Δυσπιστία στις ΗΠΑ για τις τράπεζες

Mε επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζουν τα funds τις τράπεζες στις ΗΠΑ, παρά την αύξηση των κερδών τους κατά 120% στο δ' τρίμηνο. Ο προβληματισμός εστιάζεται τόσο στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και στην αύξηση της ανεργίας.

  • του Απόστολου Λακασά
Δυσπιστία στις ΗΠΑ για τις τράπεζες
Mε επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζουν τα επενδυτικά κεφάλαια τις τράπεζες παρά τα κέρδη τους. Ο χρηματοοικονομικός κλάδος έχει βοηθήσει τα μέγιστα στην πορεία του S&P 500, ενώ ακόμα θεωρείται φθηνός. Όμως, διαχειριστές κεφαλαίων και αναλυτές εκτιμούν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν ξεπεράσει τα προβλήματά τους. Μάλιστα, ορισμένοι λένε ότι οι τράπεζες και οι χρηματιστηριακές παραμένουν «αντιπαθείς».

Ειδικότερα, ενώ η περίοδος των ανακοινώσεων για το τέταρτο τρίμηνο του 2009 ήδη ολοκληρώνεται, με βάση τα στοιχεία του ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, τα κέρδη των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων του ευρύτερου χρηματοοικονομικού τομέα, που περιλαμβάνονται στον S&P 500, αυξήθηκαν σε ποσοστό 120% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008.

Βέβαια, η σύγκριση είναι πλασματική, αφού το δ΄ τρίμηνο του 2009 δεν μπορεί να συγκριθεί με τα τέλη του 2008, όταν η κρίση ήταν στην κορύφωσή της. Ενδεικτικό είναι ότι υπολογίζεται πως οι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν αποδυναμωθεί κατά 1,71 τρισ. δολάρια από τις ζημίες και τις διαγραφές ενεργητικού κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Ταυτόχρονα, από τον Σεπτέμβριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2009, όταν άρχισε το ράλι στη Wall Street, οι απώλειες των πιστωτικών ιδρυμάτων έφτασαν στο 84%.

Οι εκτιμήσεις για τα κέρδη

Από την άλλη πλευρά, σήμερα υπάρχουν στοιχεία τα οποία συνδυαστικά λειτουργούν θετικά για τον κλάδο. Το κυριότερο είναι οι προβλέψεις, οι οποίες κάνουν λόγο για τριπλασιασμό των κερδών μέσα στο 2011 εν συγκρίσει με τα επίπεδα του 2009.

Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές, τότε οι τιμές των μετοχών τους θα κυμανθούν χαμηλότερα σε ποσοστό 15%, με βάση την ανάλυση του Bloomberg. Μάλιστα, οι αριθμοί δείχνουν ότι σύμφωνα με την προβλεπόμενη κερδοφορία και τη βαρύτητα του χρηματοοικονομικού τομέα, τα κέρδη των εταιρειών του S&P 500 το δ΄ τρίμηνο αναμένεται να ενισχυθούν κατά 62%, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 21 ετών. Αντίθετα, χωρίς τις τράπεζες, τα κέρδη των επιχειρήσεων του συγκεκριμένου δείκτη θα είναι μειωμένα σε ποσοστό 3%. Κι όμως, οι διαχειριστές κεφαλαίων δυσπιστούν...

Σύμφωνα με έρευνα της Bank of America, στην οποία συμμετείχαν 123 διαχειριστές κεφαλαίων με χαρτοφυλάκια συνολικής αξίας 617 δισ. δολαρίων, το 38% των διαχειριστών έχει λιγότερες μετοχές χρηματοοικονομικών ομίλων σε σχέση με τη βαρύτητα που έχει ο κλάδος στους αμερικανικούς χρηματιστηριακούς δείκτες.

Η δυσπιστία των επενδυτικών κεφαλαίων και των αναλυτών έχει ως κύρια αιτία το ύψος της ανεργίας στις ΗΠΑ και τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει μέσα στους επόμενους μήνες. Το ποσοστό της ανεργίας κυμαίνεται στο 10%, χωρίς να αποκλείεται επιπλέον άνοδός της η οποία ενδεχομένως να πλήξει το καταναλωτικό κλίμα και κυρίως να οδηγήσει σε νέες επισφάλειες στα στεγαστικά δάνεια.

Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι τον Δεκέμβριο οι κατασχέσεις κατοικιών αυξήθηκαν κατά 14% σε μηνιαία βάση, παρότι στη διάρκεια της εορταστικής περιόδου ανακλήθηκαν τα μέτρα κατάσχεσης. Αυτό είναι ένα στοιχείο ότι τα 2 τρισ. δολάρια που διοχετεύτηκαν στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν πέρασαν -σε τέτοιον βαθμό ώστε να έχουν άμεσα αποτελέσματα- υπό μορφή δανείων σε επιχειρήσεις και σε νοικοκυριά, προκαλώντας τη μήνιν εναντίον των τραπεζών.

