Στο σύστημα υγείας, οι υπηρεσίες και οι διαδικασίες δεν έχουν αξία από μόνες τους. Αποκτούν αξία μόνο στον βαθμό που ανταποκρίνονται με αποτελεσματικό τρόπο στα προβλήματα και στις ανάγκες του ασθενούς.
Έχει, λοιπόν, σημασία, οι γιατροί και οι νοσηλευτές να είναι ικανοί, δραστήριοι και παραγωγικοί, ενώ ο τρόπος με τον οποίο αμείβονται θα πρέπει να ενισχύει την ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων.
Είναι όμως επίσης αληθές ότι μερικές φορές οι ιατρικές επεμβάσεις μπορεί να αποδειχθούν άχρηστες ή ακόμη και επιζήμιες, ανεξάρτητα από την τεχνική τους αρτιότητα ή αποδοτικότητα.
Το να «κανείς το σωστό» είναι εξίσου σημαντικό με το «να το κάνεις σωστά» και ορισμένες φορές το σωστό -δηλαδή η καλύτερη δυνατή φροντίδα- είναι να μην κάνεις πολλά.
Σε τελική ανάλυση, «απόδοση» σημαίνει επίτευξη βελτιωμένων αποτελεσμάτων στην υγεία και όχι απλώς δημιουργία μεγάλου αριθμού υπηρεσιών και διαδικαστικών ρυθμίσεων.
Οι ασθενείς εκλαμβάνουν αβίαστα τα υψηλά επίπεδα ιατρικής επέμβασης (όπως τις πολλαπλές διαγνωστικές εξετάσεις) ως τεκμήρια υψηλής ποιότητας και αποτελεσματικής φροντίδας. Αδιάφορα, όμως, από την τεχνολογική τους πολυπλοκότητα, οι ιατρικές ενέργειες που δεν έχουν ορατό θετικό αποτέλεσμα για την υγεία του ασθενούς θα πρέπει να αποφεύγονται.
Ένα πρόβλημα με τις αμοιβές με κριτήριο την απόδοση είναι ότι πολλές φορές τείνουν, εντέλει, να επιβραβεύουν όχι την ποιότητα αλλά την ποσότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Περισσότερες υπηρεσίες δεν σημαίνει πάντοτε και καλύτερες υπηρεσίες, αν και συνεπάγονται πάντοτε περισσότερες δαπάνες.
Ζήτημα ακρίβειας
Η πιο πολύτιμη, όμως, και αποτελεσματική ενέργεια του γιατρού είναι να συνομιλεί με τον ασθενή του και να σκέφτεται για να επέμβει με ακρίβεια. Η σκέψη, όμως, είναι δραστηριότητα που δύσκολα παρατηρείται ή προσμετράται. Αντιθέτως, είναι πολύ ευκολότερη η μέτρηση και η αμοιβή τυποποιημένων ενεργειών, αδιάφορα από το αν τελικά κάνουν καλό στον ασθενή.
Επομένως η μέτρηση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας πρέπει να σχεδιαστεί με προσεκτικό τρόπο, έτσι ώστε να μην ενθαρρύνει την αύξηση υπηρεσιών που δεν χρειάζονται, αλλά την καλύτερη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
Η θέσπιση δεικτών μέτρησης της αποδοτικότητας θα πρέπει να συνδυαστεί με τη θέσπιση αντίστοιχων δεικτών για τη μέτρηση της μείωσης των ανισοτήτων, όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, την πρόσβαση σε προληπτικές υπηρεσίες υγείας (όπως τους προσυμπτωματικούς ελέγχους και τα εμβόλια) και την πρόσβαση στο σύστημα υγείας.
*Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος είναι Καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας, Διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών της Υγείας, Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics.