Τράπεζες: Το μεγάλο στοίχημα σε ΗΠΑ και Ευρώπη

Κομβική για την παγκόσμια ανάπτυξη θεωρούν οι αναλυτές την πορεία του τραπεζικού κλάδου. Απροθυμία για δανεισμό και κλυδωνισμοί εν όψει. Τα προβλήματα και τα σενάρια για το νέο έτος..

  • του Απόστολου Λακασά
Τράπεζες: Το μεγάλο στοίχημα σε ΗΠΑ και Ευρώπη
Κομβικό έτος για τον τραπεζικό κλάδο στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη θεωρείται το 2010. Οι τράπεζες πλέον θα κινηθούν χωρίς την «κρατική ομπρέλα», αφού ολοκληρώνονται τα κρατικά προγράμματα στήριξης.

Ήδη στην Ευρώπη πολλά πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων για να επιστρέψουν τη ρευστότητα που άντλησαν, ενώ στις ΗΠΑ η επιστροφή των κρατικών κεφαλαίων έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, προσφέροντας μάλιστα κέρδη στο αμερικανικό δημόσιο το οποίο βγαίνει ευνοημένο από το χρηματιστηριακό ράλι των τραπεζικών μετοχών που πήρε για να προσφέρει στήριξη στις τράπεζες.

Από την άλλη, η στάση των πιστωτικών ιδρυμάτων μετά την απόσυρση των κρατικών μέτρων στήριξης είναι σημαντική για την ανάπτυξη. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να δανείσουν, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να παραμένουν σφιγμένες ως προς τα επενδυτικά τους σχέδια («έτος λιτότητας» θεωρούν το τρέχον έτος οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις), ενώ οι καταναλωτές διαπιστώνουν ότι παρά τη βελτίωση στην αγορά στέγης δύσκολα θα επιστρέψουν οι παλιές καλές ημέρες.

- Κλυδωνισμοί εν όψει

Έντονοι κλυδωνισμοί αναμένονται στον τραπεζικό κλάδο στην Ευρώπη εν όψει της λήξης των κρατικών μέτρων στήριξης. Η ανάγκη οι ευρωπαϊκές τράπεζες να επιστρέψουν τη ρευστότητα που άντλησαν από τις κυβερνήσεις και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τη διάρκεια της πιστωτικής κρίσης (υπολογίζεται ότι τα κρατικά πακέτα στήριξης του τραπεζικού τομέα στα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφτασαν τα 3,63 τρισ. ευρώ, ενώ η ΕΚΤ θα ανασύρει από την αγορά περί τα 615 δισ. ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010) αναμένεται να οδηγήσει πολλά πιστωτικά ιδρύματα σε αυξήσεις κεφαλαίου μέσα στο έτος.

Την ίδια στιγμή, εκκρεμούν οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τύχη τραπεζικών ομίλων που διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια, ενώ άλλες τράπεζες μέσα στη χρονιά θα υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβαν ώστε να εξασφαλίσουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι κυβερνήσεις τους να χρηματοδοτήσουν τη διάσωσή τους.

Ειδικότερα, μέσα στο 2010 η ιταλική Uni Credito θα πραγματοποιήσει μεγάλη αύξηση κεφαλαίου ύψους 4 δισ. ευρώ. Επίσης, μετά το πρώτο τρίμηνο του έτους η Bank of Ireland αναμένεται να προχωρήσει σε έκδοση νέων μετοχών.

Παράλληλα, έχει λάβει -όπως και η Allied Irish Bank- 3,5 δισ. ευρώ από το κράτος και μέσα στο 2010 οι δύο τράπεζες θα μεταφέρουν 40 δισ. ευρώ δανείων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης σε ένα ειδικό ταμείο για να δρομολογήσουν κατόπιν μία αύξηση κεφαλαίου. Εκδόσεις δικαιωμάτων μετοχών προετοιμάζουν η ολλανδική ING και η αυστριακή Erste Bank.

Στη Γαλλία η Societe Generale ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου 4,8 δισ. ευρώ, ενώ στη Βρετανία η Lloyds σχεδιάζει μεγάλη ένεση ρευστότητας με στόχο να αποπληρώσει την κρατική βοήθεια. Η τελευταία, επίσης, έχει δεσμευτεί να πουλήσει 600 υποκαταστήματα καθώς και τη θυγατρική της Intelligent Finance, ενώ δεν θα προχωρήσει σε εξαγορές την επόμενη τετραετία.

Ακόμη, η Royal Bank of Scotland θα πουλήσει περί τα 320 υποκαταστήματά της, συνολικά έξι θυγατρικές της με διάφορα αντικείμενα, ενώ έχει δεσμευτεί να μην αφήσει την επενδυτική της να ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή κατάταξη, στο πλαίσιο του διαχωρισμού των εμπορικών με τις επενδυτικές δραστηριότητες κάθε τράπεζας αλλά και της τήρησης των κανόνων ανταγωνισμού.

Ταυτόχρονα, η αναδιάρθρωση έχει ήδη αρχίσει στη Fortis (τράπεζα συμφερόντων Ολλανδίας, Βελγίου και Λουξεμβούργου, η οποία διασώθηκε αλλά υποχρεώθηκε να διασπαστεί σε τρία, αντίστοιχα των κρατών, μέρη), στη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας Commerzbank (με επιπτώσεις τη μείωση ισολογισμού και την πώληση θυγατρικής) και στην ING (διαχωρισμός τραπεζικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, μείωση ισολογισμού, πώληση θυγατρικών).

Επίσης, εκκρεμούν οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα μέτρα που θα πρέπει να λάβουν η Dexia και η KBC για να «ξεπληρώσουν» την κρατική βοήθεια.

Μέσω των «ποινών» αυτών στόχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να μειωθεί η έκθεση των ιδρυμάτων σε στρατηγικές υψηλού ρίσκου καθώς και να διασφαλιστούν οι συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα στα ιδρύματα που έλαβαν κρατική βοήθεια και στα υπόλοιπα.
Η επόμενη της κρίσης σελίδα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο ανταγωνισμός σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς επιφυλάσσει εκπλήξεις και νέα deals.

- Φοβούνται το «άλλοθι»

Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ όχι μόνο στήριξε το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια της ισχυρότερης μεταπολεμικής κρίσης, αλλά θα βγει και κερδισμένο από τα ποσά που χορήγησε στα πιστωτικά ιδρύματα.

Όμως, καθώς η επιστροφή των κρατικών κεφαλαίων ολοκληρώνεται, το ζήτημα είναι εάν οι τράπεζες, απαλλαγμένες από τα κρατικά σωσίβια, θα αρχίσουν να χορηγούν δάνεια στηρίζοντας την ανάπτυξη, κάτι που δεν έκαναν έως τώρα. Η στάση τους θα κρίνει ουσιαστικά την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία (σε επίπεδο κατανάλωσης και απασχόλησης) έχει ανάγκη από νέο ρευστό για να κινηθεί.

Ειδικότερα, την ίδια στιγμή που η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) προετοιμάζει τα βήματά της για την απόσυρση της ρευστότητας την οποία παρείχε στο τραπεζικό σύστημα, οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι που πήραν κρατική βοήθεια αρχίζουν να επιστρέφουν τα κεφάλαια στο αμερικανικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών της χώρας, το πακέτο στήριξης των τραπεζών των HΠA, γνωστό ως TARP, παρουσιάζει έως σήμερα απόδοση 2,8% και κέρδη 16 δισ. δολαρίων.

Το υπουργείο Οικονομικών προ έτους έδωσε στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κεφάλαια με αντάλλαγμα προνομιούχες ή κοινές μετοχές.

Τώρα, και με την άνοδο στη Wall Street, η επιστροφή των κρατικών κεφαλαίων από τις τράπεζες προσφέρει και κέρδη στο υπουργείο, το οποίο υπολογίζει ότι η αποπληρωμή του TARP μπορεί να αποφέρει στα κρατικά ταμεία συνολικά έσοδα έως και 175 δισ. δολάρια. Ήδη, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, οι τοποθετήσεις του TARP σε τράπεζες έχουν μειωθεί κατά 75%, καθώς 185 δισ. δολάρια από τα συνολικά 245 δισ. δολάρια που δόθηκαν για τη στήριξη των τραπεζών έχουν επιστραφεί.

Από τις ισχυρότερες τράπεζες που χρηματοδοτήθηκαν, το αμερικανικό υπουργείο διατηρεί μερίδιο 34% μόνο στο μετοχικό κεφάλαιο της Citigroup.

Η πρόβλεψη για τα κέρδη που θα αποκομίσει το αμερικανικό δημόσιο από το TARP ουσιαστικά αποτελεί και επιχείρημα κατά όσων είχαν επικρίνει την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι στηρίζει τα συμφέροντα των ισχυρών τραπεζών εις βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου.

Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος τα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιήσουν την επιστροφή των κεφαλαίων ως άλλοθι -καθώς θα «στραγγίξουν» από ρευστότητα- για να περιορίσουν τη χορήγηση νέων δανείων στην αγορά. Μάλιστα, στελέχη των αμερικανικών τραπεζών φέρουν ως επιχείρημα ότι, με βάση τις αποφάσεις της κυβέρνησης της χώρας αλλά και των κρατών-μελών του G20, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αυξήσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Ήδη, στο πρώτο δεκάμηνο του προηγούμενου έτους οι χορηγήσεις δανείων στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 598,5 δισ. δολάρια σε ετήσια βάση, την ίδια στιγμή που οι καταθέσεις των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 461,5 δισ. δολάρια (και μάλιστα με μηδενικό κόστος λόγω των αντίστοιχων επιτοκίων) και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το χρηματιστηριακό ράλι στη Wall Street.

Ο συνολικός δανεισμός από καταναλωτές, επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου αυξήθηκε βέβαια το τρίτο τρίμηνο 2,8% σε ετήσια βάση, όμως ο κύριος άξονας ήταν η κατά 21% άνοδος του χρέους του αμερικανικού δημοσίου.

