Ή αλλάζουμε οικονομικό μοντέλο ή σερνόμαστε

Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης συνοδεύεται τελευταία από αύξηση των εισαγωγών, κυρίως των καταναλωτικών, και κόπωση των εξαγωγών. Αν όμως το οικονομικό υπόδειγμα δεν αλλάξει, η στασιμότητα μας περιμένει.

Ή αλλάζουμε οικονομικό μοντέλο ή σερνόμαστε

Τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά υποδείγματα που χαρακτηρίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη είναι τέσσερα, σύμφωνα με παλαιότερες εμπειρικές και θεωρητικές αναλύσεις.

Πρώτον, το μοντέλο της «Ηπειρωτικής Ευρώπης» ή «Ρηνανικό», το οποίο συναντά κάποιος στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Δεύτερον, το Μεσογειακό μοντέλο, που συναντά κανείς στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία. Τρίτον, το Αγγλοσαξονικό μοντέλο, που εφαρμόζεται στη Βρετανία και στην Ιρλανδία και τέταρτον, το Σκανδιναβικό μοντέλο, που εφαρμόζεται στη Σουηδία, στην Φινλανδία, στην Ολλανδία και στη Δανία.

Διάφορες εργασίες έχουν δείξει ότι τα δύο πιο αποτελεσματικά υποδείγματα από τα ανωτέρω είναι το Αγγλοσαξονικό και το Σκανδιναβικό. Από την άλλη μεριά, το πλέον προβληματικό μοντέλο εμφανίζεται να είναι το Μεσογειακό. Το τελευταίο δεν ευνοεί την απασχόληση και δεν καταπολεμά αποτελεσματικά τη φτώχεια αλλά δίνει έμφαση στην προστασία των ήδη εργαζομένων και των συνταξιούχων, σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel.

Ισως τίποτε άλλο δεν αποτυπώνει καλύτερα το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο από το εξωτερικό ισοζύγιο. Στην Ελλάδα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σχεδόν μόνιμα ελλειμματικό, αντικατοπτρίζοντας  τη δομή της οικονομίας της ή το παραγωγικό της μοντέλο, αν προτιμάτε. 

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η εσωτερική ζήτηση, η οποία τροφοδοτείται κυρίως από την κατανάλωση, η οποία ξεπερνά το 80% του ΑΕΠ, και δευτερευόντως από τις επενδύσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μόλις το 14% του ΑΕΠ, διογκώνει τις εισαγωγές. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που ο ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης υπερακοντίζει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.    

Στην πλευρά των εξαγωγών έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Αφενός, λόγω των μεταρρυθμίσεων που έγιναν την περίοδο της κρίσης και αφετέρου, του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας στον τουρισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών φθάνουν πλέον το 50% του ΑΕΠ έναντι 22% περίπου κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2007.

Η σημαντική αύξηση των εξαγωγών για μια δεκαετία και πλέον έχει συμβάλει στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών υπερβαίνει πλέον το 100% του ΑΕΠ. Θεωρητικά, οι πιο εξωστρεφείς οικονομίες αναπτύσσονται ταχύτερα. 

Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα αποτέλεσε την εξαίρεση την μεταπολεμική περίοδο καθώς σημείωσε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αν και η εξωστρέφεια της οικονομίας της ήταν χαμηλή και ιδιαίτερα οι εξαγωγές.

Το μεταπολεμικό παραγωγικό μοντέλο στηριζόταν στην αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, ενώ οι εξαγωγές ήταν χαμηλές προς το ΑΕΠ. Στο σημερινό υπόδειγμα, η κατανάλωση παραμένει υψηλή προς το ΑΕΠ αλλά οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει αισθητά ενώ οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί σημαντικά.

Ετσι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ελλειμματικό. Για την ακρίβεια, αυξήθηκε κατά 675 εκατ. ευρώ, περίπου στα 8,8 δισ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2024, με τις εξαγωγές αγαθών να μειώνονται και τις εισαγωγές να αυξάνονται.

Προφανώς, η διόρθωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών απαιτεί ταχύτερη άνοδο των εξαγωγών από τις εισαγωγές. Το Μεσογειακό αναπτυξιακό μοντέλο δεν ενδείκνυται για κάτι τέτοιο και το επιθυμητό υπόδειγμα με αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών εις βάρος της κατανάλωσης δεν μοιάζει για την ώρα εφικτό.

Η αύξηση των επενδύσεων κοντά στο 20% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια από 14% το 2023 μοιάζει δύσκολο στοίχημα αλλά όχι τελείως ανέφικτο. Όμως, οι επενδύσεις θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των εξαγωγών ή/και την υποκατάσταση των εισαγωγών αγαθών για να έχουν θετικό αντίκτυπο στο εξωτερικό ισοζύγιο μεσοπρόθεσμα. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται.      

Επίσης, η ιδιωτική κατανάλωση δεν είναι πιθανόν να υποχωρήσει, όσο επίσημη κυβερνητική πολιτική είναι η αύξηση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η αύξηση των φόρων κατανάλωσης θα ήταν μια εναλλακτική, αλλά είναι πολιτικά αδύνατη.

Οσο όμως το παραγωγικό μοντέλο δεν αλλάζει επαρκώς, έστω σταδιακά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας, δυσκολεύοντας την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.  

Αυτό σημαίνει ότι με τις θετικές επιπτώσεις από τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης να αναμένεται ότι θα εξασθενήσουν μετά το 2026, η ελληνική οικονομία είναι πιθανόν να μπει σε φάση στασιμότητας από εκεί και πέρα


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v