Αρκετά χρόνια τώρα υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση περί συνεργασίας και σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας. Η προσέγγιση του θέματος, όμως, είναι διαφορετική, ανάλογα με την ομάδα στην οποία ανήκει ο καθένας.
Αν είσαι στην πλευρά του Δημοσίου, θέλεις ή, καλύτερα, «απαιτείς», να πάρεις υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα είτε δωρεάν είτε δίνοντας τιμές που γνωρίζεις ότι δεν καλύπτουν το κόστος των υπηρεσιών που λαμβάνεις. Αν είσαι στην πλευρά του ιδιωτικού, συνήθως προσπαθείς να μεγιστοποιήσεις το όφελος. Όμως, με τις δραματικές καταστάσεις που ζούμε λόγω της πανδημίας της Covid-19 (ευτυχώς όχι στη χώρα μας), βλέπουμε ότι καμία υγειονομική μονάδα, σε όποιον τομέα κι αν ανήκει, δεν περισσεύει.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα, ενόψει και μιας πιθανής αναζωπύρωσης του προβλήματος του κορωνοϊού ή άλλων μελλοντικών πανδημιών, οι φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με συντονιστή το Υπουργείο Υγείας, να συμφωνήσουν σε συνεργασία ή ακόμα και συμπράξεις σε διάφορους τομείς.
Στόχος ο ΕΟΠΥΥ και τα λοιπά ασφαλιστικά ταμεία να αγοράζουν για τους ασφαλισμένους τους περισσότερες και καλού επιπέδου υπηρεσίες και οι μονάδες του ιδιωτικού τομέα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε τιμές που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της εξασφάλισης χιλιάδων θέσεων εργασίας και των φόρων που θα πληρώσουν.
Πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας στον χώρο της υγείας δεν είναι ανταγωνιστές αλλά συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Αυτό αποτελεί το κρισιμότερο θέμα για το ελληνικό σύστημα υγείας. Προς το παρόν, το κράτος έχει το μάνατζμεντ των δημόσιων νοσοκομείων και μόνο μερικώς παράγει εθνική πολιτική, με την έννοια της διατύπωσης κατευθυντήριων γραμμών για το παρόν και το μέλλον. Επιπλέον, το κράτος έχει υποκύψει στον συνήθη πειρασμό να μην ασκεί ανεξάρτητη και αυστηρή εποπτεία στον εαυτό του.
Συνεπώς υπάρχουν δύο λύσεις: ή το κράτος θα αποποιηθεί τον ρόλο του μάνατζερ και θα γίνει αυτό που πρέπει, δηλαδή να λειτουργεί επιτελικά καθορίζοντας ενιαίους κανόνες λειτουργίας για όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην παροχή υπηρεσιών υγείας, είτε είναι δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, εποπτεύοντας την εφαρμογή τους, ή θα γίνει καλύτερος μάνατζερ. Με βάση τη γενική πείρα, τα κράτη δεν είναι ποτέ οι καλύτεροι δυνατοί μάνατζερ και οι πιθανότητες να γίνει το θαύμα στην Ελλάδα είναι περίπου μηδαμινές.
Ο βασικός σκοπός του Υπουργείου Υγείας είναι να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες. Με τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σήμερα και μετά τη μακρόχρονη οικονομική κρίση, το υπουργείο πρέπει να αναζητά ποιοτικές υπηρεσίες για τους πολίτες, με το καλύτερο δυνατό κόστος, ανεξάρτητα από πού προέρχονται. Και σε αυτό το επίπεδο, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες σε χαμηλότερο συνολικό κόστος από το αντίστοιχο του δημόσιου τομέα.
Στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε ένταξη του ιδιωτικού τομέα στον γενικότερο σχεδιασμό του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ενός τομέα που παρέχει πλέον του 40% των παρεχόμενων υπηρεσιών του κλάδου.
Η ανάπτυξη μιας τέτοιας σύμπραξης με την ένταξη του ιδιωτικού τομέα στον εθνικό σχεδιασμό και της αγοράς υπηρεσιών από αυτόν θα εκσυγχρονίσει και θα συμβάλει στην ποιοτική βιωσιμότητα του συστήματος υγείας.
Ο ιατρικός τουρισμός
Ένας άλλος τομέας όπου η συνεργασία και η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού θα επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία είναι ο ιατρικός τουρισμός. Απαραίτητη η συνεργασία, αν θέλουμε να βάλουμε την Ελλάδα στον χάρτη του παγκόσμιου ιατρικού τουρισμού.
Δύο είναι τα είδη του ιατρικού τουρισμού:
• Εξερχόμενος ιατρικός τουρισμός. Τα τελευταία χρόνια, ελάχιστες πράξεις δεν γίνονται στην Ελλάδα και τα ποσοστά επιτυχίας είναι ίδια όπως και στα κέντρα του εξωτερικού. Μπορούμε, εκμεταλλευόμενοι ως χώρα τις υπηρεσίες που προσφέρει ο ιδιωτικός τομέας, να εξοικονομούμε πολλά εκατομμύρια κάθε χρόνο από τις υπηρεσίες που μπορεί να παρέχει προς τους πολίτες.
• Εισερχόμενος ιατρικός τουρισμός. Δύο οι λόγοι που φεύγει κάποιος από τη χώρα του για να αναζητήσει υπηρεσίες υγείας στο εξωτερικό. Πρώτον, δεν βρίσκει την υπηρεσία στη χώρα του ή η ποιότητα δεν είναι σε καλό επίπεδο. Συνήθως είναι υψηλού εισοδηματικού επιπέδου και σπάνια μας προτιμούν. Δεύτερον, αναζητά φθηνότερες υπηρεσίες. Δεν είμαστε φθηνοί. Το 24% ΦΠΑ που επιβάλλεται σε όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες μάς βγάζει εκτός αγοράς. Τουλάχιστον για μη κατοίκους Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι μηδέν, όπως στην αγορά προϊόντων.
Έχουμε καλά νοσοκομεία με σύγχρονο εξοπλισμό, υψηλότατου επιπέδου ιατρούς, εφαρμόζουμε όλα τα σύγχρονα θεραπευτικά πρωτόκολλα, αλλά υπάρχει πρόβλημα με την αναγνωρισιμότητα της χώρας. Χρειάζεται προβολή. Η χώρα δεν υπάρχει στον χάρτη του ιατρικού τουρισμού. Οι όποιες προσπάθειες γίνονται από τους παρόχους ατομικά, ενώ η Τουρκία έχει μόνιμο κυβερνητικό εκπρόσωπο και μεγάλο budget προβολής.
Τελικά, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει πράξη η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία. Ας παραμερίσουμε προκαταλήψεις και ιδεοληψίες και ας βρούμε την καλύτερη λύση. Θα είναι ωφέλιμο τόσο για την υγεία των πολιτών όσο και για την εθνική οικονομία.
Δείτε εδώ την έκδοση Health & Care του Euro2day.gr
*Ο κ. Ανδρέας Καρταπάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΥΓΕΙΑ.