Μετά από δύο χρόνια συνεχών αυξήσεων, οι πρώτες ενδείξεις για την αποκλιμάκωση των τιμών του ελαιολάδου αρχίζουν να είναι ήδη ορατές. Ωστόσο η υποχώρηση των τιμών στο ράφι, κατά περίπου 10% που καταγράφεται αφορά προς το παρόν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, επισημαίνουν πηγές με γνώση.
«Ακόμη στα επώνυμα δεν έχουμε δει νέους τιμοκαταλόγους με μειώσεις τιμών. Εκτιμώ ότι οι όποιες μειώσεις θα περάσουν μέσω προσφορών και προωθητικών ενεργειών», σημειώνει στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Αν και η αγορά έχει προεξοφλήσει σημαντική μείωση των τιμών παραγωγού την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο, λόγω αύξησης της παραγωγής στην Ελλάδα αλλά και στη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό χώρο την Ισπανία, οι πληροφορίες που φθάνουν από τους παραγωγούς είναι αντικρουόμενες.
Στη Χαλκιδική, για παράδειγμα, όπου η συγκομιδή του καρπού έχει ολοκληρωθεί, οι τιμές για το συμβατικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο που πουλάνε οι ελαιοπαραγωγοί στα ελαιοτριβεία παραμένουν στα επίπεδα του 2023, ενώ οι τιμές για το βιολογικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχουν υποχωρήσει κατά 20%.
Βέβαια αυτό δεν ισχύει σε όλη την Ελλάδα. Σε αρκετές περιοχές της χώρας οι τιμές παραγωγού έχουν υποχωρήσει 30-40% αν και σημαντικές συναλλαγές φαίνεται ότι δεν έχουν γίνει ακόμη.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ίσως ένας από τους πιο σημαντικούς είναι ότι οι πολύ καλές τιμές της περασμένης ελαιοκομικής περιόδου, παρέχουν στους παραγωγούς διαπραγματευτική δύναμη – μια κατάσταση σπάνια, αλλά και μάλλον βραχύβια.
Η πραγματικότητα, όμως, για τον καταναλωτή παραμένει αμετάβλητη: το ελαιόλαδο, βασικό συστατικό της διατροφής μας, παραμένει ακριβό και για αρκετούς απλησίαστο. Αυτοί οι αρκετοί καταναλωτές -υπολογίζονται στο 25%-30% του συνόλου- ή έχουν περιορίσει την κατανάλωση μετακινούμενοι σε πιο φθηνά λάδια, όπως είναι τα φυτικά, ή έχουν μετακινηθεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τον γνωστό «τενεκέ».
Ο τελευταίος αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα για τον κλάδο στο σύνολο του, αλλά και για τον δημόσιο κορβανά. Ο τενεκές που φαντάζει πιο φθηνός -και σίγουρα είναι αν σκεφτούμε ότι το ποσό που εκταμιεύουμε για να τον πληρώσουμε είναι 30% λιγότερο από τα χρήματα που ξοδεύουμε για το τυποποιημένο- τελικά δεν είναι. Γιατί; Γιατί ο τενεκές πωλείται και αγοράζεται στη «μαύρη» αγορά, χωρίς παραστατικά, ΦΠΑ και φόρο. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την ποιότητά του.
Τι συμβαίνει στο ράφι
Η εκρηκτική άνοδος των τιμών στο ράφι την τελευταία διετία έχει οδηγήσει αρκετούς καταναλωτές αφενός μακριά από το τυποποιημένο προϊόν και αφετέρου αρκετούς τους έχει στρέψει στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2024, οι τιμές έφθασαν σε νέο ιστορικό υψηλό, καταγράφοντας αύξηση 91,33% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2023, με την κατανάλωση να βυθίζεται 24,6% την ίδια περίοδο. Είχε προηγηθεί την περίοδο 2021-2023 αύξηση 55,06% στις τιμές και πτώση 18,19% της κατανάλωσης. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η τάση αυτή συνεχίζεται, με τη μεσαία τάξη να πλήττεται πιο έντονα.
Πάντως η κρίση του ελαιολάδου ανέδειξε στο ράφι νέους … πρωταθλητές. Ας ξεκινήσουμε όμως από τα δεδομένα. Σήμερα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ανά την Ελλάδα, υπάρχουν περισσότερες από 260 ετικέτες.
Στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) πληρώσαμε για την αγορά ελαιολάδου από το σούπερ μάρκετ περισσότερα από 120 εκατ. ευρώ όταν το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι είχαμε ξοδέψει 88,774 εκατ. ευρώ και ολόκληρο το 2023 συνολικά 112 εκατ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μερίδιο, βάσει αξίας, απολαμβάνουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (Private Label). Με βάση τα στοιχεία δεκαμήνου το μερίδιο των PL αυξήθηκε στο 34,8% από 30,9% το αντίστοιχο διάστημα έναν χρόνο πριν.
Στη δεύτερη θέση της κατηγορίας βρίσκεται η Χρυσελιά με μερίδιο 11,5% από 9,1% και στην τρίτη θέση το Molon Lave με μερίδιο 11,2% από 2,3% που ήταν το 2022. Το συγκεκριμένο προϊόν, το μερίδιο του οποίου έχει εκτοξευθεί την τελευταία τριετία, είναι από τα λίγα που έχουν καταφέρει να κρατήσουν την τιμή για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτω από τα 10 ευρώ το λίτρο.
Την πεντάδα συμπληρώνουν το Άλτις με μερίδιο 6% από 12,4% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, ενώ η Μινέρβα διατήρησε τη δύναμη της με μερίδιο 4,9% (από 4,8% πέρυσι).
Και δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το Λατζιμάς έχασε μεγάλο μέρος της δύναμης του στο ράφι με το μερίδιό του να υποχωρεί στο 4,9% (από 5% πέρυσι και 7,9% που ήταν το 2022), ενώ το μερίδιο της Terra Creta που ανήκει στην ομάδα των ελαιολάδων τα οποία απολαμβάνουν υψηλές τιμές (σ.σ. ανήκει στη Μέλισσα της οικογένειας Κίκιζα) αναρριχήθηκε στο 2,4% από 0,1% το 2022.
Ποια η εκτίμηση για την παραγωγή
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή ελαιολάδου για την περίοδο 2024/25 αναμένεται να φτάσει, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ελαιολάδου τους 3.375.500 τόνους, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με την παγκόσμια κατανάλωση να μπορεί να φτάσει τους 3.064.500 τόνους, σημειώνοντας αύξηση 10% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμάται ότι θα παράξουν 1.973.000 τόνους, δηλαδή 29% περισσότερο από την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο. Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγω στην Ισπανία όπου η παραγωγή εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στους 1,29 εκατ. τόνους (από 854 χιλ τόνους τη δεύτερη χειρότερη επίδοση από το 2019).
Στην Ελλάδα η παραγωγή αναμένεται να αγγίξει τους 250.000 τόνους (από 175.000 τόνους) και στην Πορτογαλία τους 195.000 (από 161.000 τόνους). Αντιθέτως στη γειτονική Ιταλία η παραγωγή εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει εκ νέου στους 224.000 τόνους από 328.000 τόνους την περασμένη ελαιοκομική περίοδο.
Εάν οι τιμές συνεχίσουν να υποχωρούν και οι μειώσεις αυτές μετακυλιστούν στους καταναλωτές, η συνολική κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ανακάμψει έως και 7%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ, η κατανάλωση στην Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα θα μπορούσε να φτάσει σχεδόν τους 987.000 τόνους το 2024/25, από 923.000 τόνους την προηγούμενη σεζόν.
Βέβαια όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο και πότε θα αποκλιμακωθούν οι τιμές στο ράφι.