Σε μία περίοδο κατά την οποία οι πολίτες βομβαρδίζονται με αριθμούς και, έως έναν βαθμό, βιώνουν την τρομοκρατία τους, το βιβλίο «Χρηματοοικονομική Νοημοσύνη, τί πραγματικά φανερώνουν οι αριθμοί» (εκδ. Κριτική) αποτελεί αναγνωστική απόλαυση, αφ’ ενός, και πολύτιμο εργαλείο γνώσεως, αφ’ ετέρου. Με συγγραφείς τους συμβούλους επιχειρήσεων Karen Berman, Joe Knight και John Case, το βιβλίο στην ουσία μάς λέει γιατί δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους αριθμούς.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι, αν διαβάζετε τακτικά τις εφημερίδες, θα έχετε μάθε αρκετά τα τελευταία χρόνια για όλους τους υπέροχους τρόπους που βρίσκουν οι άνθρωποι για να «μαγειρέψουν» τα λογιστικά βιβλία μιας εταιρείας.
Καταγράφουν ανύπαρκτες πωλήσεις, αποκρύπτουν δαπάνες. Ορισμένες από τις τεχνικές είναι ευχάριστα απλές –όπως μία εταιρεία λογισμικού, πριν μερικά χρόνια, που «φούσκωσε» τις πωλήσεις της στέλνοντας στους πελάτες της άδεια κουτιά λίγο πριν το τέλος του τριμήνου. Οι πελάτες, φυσικά, έστειλαν τα κουτιά πίσω, αλλά αυτό έγινε το επόμενο τρίμηνο. Άλλες τεχνικές είναι πολύπλοκες και σχεδόν δεν γίνονται κατανοητές –χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσουν οι λογιστές και οι διωκτικές αρχές να καταλάβουν τί έγινε με τις αναληθείς συναλλαγές της Enron. Όσο υπάρχουν κλέφτες και ψεύτες στον κόσμο, κάποιοι από αυτούς θα βρίσκουν τρόπους να διαπράττουν απάτες και καταχρήσεις.
Ίσως, όμως, να έχετε παρατηρήσει και κάτι άλλο για τον μυστικό κόσμο των χρηματοοικονομικών. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις βρίσκουν απόλυτα νόμιμους τρόπους για να κάνουν τα βιβλία τους να φαίνονται καλύτερα από ό,τι είναι. Φυσικά, τα νόμιμα αυτά εργαλεία δεν είναι το ίδιο ισχυρά με την καθαρή απάτη. Δεν μπορούν να κάνουν μία χρεοκοπημένη εταιρεία να δείχνει κερδοφόρα, τουλάχιστον όχι για μεγάλο διάστημα. Αλλά είναι απίστευτο το τί μπορούν να κάνουν.
Για παράδειγμα, μία τεχνική που λέγεται εφάπαξ χρέωση επιτρέπει στην εταιρεία να «στριμώξει» μία ομάδα αρνητικών αποτελεσμάτων στα αποτελέσματα ενός τριμήνου, έτσι ώστε τα αποτελέσματα των επόμενων τριμήνων να παρουσιάζονται καλύτερα. Εναλλακτικά, το «ανακάτεμα» των δαπανών από την μία κατηγορία στην άλλη μπορεί να ομορφύνει τα τριμηνιαία κέρδη μιας εταιρείας και να ωθήσει προς τα πάνω την τιμή της μετοχής της.
Οι μη ειδικοί μπορεί να σαστίσουν μπροστά σε τέτοιους ελιγμούς, που περιβάλλονται με πέπλο μυστηρίου. Σχεδόν τα πάντα στον κόσμο των επιχειρήσεων είναι υποκειμενικά –το μάρκετινγκ, η έρευνα και ανάπτυξη, η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, η επιλογή στρατηγικής, κλπ εξαρτώνται από την εμπειρία, την κρίση και τα στοιχεία που έχει κανείς στην διάθεσή του για να αποφασίσει. Τα χρηματοοικονομικά, όμως;
Η λογιστική; Βεβαίως, τα μεγέθη που παρουσιάζουν αυτά τα τμήματα είναι αντικειμενικά: μαύρα ή άσπρα, μη αμφισβητήσιμα. Βεβαίως, η εταιρεία πούλησε ό,τι πούλησε, ξόδεψε ό,τι ξόδεψε και κέρδισε ό,τι κέρδισε. Ακόμη και σε περίπτωση απάτης –εκτός αν η εταιρεία όντως στέλνει άδεια κουτιά– πώς μπορούν τα στελέχη της να κάνουν την αλήθεια να δείχνει τόσο διαφορετική από ό,τι είναι στην πραγματικότητα; Αλλά και όταν δεν τίθεται θέμα απάτης, πώς μπορούν να «μαγειρεύουν» τόσο εύκολα τα καθαρά κέρδη;
Η απάντηση που δίνουν οι συγγραφείς στο περί χρηματοοικονομικής νοημοσύνης βιβλίο τους είναι θαυμάσια και από κάθε άποψη αποκαλυπτική. Εξηγούν και ερμηνεύουν την τέχνη των χρηματοοικονομικών. Τονίζουν, έτσι, ότι γεγονός είναι πως η λογιστική και τα χρηματοοικονομικά, όπως και όλα τα άλλα αντικείμενα που συνδέονται με τις επιχειρήσεις, δεν είναι απλές επιστήμες –αγγίζουν τα όρια της τέχνης. Μπορείτε να πείτε ότι είναι το μυστικό του διευθυντή οικονομικών υπηρεσιών ή του ελεγκτή, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι μυστικό, είναι μία αλήθεια την οποία γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με τα χρηματοοικονομικά.
