αρχίσουν τώρα): συνεννόηση με τα «όργανα επιτήρησης», ώστε όχι μόνο να μην εκπλαγούν αλλά και να συμβάλουν, εφόσον πειστούν, στην ομαλότητα της διαδικασίας και στην εξάντληση των περιθωρίων μη εξόδου από το ευρώ, που θα είχε υπέρτερες αρνητικές συνέπειες.

Νομοτέλεια, πάντως, συνδυασμού αναδιάρθρωσης χρέους και αποχώρησης από το ευρώ από πουθενά δεν προκύπτει, αρκεί βέβαια να παίξουμε τα πολιτικά και διπλωματικά χαρτιά μας σωστά. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι εύκολη, ή η μόνη λύση, ή ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να τη συζητά δημόσια. Αρκεί να τη συζητά εκεί και όπως πρέπει

* Ποιες θα αποβούν και πώς μπορούν να ενισχυθούν οι αντοχές της κοινωνίας; Μπαίνουμε σε πιο πολιτικά, αλλά άρρηκτα δεμένα με τις οικονομικές εξελίξεις, θέματα: καμία τέτοιου μεγέθους προσπάθεια δεν μπορεί να ευοδωθεί με αντίπαλο το κοινωνικό σώμα. Το ότι υπάρχουν και θα υπάρξουν αντιδράσεις είναι απόλυτα υγιές και φυσιολογικό. Θεωρώ ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα -αλλά για πολύ λίγο ακόμη- στην κατάσταση του αθλητή αμέσως έπειτα από ένα σοβαρό χτύπημα: ξέρει ότι δεν θα μπορέσει να τρέξει αμέσως, αλλά δεν ξέρει πότε και αν θα μπορέσει να ξανατρέξει και δεν ξέρει επίσης αν το πονεμένο αλλά ακόμα ζεστό πόδι του θα εγχειριστεί ή θα ακρωτηριαστεί.

Η γκάμα των πιθανών αντιδράσεων κυμαίνεται από τη συναίνεση (που δεν είναι εφικτή για λόγους κουλτούρας, ιστορίας, συντεχνιακού χαρακτήρα διεκδικήσεων, πολιτικού συστήματος και πολιτικού προσωπικού) ως τη βίαιη απόρριψη (που θα ήταν καταστροφική), περνώντας από διάφορες διαβαθμίσεις ανοχής (ενεργητική ή παθητική, απελπισμένη ή με χαραμάδες δημιουργίας). Το ζητούμενο είναι τι κάνει η κυβέρνηση, και το πολιτικό σύστημα γενικότερα, για να αισθανθεί η κοινωνία ένα μίνιμουμ συμμετοχής, ευθύνης και υποχρέωσης.

Η εύκολη απάντηση θα ήταν να πούμε ότι η κοινωνία χρειάζεται ένα «σχέδιο», όμως είναι σχεδόν προφανές ότι άλλο από την επιβίωση και την αποφυγή της καταστροφής αυτήν τη στιγμή ούτε υπάρχει ούτε θα γίνει πιστευτό.

Το κλειδί άρα ίσως είναι ψυχικό, με την ευρύτερη έννοια του όρου: να μην ποδοπατηθούν κάποιες νοητές «κόκκινες γραμμές» (όχι αλαζονεία, όχι σκάνδαλα, όχι μέτρα διάκρισης και αυτοπροστασίας του πολιτικού συστήματος), να ληφθούν και να φανούν προς τα έξω μέτρα δικαιότητας, ακόμα και «θετικών διακρίσεων» (να περισωθούν καλύτερα οι φτωχοί του Ασφαλιστικού απ’ ό,τι περισώθηκαν οι φτωχοί του Φορολογικού, να βρεθεί τρόπος για ένα είδος στοχευμένου επιδόματος αλληλεγγύης, να μη μείνουν πολλά παραθυράκια στο επερχόμενο «ενιαίο» μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, να δοθεί εντολή στις εφορίες να μην κατάσχουν τις κουρτίνες του οφειλέτη 150 ευρώ, να μη σταματήσουν οι φορολογικοί έλεγχοι αλλά να μετριαστεί η εντυπωσιοθηρία τους).

Να μπορέσει, επίσης, η κυβέρνηση να κρατήσει την αξιοπρέπειά της -και την εθνική αξιοπρέπεια- σε σχέση με τον «ξένο» (έστω και φίλιο) παράγοντα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε μια περίοδο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση κλυδωνίζεται ισχυρά και βαθιά, αλλά αδιαφανώς, αλλάζει - και δεν πρέπει να την αφήσουμε να αλλάξει ερήμην μας. 

* Είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί η άφαντη προς το παρόν ενότητα της ελληνικής πολιτικής τάξης; Μέσα στην κρίση, τα κόμματα δεν έχουν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: φραστική μόνο αντίληψη του κοινού συμφέροντος, σκανδαλολογία και σκανδαλοθηρία, αδυναμία επικοινωνίας με την κοινωνία, μη εξύψωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, συχνή απαξίωση των θεσμών, μικροκομματικές ίντριγκες και πολυδιάσπαση αντί για συσπείρωση.

Κορυφαία δείγματα ανευθυνότητας, η αρχική απόρριψη (και από τη Νέα Δημοκρατία, που αναγκάστηκε να προσέλθει μόνο μετά τους νεκρούς της Marfin) της συνάντησης υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και η καταψήφιση (με τις γνωστές τιμητικές εξαιρέσεις, τόσο στο ελληνικό όσο και στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) από την αξιωματική αντιπολίτευση του «μηχανισμού της λιτότητας», παρόλο που η δική της διακυβέρνηση οδήγησε σε αυτόν, αλλά και αποτελούσε τον κορμό του προγράμματός της στις τελευταίες εκλογές.

Αλλά και η Αριστερά, που δεν διαθέτει πλέον, μετά το ψυχόδραμα του ΣΥΡΙΖΑ, εκπροσώπηση με μη «αντισυστημικά» χαρακτηριστικά, έχει επιλέξει τη λύση του «όχι σε όλα». Άλλο όμως η υποταγή και η μοιρολατρία (που δεν έχουν θέση σε μια χώρα σαν την Ελλάδα), άλλο η απόκρουση των μονόδρομων και των αδικιών (που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, καθήκον καθενός που εκφράζεται δημόσια) και άλλο η μη συμμετοχή στην πραγματικότητα.

Με την εξαίρεση μεμονωμένων προσώπων, που δεν είναι πολύ λίγα αλλά χάνονται μέσα στον ορυμαγδό, το ελληνικό κομματικό σύστημα δείχνει, κάποιες στιγμές, να οδεύει προς αύτανδρη βύθιση - βούτυρο στο ψωμί του πιο επικίνδυνου είδους λαϊκισμού. Η «κοινωνία των πολιτών» και η «διανόηση» είναι πάντα ανίσχυροι πόλοι. Αμυδροί φάροι η παρουσία και η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας και η επερχόμενη αλλαγή του εκλογικού συστήματος, που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επισπεύσει αλλαγές προσώπων και νοοτροπίας.

Οι συνθήκες είναι προφανώς δύσκολες, αλλά τα στοιχήματα είναι -για λίγο ακόμη- ανοικτά. Η βαριά μπάλα είναι στα πόδια μιας κυβέρνησης που έχει επίγνωση των προκλήσεων και σύντομα θα μας αποδείξει αν έχει και τις δυνατότητες (με τη συνδρομή όλων μας, εφόσον ζητηθεί) να τις ξεπεράσει.

www.botopoulos.gr

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v