Στο πλαίσιο αυτό δικαιολογείται από πολλούς, αλλά και... φοβίζει, η πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβληθεί φορολογία στα πιστωτικά ιδρύματα για να αντληθούν 117 δισ. δολάρια, ώστε να αντισταθμιστούν εν μέρει οι απώλειες από το πρόγραμμα στήριξης του τραπεζικού κλάδου TARP, μέσω του οποίου αγοράστηκαν προβληματικά πάγια των τραπεζών.


Πιο αυστηροί κανόνες

Ταυτόχρονα, προβληματισμό στα πιστωτικά ιδρύματα προκαλούν οι νέοι αυστηρότεροι κεφαλαιακοί κανόνες που προωθούνται. Ενδεικτικά, μέχρι τώρα οι τράπεζες μπορούν να διατηρούν έως και το 15% των ιδίων κεφαλαίων τους σε υβριδικούς τίτλους. Με το νέο πλαίσιο το ποσοστό αυτό σταδιακά θα μηδενιστεί.

Επίσης, για πρώτη φορά εισάγεται το διεθνές αποδεκτό ποσοστό μόχλευσης, όπως και το ελάχιστο επίπεδο ρευστότητας, το οποίο υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν ρευστότητα και στοιχεία ενεργητικού υψηλής εμπορευσιμότητας, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν μια μεγάλη κρίση ρευστότητας.

Βέβαια, θα υπάρξει περίοδος χάριτος, ώστε οι τραπεζικοί όμιλοι να προσαρμοστούν στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο. Όμως, οι κλυδωνισμοί θεωρούνται δεδομένοι και καθιστούν τους επενδυτές επιφυλακτικούς έως ότου διαπιστώσουν ότι η αισιοδοξία των αριθμών επιβεβαιώνεται στην πράξη.


Οι μισθοί αντικαθιστούν τα bonus!

Παρά τις οξύτατες αντιδράσεις που προκάλεσαν την περίοδο της κρίσης, τα μπόνους επιστρέφουν στο προσκήνιο. Το χρηματιστηριακό ράλι από τα μέσα του περασμένου Μαρτίου και τα κέρδη που έφερε οδήγησαν στη χορήγηση παχυλών αμοιβών στα υψηλόβαθμα στελέχη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Wall Street Journal», 38 μεγάλοι οίκοι του χρηματοοικονομικού κλάδου θα δώσουν συνολικά 145 δισ. δολάρια στα στελέχη τους για τις αποδόσεις του 2009 στις ΗΠΑ. Κατά μέσο όρο, κάθε ένα θα πάρει 149.192 δολάρια, δηλαδή θα υπάρξει αύξηση 3.000 δολαρίων από το 2008. Σε συνολική βάση, τα μπόνους αυτά αντιστοιχούν στο 32% των εταιρικών κερδών, ενώ το 2008 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%.

Αντίθετα, στην Ευρώπη ακολουθούν άλλη τακτική. Καθώς οι αντιδράσεις κατά των μπόνους είναι οξύτερες και οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν τη φορολόγησή τους, οι τραπεζικοί οίκοι αυξάνουν τους μισθούς των στελεχών τους. Ενδεικτικά, στη Γερμανία η Deutsche Bank εξετάζει το ενδεχόμενο να αυξήσει τον βασικό μισθό προκειμένου να αντισταθμίσει τη φορολόγηση των μπόνους.

Το ίδιο σκοπεύουν να κάνουν η βρετανική Barclays και η ελβετική Credit Suisse, ενώ η Citigroup έχει ήδη διπλασιάσει τους μισθούς των διευθυντών στις μονάδες της σε 400.000 ετησίως περίπου.

Ανάλογη είναι η κατάσταση στις χρηματιστηριακές εταιρείες. Χαρακτηριστικά, στη Βρετανία οι μισθοί των επικεφαλής των χρηματιστηριακών διπλασιάστηκαν από τις περίπου 150.000 στερλίνες κατά μέσο όρο ετησίως στις 300.000 στερλίνες.

Τις παράπλευρες απώλειες της αύξησης των μισθών τις υφίστανται οι μικρότερες επενδυτικές εταιρείες. Σύμφωνα με το Bloomberg, το τελευταίο διάστημα καταγράφεται φυγή στελεχών από μικρότερες σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις του χώρου, αφού οι διπλάσιοι μισθοί που προσφέρουν οι ισχυροί είναι μεγάλο θέλγητρο για τα στελέχη. Πρόκειται για μία αλλαγή στη σχετική αγορά στελεχών, καθώς κατά τη διάρκεια της κρίσης πολλοί βρήκαν καταφύγιο στις μικρότερες χρηματιστηριακές και επενδυτικές εταιρείες.

* Αναδημοσίευση από το 619ο φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, 29 Ιανουαρίου - 2 Φεβρουαρίου 2010.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v