Το πρόβλημα είναι ότι όλοι οι υπόλοιποι έχουμε την τάση να το ξεχνάμε. Νομίζουμε ότι το κάθε μέγεθος που βλέπουμε στα αποτελέσματα χρήσεως ή στις εκθέσεις και τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει η διεύθυνση οικονομικών υπηρεσιών για την διοίκηση αντιπροσωπεύει με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει πάντα, καθώς ακόμη και οι «μάγοι» των λογαριασμών δεν μπορούν να τα ξέρουν όλα. Δεν μπορούν να ξέρουν τί ακριβώς κάνει ο καθένας στην εταιρεία κάθε μέρα, οπότε δεν ξέρουν πώς ακριβώς να επιμερίσουν τις δαπάνες. Δεν μπορούν να ξέρουν ακριβώς πόσο χρόνο ζωής θα έχει ένα μηχάνημα, οπότε δεν ξέρουν τί ποσοστό από το αρχικό κόστος θα πρέπει να αποσβένουν κάθε χρόνο.
«Η τέχνη της λογιστικής και των χρηματοοικονομικών είναι η τέχνη τού να χρησιμοποιεί κανείς περιορισμένα στοιχεία για να φθάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μία ακριβή περιγραφή της επίδοσης μιας εταιρείας. Η λογιστική και τα χρηματοοικονομικά δεν είναι η πραγματικότητα· αποτελούν αντανάκλαση της πραγματικότητας και η ακρίβεια αυτής της αντανάκλασης εξαρτάται από το κατά πόσον οι λογιστές και οι οικονομολόγοι είναι σε θέση να κάνουν εύλογες παραδοχές και λογικές εκτιμήσεις», υποστηρίζουν οι συγγραφείς.
Αυτό δεν είναι εύκολη δουλειά. Μερικές φορές, τα οικονομικά στελέχη είναι αναγκασμένα να ποσοτικοποιήσουν κάτι που δεν ποσοτικοποιείται εύκολα. Άλλοτε πάλι, καλούνται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις ως προς το πώς να κατηγοριοποιήσουν ένα συγκεκριμένο κονδύλι. Αυτές οι δυσκολίες δεν συνδέονται απαραιτήτως με την προσπάθειά τους να «μαγειρέψουν» τα βιβλία και δεν σημαίνει ότι δεν είναι ικανοί. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι λογιστές και τα οικονομικά στελέχη πρέπει να προβούν σε βάσιμες υποθέσεις για την οικονομική πλευρά της επιχείρησης και να το κάνουν όλη μέρα, κάθε μέρα.
Αποτέλεσμα των παραπάνω παραδοχών είναι συνήθως η μεροληψία στους αριθμούς, χωρίς η λέξη αυτή να υποκρύπτει κάποια απάτη. Απλώς υποδηλώνει ότι τα οικονομικά στελέχη μιας επιχείρησης μπορούν να επιλέγουν κατευθύνσεις, με συγκεκριμένες παραδοχές και κατευθύνεις και όχι άλλες. Στο πλαίσιο αυτό, η χρηματοοικονομική νοημοσύνη αποτελεί ένα σύνολο δεξιοτήτων τις οποίες όλοι πρέπει –και μπορούν– να αποκτήσουν.
Αυτό είναι εφικτό τόσο για τα στελέχη των επιχειρήσεων, όσο και για όποιον θα ήθελε να μυηθεί στην μαγεία των αριθμών.