Παρά την προφανή καινοτομία του facial recognition, καθώς και την αναμφισβήτητη χρησιμότητά του στην παροχή υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, σε τράπεζες ή άλλες επιχειρήσεις σε θέματα ταυτοποίησης, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση της έχει οδηγήσει και σε πολλές συζητήσεις, αναφορικά με το κατά πόσο παραβιάζονται ή όχι τα προσωπικά δεδομένα των καταγραφόμενων ατόμων.
Το facial recognition, στην πραγματικότητα, είναι μια διαδικασία σε τρία στάδια: την οπτική αναγνώριση ενός ανθρώπινου προσώπου εντός μίας εικόνας ή βίντεο, την καταγραφή του συγκεκριμένου προσώπου, όπου το τελευταίο μετατρέπεται από εικόνα σε δεδομένα που αντιστοιχούν στα φυσικά χαρακτηριστικά του και, τέλος, την ταυτοποίηση του προσώπου, διαδικασία κατά την οποία ελέγχεται η ταυτότητά του σε αντιστοίχιση με σχετικές βάσεις δεδομένων.
Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρόλο παίζει και η βιομετρία, με τη χρήση 2D και 3D αισθητήρων, η οποία επιτρέπει την κατά το δυνατόν ακριβέστερη ταυτοποίηση ενός ατόμου, βάσει συγκεκριμένων φυσικών χαρακτηριστικών του.
Η συγκεκριμένη εφαρμογή λογισμικού έχει βρει αρκετούς υποστηρικτές, κυρίως λόγω της ταχύτητας με την οποία γίνεται, αλλά και της απουσίας οποιασδήποτε «ζωντανής» αλληλεπίδρασης με το άτομο-στόχο, η οποία διευκολύνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πράγματα.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία, λόγω της ιδιαιτερότητάς της, έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, εταιρειών- Κoλοσσών όπως οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft, οι οποίες την έχουν χρησιμοποιήσει σε ένα ή περισσότερα προϊόντα τους, προχωρώντας μάλιστα και στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Με την πάροδο του χρόνου, η ακρίβεια και, ταυτόχρονα, η αποτελεσματικότητα του facial recognition έχει αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό, όπως καταδεικνύει σχετική έκθεση του National Institute of Standards & Technology.
Αξιοποίηση και πρακτικές εφαρμογές
Το facial recognition μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές χρήσεις. Συγκεκριμένα, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο λήψης μέτρων ασφαλείας ή επιβολής του νόμου (αποτελώντας μέρος της διαδικασίας έκδοσης διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας, σε συνοριακούς και αστυνομικούς ελέγχους), καθώς και μέσω ενσωμάτωσης σε drones ή κάμερες ασφαλείας που επιτρέπουν την οπτική αναγνώριση και ταυτοποίηση ενός ατόμου.
Επίσης, από τη συγκεκριμένη εφαρμογή κερδισμένος μπορεί να βγει και ο τομέας της υγείας, μέσω της καλύτερης - εξ αποστάσεως - παρακολούθησης ενός ασθενούς, ενδεχομένως και της διάγνωσης ασθενειών μέσω συμπτωμάτων που ένας άνθρωπος δεν θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει, αλλά η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί.
Ένας άλλος τομέας είναι εκείνος του marketing και του retail, όπου το facial recognition μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατηγοριοποίηση και καλύτερη καταγραφή κάθε πελάτη, βάσει του αγοραστικού προφίλ και της συμπεριφοράς του, οδηγώντας στην καλύτερη «στοχοποίησή» του ως προς τις προσφερόμενες υπηρεσίες ή προϊόντα.
Η ευρύτερη χρήση της συγκεκριμένης εφαρμογής περιορίζεται, κυρίως, για την ώρα, στην Κίνα (με πολλά ερωτηματικά, όσον αφορά το κοινωνικό και ηθικό πλαίσιο), χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως χρήση δεν γίνεται και σε άλλες χώρες ή περιοχές.
Μεταξύ άλλων, επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο, για την καλύτερη ταυτοποίηση του φίλαθλου κοινού, ένα ήδη χρησιμοποιείται πιλοτικά στο Σίδνεϋ τη Αυστραλίας για τη συντόμευση και απλοποίηση των διαδικασιών ελέγχου διαβατηρίων.
Τέλος, η Ινδία αναμένεται εντός του έτους να θέσει σε εφαρμογή το ακριβότερο παγκοσμίως σύστημα facial recognition, με στόχο την καλύτερη εφαρμογή του νόμου σ' αυτή τη τεράστια χώρα. Βεβαίως, ως προς τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας υπάρχουν και αρκετές αντίθετες «φωνές», κυρίως όσοι αφορά στους κινδύνους παραβίασης των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, που πάντως προστατεύονται σε κοινωνίες όπως οι ευρωπαϊκές, με σχετικούς κανονισμούς όπως το GDPR ή, στις ΗΠΑ, το California Consumer Privacy Act (CCPA).
Το τελευταίο, παρότι πολιτειακού επιπέδου, θα μπορούσε σταδιακά να βρει πεδίο εφαρμογής και σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, παρά τις όποιες αντιδράσεις ως προς τον τρόπο χρήσης, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι πρόκειται για σημαντική τεχνολογική πρόοδο, η οποία είναι δυνατό να απλοποιήσει και, παράλληλα, να επιταχύνει διαδικασίες, στο πλαίσιο της καθημερινότητας του πολίτη.
* Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Leading»