Αντίθετα, ο δανεισμός των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 2,6% σε ετήσια βάση, ενώ τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια υποχώρησαν σε ποσοστά 3,2% και 3,6% αντίστοιχα το ίδιο διάστημα σε ετήσια βάση.

Είναι ενδεικτικό ότι μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Μπαράκ Ομπάμα άσκησε πρόσφατα πιέσεις στον τραπεζικό κλάδο να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο στην ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, ενώ και ο υπουργός Οικονομικών κ. Τίμοθι Γκάιτνερ δήλωσε ότι η αποπληρωμή των δανείων από το TARP δεν θα περιορίσει τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγούν νέα δάνεια.

Σε αντίθετη περίπτωση αναλυτές επισημαίνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ κινδυνεύει να αντιμετωπίσει παρατεταμένη ύφεση, κατά τα πρότυπα της ιαπωνικής στις αρχές της δεκαετίας, με αύξηση της ανεργίας και πτώση της κατανάλωσης.
 
- Στο μειωμένο δανεισμό σκοντάφτουν οι ευρωπαικές επιχειρήσεις

Παρά την προοπτική ανάπτυξης για το 2010 σε τέτοιο επίπεδο ώστε «η κρίση να είναι παρελθόν», όπως δήλωναν μέσα στο 2009 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ και άλλα στελέχη της κεντρικής τράπεζας, εκπρόσωποι πολλών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων δείχνουν ότι δεν θέλουν να υιοθετήσουν υψηλούς τόνους αισιοδοξίας.

Αντίθετα, δηλώνουν ότι μέσα στη φετινή χρονιά θα εφαρμόσουν στις εταιρείες τους στρατηγική σύνεσης, η οποία περιλαμβάνει την περικοπή του κόστους λειτουργίας (πιθανότατα με νέες απολύσεις) και τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας. «Έτος λιτότητας» χαρακτήρισε το 2010 ο κ. Μάικλ Ο’ Λίρι της αεροπορικής εταιρείας χαμηλού κόστους Ryanair.

Στη στρατηγική αυτή συναινούν και πολλοί σύμβουλοι επιχειρήσεων, οι οποίοι εκτιμούν ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης των εταιρειών.

Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες παρουσιάζονται προβληματισμένοι για το πόσο η αγορά θα αναπτύσσει ταχύτητα και μετά την άρση των μέτρων στήριξης των οικονομιών. Είναι ενδεικτικό ότι οι μικρές εταιρείες εξακολουθούν να ανησυχούν για το εάν θα έχουν πρόσβαση στην πίστωση μετά την λήξη των μέτρων από την ΕΚΤ, με δεδομένο ότι ακόμη και με τη «δανεική» ρευστότητα οι τράπεζες δύσκολα χορηγούσαν δάνεια.

Από την άλλη, οι σύμβουλοι επιχειρήσεων θεωρούν ότι, παρά την αισιοδοξία των κυβερνήσεων, η κρίση δεν αποτελεί παρελθόν και πως πιθανότατα στην ευρωζώνη και στη Βρετανία η ανάπτυξη θα κινηθεί με χαμηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση όχι μόνο με τις αναδυόμενες οικονομίες αλλά και με τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Bloomberg, το 2010 η αμερικανική ανάπτυξη θα τρέξει με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την Ευρώπη (+2,6% για τις ΗΠΑ, +1,3% για τη Βρετανία, +1,2% για την ευρωζώνη), την ίδια στιγμή που η Κίνα θα πετύχει ανάπτυξη 9,5%.

Γι’ αυτό οι σύμβουλοι επιχειρήσεων τονίζουν ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες πρέπει να εστιάσουν στη διασφάλιση της ρευστότητας και, πριν προχωρήσουν σε επεκτατικές κινήσεις, να βεβαιωθούν ότι όλα τα τμήματα της επιχείρησης είναι υγιή και κανένα δεν στηρίζεται σε κάποιο άλλο για να επιβιώσει.

Αυτό ουσιαστικά σημαίνει νέες περικοπές θέσεων εργασίας και αναδιαρθρώσεις τμημάτων, γεγονότα τα οποία βέβαια θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη φέτος. Χαρακτηριστικά, οι «Financial Times» εστιάζουν στη γερμανική οικονομία, όπου οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τους περίπου 500.000 εργαζομένους που απασχολούνται με σύμβαση μερικής απασχόλησης.

Μάλιστα, δεν αποκλείεται να υπάρξουν νέες περικοπές θέσεων εργασίας όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε όλη την ευρωζώνη, καθώς οι επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν τη θέση τους στις αναδυόμενες αγορές, με τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, και όχι στην «αναιμική» ζώνη του ευρώ.

«Οι εταιρείες δεν θα πρέπει να πιστέψουν ότι μπορούν να επιστρέψουν στη θέση που είχαν το 2007», ανέφερε η εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων Boston Consulting Group, τονίζοντας ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον μία πενταετία έως ότου αποκατασταθεί η προ της πιστωτικής κρίσης επιχειρηματική ευημερία στην Ευρώπη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v